Αρχική » «Άξιον Εστί», η θαυματουργή εικόνα του Πρωτάτου Αγίου Όρους

«Άξιον Εστί», η θαυματουργή εικόνα του Πρωτάτου Αγίου Όρους

από kivotos

Του Νίκου Κωστή

 

Στον ιστορικό Ναό του Πρωτάτου, στο Άγιο Βήμα, βρίσκεται ενθρονισμένη στο ιερό σύνθρονο η σεβάσμια και θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, που επονομάζεται «Άξιον Εστί». Ονομάζεται έτσι γιατί μπροστά σ’ αυτήν την εικόνα πρωτοψάλθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ ο γνωστός αυτός ύμνος. «Η πάνσεπτος αύτη και αγία εικών, εξ αρχαίων και παλαιών χρόνων, εστάθη το καύχημα των Καρεών, η δόξα των Πρωτατινών, η σκέπη και προστασία των πέριξ κελίων», αλλά και όλου του Αγίου Όρους δόξα, καύχημα και προστασία.

Την ιστορία της εικόνας έγραψε το 1548 ο πρώτος του Αγίου Όρους ιερομόναχος, Σεραφείμ. Αυτή η ιστορία-υπόμνημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Νέο Μαρτυρολόγιο του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου, από όπου αναδημοσιεύτηκε πολλές φορές. Η σπουδαιότητα του κειμένου, η ακρίβειά του στη διήγηση και η γλαφυρότητά του μας αναγκάζουν να το δημοσιεύσουμε όπως έχει.

«Σεραφείμ του Θυηπόλου υπόμνημα περί του θαύματος του γενομένου υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Αγίω Όρει του Άθω· ήτοι περί του αρχαγγελικού ύμνου του “Αξιον Εστίν”.

Κατά την Σκήτην του Πρωτάτου, την ευρισκομένην εις τας Καρέας, εκεί πλησίον, εν τη τοποθεσία της ιεράς Μονής του Παντοκράτορος, είναι λάκκος μεγάλος, όστις έχει κελλία διάφορα. Εις ένα γουν των κελλίων τούτων, επ’ ονόματι πμώμενον της Κυρίας Θεοτόκου της Κοιμήσεως, εκατοίκει ένας ιερομόναχος, γέρων και ενάρετος, μετά άλλου υποτακτικού. Επειδή δε ήτον συνήθεια να γίνεται αγρυπνία κάθε Κυριακήν εις την ρηθείσαν του Πρωτάτου Σκήτην, κατά το εσπέρας ενός Σαββάτου, θέλοντας να υπάγη ο προρρηθείς γέροντας εις την αγρυπνίαν, λέγει τω μαθητή αυτού· Τέκνον, εγώ μεν υπάγω διά να ακούσω την αγρυπνίαν, ως σύνηθες· συ δε μείνον εις το κελλίον και ως δύνασαι ανάγνωθι την Ακολουθίαν σου· και ούτως απήλθεν. Αφ’ ου δε η εσπέρα παρήλθεν, ιδού κρούει τις την θύραν του κελλίου· ο δε αδελφός έδραμε και την άνοιξε και βλέπει ότι ήτον ξένος μοναχός, αγνώριστος εις αυτόν, όστις εισελθών έμεινεν εις το κελλίον την νύκτα εκείνην. Εν τη ώρα δε του όρθρου, αναστάντες, έψαλλον και οι δύω την Ακολουθίαν όταν δε ήλθον εις την Τιμιωτέραν, ο μεν εντόπιος μοναχός έψαλλε μόνον την “Τιμιωτέραν των Χερουβείμ”, και καθ’ εξής έως τέλους· τον συνήθη δηλαδή, και παλαιόν ύμνον του Αγίου Κοσμά του ποιητού. Ο δε ξένος εκείνος μοναχός, κάμνοντας άλλην αρχήν του ύμνου, έψαλλεν ούτως· “Άξιον εστίν ως αληθώς μακαρίζειν σε, την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών”. Είτα εσύναψε και την Τιμιωτέραν μέχρι τέλους. Ακούσας δε ταύτα, ο εντόπιος μοναχός εθαύμασε και λέγει προς τον φαινόμενον ξένον: Ημείς μόνον ψάλλομεν “την Τιμιωτέραν”· το δε “Άξιον Εστίν” ουδέποτε ηκούσαμεν, ούτε ημείς, ούτε οι πρωτύτεροι από ημάς. Αλλά, παρακαλώ σε, ποίησον αγάπην και γράψον και εις εμένα τον ύμνον τούτον, διά να τον ψάλλω και εγώ εις την Θεοτόκον. Ο δε, αποκριθείς, φέρε μοι, του λέγει, μελάνι και χαρτί, διά να τον γράψω. Ο δε εντόπιος, δεν έχω, του λέγει, ούτε μελάνι, ούτε χαρτί. Και ο φαινόμενος ξένος, φέρε μοι, του είπε, μίαν πλάκα. Ο δε μοναχός, δραμών, εύρε πλάκα και του την έφερε. Λαβών δε ταύτην ο ξένος, έγραψεν επάνω εις αυτήν με τον εαυτού δάκτυλον τον ρηθέντα ύμνον, το “Άξιον Εστί”. Και, ω του θαύματος! Τόσον βαθέως εχαράχθησαν τα γράμματα επάνω εις την σκληράν πλάκα, ωσάν να εγράφησαν επάνω εις πηλόν απαλώτατον. Είτα λέγει τω αδελφώ· από της σήμερον και εις το εξής, ούτω να ψάλλετε και εσείς και όλοι οι ορθόδοξοι. Και ταύτα ειπών, έγινεν άφαντος· ήτον γαρ Άγιος Άγγελος, απεσταλμένος υπό Θεού, διά να αποκαλύψη τον αγγελικόν ύμνον τούτον και τη Μητρί του Θεού πρεπωδέστατον· μάλλον δε ήτον ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ως ρηθήσεται έμπροσθεν.

Αφ’ ου δε ήλθεν από την αγρυπνίαν ο γέροντας και εισήλθεν εις το κελλίον, αρχίζει ο υποτακτικός αυτού να ψάλλη το “Άξιον Εστί”, καθώς ο Άγγελος αύτω επαρήγγειλε· και ακολούθως δείχνει εις τον γέροντά του και την ρηθείσαν πλάκα με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. Ο δε, ταύτα ακούσας και ιδών, έμεινεν εκστατικός διά το τοιούτον θαυμάσιον. Και λοιπόν, λαβόντες και οι δύω την αγγελοχάρακτον εκείνην πλάκα, απήλθον εις το Πρωτάτον και δείξαντες αυτήν εις τε τον πρώτον του Αγίου Όρους και εις τους λοιπούς γέροντας της Κοινής Συνάψεως εδιηγήθησαν εις αυτούς άπαντα τα γενόμενα – οι δε, δοξάσαντες ομοφώνως τον Θεόν και ευχαριστήσαντες την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, διά το παράδοξον τούτο, ευθύς απέστειλαν την πλάκα εις την Κωνσταντινούπολιν, προς τε τον Πατριάρχην και τον Βασιλέα, σημειώσαντες εις αυτούς διά γραμμάτων άπασαν την υπόθεσιν του τοιούτου τερατουργήματος.

Από τότε δε και ύστερα, ο μεν αγγελικός αυτός ύμνος διεδόθη εις όλην την οικουμένην, διά να ψάλλεται εις την Θεομήτορα από όλους τους ορθοδόξους. Η δε αγία εικών της Θεοτόκου, η ευρισκομένη εις την εκκλησίαν του κελλίου εκείνου εν ω το τοιούτον γέγονε θαύμα, μετεφέρθη από τους πατέρας του Αγίου Όρους εις την εκκλησίαν του Πρωτάτου· και εις αυτήν ευρίσκεται έως της σήμερον, ενθρονισμένη επάνω του Ιερού Συνθρόνου, εντός του Αγίου Βήματος, επειδή και έμπροσθεν της εικόνος ταύτης εψάλθη πρώτον υπό του Αγγέλου ο ύμνος ούτος. Το δε κελλίον εκείνο έλαβε την επωνυμίαν να ονομάζεται “Άξιον Εστί”. Και ο λάκκος εκείνος, εις τον οποίον το κελλίον ευρίσκεται, ονομάζεται από όλους έως της σήμερον “Άδειν”, ο έστι ψάλλειν, διά το να εψάλθη πρώτον εις αυτόν ο Αγγελικός και Θεομητροπρεπής ούτος ύμνος».

Και συνεχίζει ο Άγιος Νικόδημος: «Ότι δε το θαύμα τούτο είναι πολλά παλαιόν και ότι ο Άγγελος όπου εφάνη ήτον ο Αρχάγγελος Γαβριήλ μαρτυρεί και το εν τοις τετυπωμένοις Μηναίοις γεγραμμένον, κατά την ενδέκατην του Ιουνίου μηνός, ούτω· “Τη αυτή ημέρα η Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν”. Επειδή γαρ, ως φαίνεται, εν τη ενδέκατη του Ιουνίου ηκολούθησε το τοιούτον θαυμάσιον, τούτου χάριν οι τότε πατέρες ετέλουν Σύναξιν και Λειτουργίαν κατ’ ενιαυτόν, εις τον ρηθέντα λάκκον, τον επονομαζόμενον Άδειν, εις μνήμην του θαύματος, τιμώντες και δοξάζοντες τον Αρχάγγελον Γαβριήλ· όστις καθώς απ’ αρχής έως τέλους εστάθη ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου και τροφεύς και διακονητής και χαροποιός αυτής ευαγγελιστής· ούτως υπηρέτησε και εις το να αποκαλύψη τον όντως Θεομητορικόν τούτον ύμνον, ως αυτώ μόνω κατά πάντα πρεπούσης της τοιαύτης διακονίας.

Και πάλαι μεν ο Δεσπότης των όλων Θεός έδωκε τας Δέκα Εντολάς εις τους Εβραίους, γεγραμμένας με τον εαυτού δάκτυλον, επάνω εις τας δύω λιθίνας πλάκας. Τώρα δε ο Άρχων των του Θεού Αγγέλων έδωκεν εις όλους τους ορθοδόξους τον πλέον γλυκύτερον και ερασμιώτερον ύμνον της Μητρός του Θεού, γεγραμμένον εις λιθίνην πλάκα με τον αρχαγγελικόν αυτού δάκτυλον.

Βλέπε δε και πως επληρώθη η προφητεία του θείου Γαβριήλ, οπού είπεν ότι να ψάλλωσι τον ύμνον τούτον όλοι οι ορθόδοξοι, διά τι τόσον κοινός και τόσον ποθεινός εγένετο ο Αρχαγγελοσύνθετος ούτος ύμνος εις όλους τους ορθοδόξους, ώστε όπου και αυτά τα μικρά παιδάρια των Χριστιανών ηξεύρουν και τον ψάλλουν μεγαλοφώνως την σήμερον, με μεγάλην χαράν της καρδίας των, εις δόξαν της Θεοτόκου· ης ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν της βασιλείας των ουρανών». Αμήν.

Ο ακριβής χρόνος της αγγελοφανείας

Για τον καθορισμό του χρόνου της αγγελοφανείας αυτής οδηγούμαστε από δύο σημαντικά στοιχεία: α) Στην τυπωμένη Ακολουθία του «Άξιον Εστί» αναφέρεται: «Το παρόν θαύμα εγένετο επί βασιλείας Βασιλείου και Κωνσταντίνου των αυταδέλφων, των και Πορφυρογεννήτων καλουμένων, υιών Ρωμανού του Νέου εν έτει σωτηρίω 980, Νικολάου δε Χρυσοβέργου πατριαρχούντος, εν έτει από κτίσεως κόσμου στυγ». Το έτος όμως στυγ (=6490) αντιστοιχεί με το σωτήριον έτος 982 (και όχι με το 980). Οι αυτοκράτορες που μνημονεύονται είναι οι Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025) και Κωνσταντίνος Η’ (1025-­1028).

β) Στο παραπάνω υπόμνημα αναφέρεται ότι το θαύμα έγινε ημέρα Κυριακή και ότι στα παλιά έντυπα Μηναία η σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν αναγράφεται την 11η Ιουνίου. Επειδή, όπως φαίνεται, την 11η Ιουνίου έγινε το θαύμα αυτό, τότε η ημερομηνία αυτή πρέπει να αναζητηθεί στο 982, έτος που η 11η Ιουνίου συμπίπτει με ημέρα Κυριακή.

Η λιτανεία της αγίας εικόνας

Τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα γίνεται στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου πανηγυρική Θεία Λειτουργία και ακολουθεί μεγαλοπρεπέστατη λιτανεία της θαυματουργής εικόνας, στα όρια της σκήτης των Καρεών, «μετά σκήπτρων και θείων εικόνων, λαμπαδοφορουμένων ιερέων και διακόνων, μετά μανουαλίων και μετά της του σύμπαντος μοναχικού ομηγύρεως, ψαλλόντων της λαμπράς τα μελίρρυτα άσματα και ευωχίαν παρακλήσεως εν ειθισμένοις τόποις ποιούμενων».

Η λιτάνευση και περιφορά της εικόνας γίνεται «διά την αγάπην την ιδικήν μας· ήτοι διά να αγιάζη τους οίκους μας· διά να ευλογή τους καρπούς μας· διά να διώκη κάθε βλαβερόν ζωύφιον από τους κήπους και αμπελώνας και δένδρα μας και τελευταίον διά να καθαρίζη τον αέρα από κάθε νοσηράν αναθυμίασιν και ούτω να ποιή αυτόν εύκρατον εις την υγείαν των σωμάτων μας».

Συμμετέχουν ο χοροστατών αρχιερεύς, η Ιερά Επιστασία, οι πολιτικές Αρχές και πλήθος κόσμου, που συρρέει από τα διάφορα μέρη του Όρους, από τα μοναστήρια, από τις σκήτες και ιδιαίτερα από τα πέριξ των Καρεών κελλία, δείχνοντας έτσι τη θερμή ευλάβεια και τον σεβασμό προς την Κοινή Προστάτιδα, Φρουρό και Φύλακα του Ιερού Τόπου Κυρία Θεοτόκο. Προπολεμικά, ο αριθμός των ανθρώπων που ακολουθούσαν τη λιτανεία ξεπερνούσε τις δύο χιλιάδες.

Η διαδρομή της λιτανείας από αρχαιοτάτων χρόνων είναι καθορισμένη και στο Τυπικό της εκτίθεται με κάθε λεπτομέρεια. Στους διάφορους σταθμούς της λιτανείας γίνονται ποικίλες εκφωνήσεις και διάφορες ευχές προς αποτροπή νόσων και επιδημιών που επιπολάζουν στους ανθρώπους και στην καλλιεργούμενη φύση, καθώς και στα ζώα.

Όλοι οι μοναχοί έχουν πόθο να διαβεί η χαριτόβρυτη εικόνα κι από τα όρια των δικών τους κελιών, για να τα ευλογήσει με το πέρασμά της. Σε κάθε κελί διαβάζεται το σχετικό Ευαγγέλιο και ψάλλεται το τροπάριο του αγίου στο όνομα του οποίου τιμάται το κελί.

Θαύματα της εικόνας κατά τη λιτανεία

Στα παραπάνω Τυπικά μνημονεύονται και τα εξής εξαίσια σημεία που έδειξε ο Θεός: Το έτος 1508 οι μοναχοί του διονυσιάτικου κελίου του Αγίου Στεφάνου, την ώρα της λιτανείας, εγκατέλειψαν το κελί, κρύφτηκαν και δεν υποδέχτηκαν την εικόνα της Θεοτόκου, ούτε περιποιήθηκαν τους λιτανεύοντες μοναχούς. Το ίδιο βράδυ δυνατή βροχή και χαλάζι αφάνισαν τ’ αμπέλια τους, τα δένδρα και τους κήπους τους, ενώ των γειτόνων τους έμειναν «σώα και ευθαλή». Οι μοναχοί, συναισθανθέντες την αμαρτία τους, έσπευσαν στη Μονή Διονυσίου και ανήγγειλαν το γεγονός στον Άγιο Νήφωνα, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, που βρισκόταν τότε εκεί. Εκείνος τους επιτίμησε ανάλογα και την επόμενη χρονιά υποδέχτηκαν με τιμή την εικόνα, περιποιήθηκαν τους μοναχούς και πέφτοντας στη γη ζήτησαν συγχώρεση για την περσινή τους συμπεριφορά,

Και οι μοναχοί της Μονής Κουτλουμουσίου δύο φορές δεν έλαβαν μέρος στη λιτανεία, λέγοντας ότι «ημείς μοναστήριον μέγιστον έσμεν και οφείλομεν ιδίως λιτανεύειν, ως και τα άλλα μοναστήρια, και την αρχαίαν ταύτην παράδοσιν των πατέρων ου ποιούμεν». Και «ευθύς η οργή του Θεού ανέβη επ’ αυτούς». Την πρώτη φορά οι αλλόφυλοι τους έκαψαν το καράβι του μοναστηριού και τον αρσανά και τη δεύτερη η νεόδμητη τράπεζα του μοναστηριού μαζί με άλλα κτίσματα κατέπεσαν «αθρόως ως τα ιεριχούντια τείχη».

 

Η εικόνα και το ελληνικό έθνος

Στις 3 Οκτωβρίου 1913, οι Αγιορείτες μοναχοί, αφού έκαναν εκτενή δέηση με ολονύκτια αγρυπνία στον Ναό του Πρωτάτου, συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα «της αιωνίου και αδιασπάστου ενώσεως μετά της Μητρός Ελλάδος», το οποίο υπέγραψαν οι ηγούμενοι και οι προϊστάμενοι των μοναστηριών, αφού πρώτα έβαζαν τρεις μετάνοιες μπροστά στην «εφέστιο των εφεστίων» εικόνα του Αγίου Όρους και κατασπάζονταν με βαθύτατη συγκίνηση και δάκρυα την πανάχραντο Δέσποινα και έφορο του Άθω. Το έγγραφο αυτό καθαρογράφτηκε, σφραγίστηκε απ’ τη Κοινότητα και τα μοναστήρια και στάλθηκε το μεν πρωτότυπο στον βασιλέα Κωνσταντίνο, «τον επί του Αγίου Όρους διάδοχον των αοιδίμων Αυτοκρατόρων, των ιδρυτών των ιερών μονών», αντίγραφα δε στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, σε όλες τις κυβερνήσεις των Ορθοδόξων κρατών και στα μέλη «της εν Λονδίνω Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως».

Η εικόνα του «Άξιον Εστί» τυπώθηκε και στις επίσημες ομολογίες του εθνικού αγιορείτικου δανείου του 1931, μετά την ανεκτίμητη προσφορά από τα μοναστήρια του μεγαλύτερου μέρους των αγιορείτικων μετοχίων προς αποκατάσταση των ακτημόνων και των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Το 1963, με αφορμή τον επίσημο εορτασμό της χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, η πάνσεπτη εικόνα, με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος και με τη συνοδεία μητροπολιτών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, των αντιπροσώπων των μονών, των διακονητών του Πρωτάτου κ.ά., μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την υποδέχτηκαν με εξαιρετικές τιμές, βαθύτατη ευλάβεια και συγκίνηση. Πλήθος πιστών της πρωτεύουσας είχαν έτσι την ευκαιρία να προσκυνήσουν τη σεβάσμια και ιστορική εικόνα, που για πρώτη φορά έβγαινε από το ιερό λίκνο της.

Στην εκκλησία του Πρωτάτου γίνονταν ημέρα και νύκτα οι Ακολουθίες και συνεχίζονται αδιάκοπα οι παρακλήσεις και δεήσεις των μοναχών προς την Καρεώτισσα Θεοτόκο.

 

Πηγή: Ιουστίνου ιερομ. Σιμωνοπετρίτου, «Άξιον Εστίν» – Η θαυματουργή εικόνα του Πρωτάτου, Αγιορείτικα Τετράδια 1

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ