Του Ιωσήφ Κόκκινου
Νέα αδιέξοδα προκαλεί το Κτηματολόγιο για πολλές Μητροπόλεις σε όλη τη χώρα, καθώς για χιλιάδες στρέμματα, κυρίως δασικών εκτάσεων, αμφισβητείται το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Για τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο (ΔΙΣ), η οποία συζήτησε το θέμα μετά και την ανάρτηση των δασικών χαρτών για πολλές περιοχές της χώρας, το θέμα δεν είναι τα όποια προβλήματα, αλλά το κόστος των ενστάσεων. Όπως ανακοινώθηκε, το ύψος του ειδικού τέλους άσκησης αντιρρήσεων κατά του περιεχομένου αναρτημένου δασικού χάρτη, για κάθε υποβαλλόμενη αντίρρηση και ανάλογα με το εμβαδόν της έκτασης της οποίας αμφισβητείται ο χαρακτήρας με αυτή, καθορίζεται ως εξής:
1) έως 1.000 τ.μ. 45 ευρώ
2) από 1.000 τ.μ.-5.000 τ.μ 135 ευρώ
3) από 5.000 τ.μ.-20.000 τ.μ 450 ευρώ
4) από 20.000 τ.μ.-100.000 τ.μ 900 ευρώ
5) από 100.000 τ.μ.-300.000 τ.μ 1.800 ευρώ και
6) από 300.000 τ.μ. και άνω 3.600 ευρώ.
Επειδή όμως στην περίπτωση της Εκκλησίας είναι εκατοντάδες χιλιάδες τα στρέμματα για τα οποία πρέπει να κατατεθούν ενστάσεις, το κόστος είναι δυσβάσταχτο, ειδικά για φτωχά μοναστήρια και ναούς. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είναι τεράστιος ο κίνδυνος να χαθούν εκτάσεις και να περάσουν σε δήμους ή στο Δημόσιο.
Για την αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης, η Σύνοδος αποφάσισε να υπάρξουν επαφές με τα αρμόδια υπουργεία, ώστε να βρεθεί μια φόρμουλα για μείωση του κόστους των ενστάσεων. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι με την ανάρτηση των δασικών χαρτών ανοίγει ο δρόμος για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας υπέρ των αδυνάτων. Πριν από λίγες μέρες, κατά την ημερίδα νομικών συμβούλων της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είχε ως θέμα «Εκκλησιαστική Περιουσία – Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας», ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε πως η Εκκλησία έχει την καλύτερη διάθεση για συνεργασία. Ο ίδιος αναφέρθηκε σε βασικές υποθέσεις, όπως το εκκλησιαστικό κτηματολόγιο, υπογραμμίζοντας πως η Εκκλησία έχει καλή διάθεση συνεργασίας προκειμένου από κοινού με το κράτος να αντιμετωπίσουν τα όποια προβλήματα. «Δεν αποβλέπουμε σε τίποτα άλλο παρά στο να ωφελήσουμε την κοινωνία και τους ανθρώπους» .
Στη συνέχεια, ο κ. Ιερώνυμος επανέλαβε για ακόμη μία φορά ότι «μιλάμε για μια περιουσία που είναι στο όνειρο και τη φαντασία. Μια περιουσία που είναι δεσμευμένη». Αναφερόμενος στον νόμο για τα δάση, έφερε το παράδειγμα μοναστηριών στη Βοιωτία, λέγοντας ότι οι υπηρεσίες διαχώρισαν εκκλησιαστικές από εθνικές γαίες. Για τους δασικούς χάρτες, είπε ότι στη χειρότερη περίπτωση η Εκκλησία ή θα πρέπει να αρνηθεί την ιδιοκτησία ή να προχωρήσει στην ένσταση καταβάλλοντας 40 ευρώ ανά στρέμμα. Μίλησε, επίσης, για τον νόμο του 1952 και περιέγραψε τις δυσχέρειες στην ορθή εφαρμογή του, που σκοπό είχε να βοηθηθούν οι μικρογεωργοί και οι μικροκτηνοτρόφοι, αλλά διερωτήθηκε αν τελικά το κράτος έδωσε τις απαλλοτριωμένες γαίες για αυτόν τον σκοπό. Εφερε ως παράδειγμα μια έκταση 58 στρεμμάτων που δόθηκαν για τακτοποίηση μικροκτηνοτρόφων, αλλά η έκταση δόθηκε τελικά στον τοπικό δήμο και σήμερα έχει γίνει τουριστικό κέντρο.
Περιέγραψε, επίσης την εμπειρία των εκκλησιαστικών απαλλοτριώσεων, οι οποίες, όμως, δεν είχαν αποτέλεσμα, όπως στην περίπτωση της δημιουργίας του ΟΔΕΠ, ενώ μίλησε για απαλλοτριώσεις που δεν έχουν αποδοθεί και χαρακτηρίζονται άκυρες. Για τον λόγο αυτόν κάλεσε την Πολιτεία να προσέλθει στο τραπέζι του διαλόγου με την Εκκλησία, με καλή πίστη, σημειώνοντας ότι «δεν ερχόμαστε να διεκδικήσουμε περιουσία, αλλά να έρθουμε σε συνεννόηση για το πού βρισκόμαστε».
Απαντώντας, τέλος, στο ερώτημα: «Ποια είναι η εκκλησιαστική περιουσία;», τόνισε: «Κάποτε, απαντώντας σε ερώτηση, είπα ότι όλο αυτό το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι ένα παραμύθι. Και πραγματικά, αν την αφήσουμε στη σημερινή της κατάσταση, είναι ένα παραμύθι, ένα κάρβουνο. Αν, όμως, θελήσουμε να συνεργαστούμε Εκκλησία και Πολιτεία πάνω στις σωστές βάσεις και αν λύσουμε τα προβλήματα που υπάρχουν και με τα οποία είναι δεμένη αυτή η περιουσία, τότε μπορεί αυτό το παραμύθι να γίνει ιστορία και να βοηθήσει. Οταν λέμε Εκκλησία, δεν εννοούμε τα πρόσωπα, αλλά τον φορέα, και όταν λέμε Πολιτεία, εννοούμε τον λαό. Αυτή η περιουσία είναι του λαού μας». Ο ίδιος σημείωσε πως «μέσα από τις εισηγήσεις αναδεικνύεται η ανάγκη άμεσα η Εκκλησία να καταρτίσει έναν επίσημο φορέα, δυνατό για αυτό το θέμα, αλλά και η Πολιτεία να ακούσει όλα τα προβλήματα και από κοινού να συνεργαστούμε, ώστε να είναι το όφελος για την πατρίδα μας μεγάλο».