Του Αρχιμανδρίτη Νικοδήμου Φαρμάκη, Γραμματέα της Συνοδικής Επιτροπής επί της Κοινωνικής Προνοίας και Ευποιίας
Η επιλογή της έρευνας για τη συγγραφή του βιβλίου “Χριστιανισμός και Θρησκείες στη θεολογία του Raymond Panikkar” ίσως ξενίζει πολλούς, ας το πούμε σχηματικά, συντηρητικούς κύκλους της Ορθοδοξίας, που θέλουν οι έρευνες της Θεολογικής Σχολής να περιορίζονται σε κλασικά θέματα.
Προτίμησα την εν λόγω έρευνα, που υποβλήθηκε ως διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά το τρέχον έτος, θέλοντας να ανοίξω νέους ορίζοντες στην ελληνική βιβλιογραφία για ένα θέμα παντελώς άγνωστο, με σημαντικότατες όμως πτυχές και προεκτάσεις τόσο για την Ιστορία της θεολογικής σκέψης του 20ού αιώνα, όσο και για τις διμερείς σχέσεις μας με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Ο Raymond Panikkar, γιος εύπορης οικογένειας, γεννήθηκε το 1918 στη Βαρκελώνη, από πατέρα Ινδό και μητέρα Καταλανή. Σπούδασε στα καλύτερα ρωμαιοκαθολικά πανεπιστήμια της εποχής του. Ήρθε σε επαφή με κινήματα που σημάδεψαν το καθένα με τον τρόπο του τη θεολογική και φιλοσοφική σκέψη του 20ού αιώνα. Η σχετική με αυτόν βιβλιογραφία είναι εκπληκτικά ογκώδης και πολύγλωσση και ο ρόλος του σημαντικότατος στα θεολογικά ανοίγματα που επιχείρησε η Β΄ Βατικανή Σύνοδος (1962-65) της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Αποτελεί μοναδική περίπτωση ανθρώπου εξοικειωμένου με δύο εκ πρώτης όψεως αντίθετους πολιτισμούς: τον ρωμαιοκαθολικό και ευρωπαϊκό γενικότερα, και τον ινδικό. Αυτός ο συνδυασμός σημάδεψε για πάντα τη σκέψη του, όπως συνάγεται από την εργογραφία του.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία την ίδια εποχή ερευνούσε τον τρόπο να καθορίσει εκ νέου τις σχέσεις της με τον λοιπό κόσμο. Έτσι το προσωπικό όραμά του συμπορεύεται με το επιχειρούμενο άνοιγμα της Εκκλησίας του να αποδείξει ότι πέρα από την γλώσσα, την ορολογία και τα κοινωνικά-ιστορικά πλαίσια που καθορίζουν τις διάφορες σχολές του Ινδουισμού, υπάρχει κοινή αναλογία εννοιών, πράγματι εντυπωσιακή.
Αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να προτάξει τα κοινά στοιχεία, τις κοινές διδασκαλίες Χριστιανισμού και Ινδουισμού, που εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο. Η μέθοδος αυτή στηρίζεται πολλές φορές σε αυθαίρετα συμπεράσματα ή υποθετικές ομοιότητες, εκείνο όμως που πραγματικά βρίσκω ιδιοφυές στη σκέψη του είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να εξοικειώσει τον ινδουιστή αναγνώστη του έργου με τις χριστιανικές αλήθειες, και τον χριστιανό, αντίστοιχα, με τις ινδουιστικές.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε και έχει εντονότατη ανά τον κόσμο ιεραποστολική δραστηριότητα. Το αποικιοκρατικό παρελθόν του δυτικού πολιτισμού αρχικά υπήρξε τροχοπέδη για τον προσηλυτισμό αλλόπιστων στο χριστιανικό δόγμα. Ήταν απαραίτητη η συνδρομή θεολόγων που να γνωρίζουν τον πολιτισμό κάθε χώρας για να προσεγγίσουν ευκολότερα τους ντόπιους πληθυσμούς. Σε αυτό το πλαίσιο, ο R. Panikkar ήταν ο ιδανικός ρωμαιοκαθολικός θεολόγος που μπορούσε να μιλήσει τη γλώσσα των Ινδών, «εν δυνάμει» νεοφώτιστων χριστιανών. Προβάλλοντας τα κοινά στοιχεία μεταξύ των πολιτισμών είναι πολύ ευκολότερο να καρποφορήσει η ιεραποστολική δραστηριότητα.
Εκτιμώ ότι οι επιλεκτικοί παραλληλισμοί μεταξύ μιας σχολής του Ινδουισμού (advaita Vedanta) και του Χριστιανισμού, για την ανεύρεση κοινού θεολογικού τόπου, παραμένει υπεραπλουστευτική μέθοδος. Οι καρποί της δεν μπορούν να πείσουν ούτε τους οπαδούς εκείνης ούτε, πολύ περισσότερο, τους ρωμαιοκαθολικούς αναγνώστες του, διότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι ο αναγνώστης οφείλει να ξεκινήσει από το σημείο μηδέν, πράγμα σχεδόν αδύνατο. Δεν γνωρίζω άλλωστε πόσοι Ινδοί έχουν αναγνώσει την πλουσιότατη βιβλιογραφία του. Εκ των πραγμάτων αυτή η μεθοδολογία είναι καταδικασμένη να περιορισθεί στους ακαδημαϊκούς κύκλους της Δύσης και της Ινδίας.
Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα ποία η χρηστικότητα της παρούσας έρευνας για έναν ορθόδοξο θεολόγο;
Είναι η ενημέρωση και η στάθμιση της στάσης που καθιέρωσε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στους διαθρησκειακούς διαλόγους από τη Β’ Βατικανή Σύνοδο (1962-65) και μετά, η συνειδητοποίηση των τάσεων που κυριαρχούν αυτή τη στιγμή στους ρωμαιοκαθολικούς κύκλους, να υιοθετήσει ορθόδοξη θεώρηση αυτών και να προβληματισθεί γόνιμα για τις προοπτικές της Ορθόδοξης Ιεραποστολής.
Για τον διαθρησκειακό διάλογο σημαντική είναι η θεωρία του Panikkar περί υπάρξεως «θεολογικών τόπων», ήτοι συγκεκριμένων γεωγραφικών, πολιτιστικών και γλωσσολογικών πλαισίων, εντός των οποίων καρποφορούν τα θρησκευτικά συστήματα. Για να αποδειχθεί διαθρησκειακός διάλογος γόνιμος πρέπει να γίνει υπέρβαση ακριβώς αυτών των θεολογικών τόπων και θεολογικών ορολογιών, με την παράλληλη προβολή των κοινών στοιχείων και των παραλληλισμών που ο ίδιος εφάρμοσε στην περίπτωση του διαλόγου Ινδουισμού-Χριστιανισμού.
Υιοθετώντας όμως αυτή τη μεθοδολογία υπερβάσεως του «θεολογικού τόπου» του Χριστιανισμού, προκειμένου να τον καταστήσει κατανοητό στους Ινδούς, προέβη στην αδόκιμη διάκριση μεταξύ του ιστορικού Χριστού (ιουδαιο-ρωμαϊκός τόπος) και του Χριστού – Λόγου του Θεού. Ο υπερτονισμός του ιστορικού Χριστού σημαίνει περιορισμό των δυνατοτήτων διαλόγου και εφαρμογή του άκαρπου μοντέλου της αποκλειστικότητας στον θεολογικό διάλογο.
Στον αντίποδα, αντιπροτείνει την περί σπερματικού Λόγου διδασκαλία των Απολογητών, υποστηρίζοντας ότι ο Λόγος έδρασε προ της ενσαρκώσεώς Του σε όλα τα έθνη, όπως και το Αγιο Πνεύμα συνεχίζει να ενεργεί σε αυτά. Διά της ενσαρκώσεώς Του ο Λόγος έκανε όχι μόνο τον άνθρωπο, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο συν-μέτοχο της θεανδρικής και καθαγιαστικής νέας πραγματικότητας.
Η Εκκλησία μας διδάσκει πάντοτε διά του Κυρίου μας και των Αγίων Πατέρων την αλήθεια, με την οποία πορεύτηκε ανά τούς αιώνες, διδάσκοντας και νουθετώντας πλήθη ανθρώπων, με σκοπό τη σωτηρία όλων όσοι είχαν και έχουν αυτόν τον πόθο. Ο Χριστός ζει ανά τούς αιώνες, προσφέροντας ευκαιρίες να έλθουν στην ποίμνη Του όσοι το επιθυμούν.
Ουδείς λοιπόν δικαιούται να αποκρύπτει την αποκεκαλυμμένη αλήθεια της Ζωής, του Λόγου, που τον λόγο Του πρέπει να γνωρίσουν όλοι, χωρίς αποκλεισμούς και φανατισμό, που συνήθως οδηγεί, στο όνομα της τήρησης της Ορθοδοξίας, σε καταστάσεις περίεργες και σίγουρα αντιχριστιανικές. Είναι κάτι που όλοι μας πρέπει να προσέξουμε, ιδιαίτερα αυτή την εποχή, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κινδυνεύουμε να γίνουμε οι τεμαχιστές του εναπομείναντος χιτώνα του Κυρίου μας.