Της Ελένης Παππά
Η ρήξη χρονολογείται από το 1972, όταν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας επιχείρησε την εξομάλυνση των σχέσεων με την Καθολική Εκκλησία. Είχε προηγηθεί η συνάντηση του Πατριάρχη με τον Πάπα Παύλο ΣΤ’ στα Ιεροσόλυμα, το 1964, η οποία είχε ενοχλήσει τους Ορθόδοξους ζηλωτές σε όλο τον κόσμο. Από το 1972 η Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους ανέλαβε να σηκώσει το βάρος της «καθαρότητας της πίστης», διακόπτοντας τη μνημόνευση του Αθηναγόρα. Από τότε έγιναν πολλά και η διαμάχη μεταξύ της Μονής, της διοίκησης του Άθω, του υπουργείου Εξωτερικών και του Οικουμενικού Πατριαρχείου κορυφώθηκε την τελευταία δεκαπενταετία, με τη Δικαιοσύνη και την Αστυνομία να επιχειρούν να κλείσουν το ζήτημα.
Μάλιστα, το 2013 γύρω από το μοναστήρι έγιναν πολλά επεισόδια (έως και χρήση Μολότοφ), για τα οποία ο ηγούμενος της μονής τιμωρήθηκε και 20 χρόνια φυλακή!
Η ποινή φυλάκισης ξάφνιασε πολλούς και τώρα αυτό που απομένει είναι η σύλληψη του ηγουμένου κ. Μεθόδιου. Πόσο εύκολο είναι, όμως, αυτό;
Στην Εσφιγμένου σήμερα υπάρχουν περίπου 120 μοναχοί, οι οποίοι δεν ανοίγουν τις πόρτες σε κανέναν. Δεν βγαίνουν από εκεί και είναι αποφασισμένοι για όλα.
Το χρονικό της ρήξης
Το 1972, όταν η αδελφότητα της Μονής, με ηγούμενο τον Αθανάσιο, διέκοψε κάθε σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και τις άλλες Μονές του Αγίου Όρους, έγινε λόγος για καταστρατήγηση του Συντάγματος της Ελλάδας και παραβίαση του ειδικού καθεστώτος του Αγίου Όρους, το οποίο προβλέπει ότι όλες οι Μονές του υπάγονται στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία (Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως), δεν επιτρέπεται να ζουν εκεί ετερόδοξοι ή σχισματικοί, ενώ κάθε προσηλυτιστική και προπαγανδιστική ενέργεια, ηθική, θρησκευτική, εκκλησιαστική, κοινωνική, εθνικιστική και οιασδήποτε άλλης φύσεως, απαγορεύεται, η δε ποινή που προβλέπεται είναι αυτή της απέλασης.
Το 1974, ύστερα από παρέμβαση της Ιεράς Επιστασίας και με τη σύμφωνη γνώμη του Φαναριού, η μονή επί μήνες παρέμεινε αποκλεισμένη και κανείς δεν μπορούσε να μπει και να βγει, ακόμη και αν υπήρχε σοβαρή ανάγκη για γιατρό. Τότε είχε διακοπεί ακόμη και η τηλεφωνική επικοινωνία.
Μετά την κοίμηση του Αθανάσιου ανέλαβε ο Ευθύμιος, ο οποίος συνέχισε την πολιτική του προκατόχου του.
Το 1999, και ύστερα από την κοίμηση του Ευθύμιου, ηγούμενος εξελέγη ο Μεθόδιος Παπαλαμπρακόπουλος, ο οποίος υπερασπίστηκε τη στάση της Μονής με σθένος.
Η εκλογή του Βαρθολομαίου δεν σήμανε τίποτε για τη μονή, οπότε μπήκαμε σε έναν νέο κύκλο άσκησης πίεσης στους μοναχούς, που ύψωσαν λάβαρα και μαύρες σημαίες.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ζήτησε την αποκατάσταση της τάξης και την εκδίωξη των μοναχών με κάθε τρόπο. Όσες φορές, όμως, επιχείρησε να παρέμβει η Αστυνομία, έγιναν επεισόδια με τη συμμετοχή και λαϊκών υποστηρικτών της κοινότητας, ενώ σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό δημιουργήθηκαν ομάδες φίλων της Μονής Εσφιγμένου, οι οποίες προσπάθησαν να στηρίξουν με κάθε τρόπο τους μοναχούς.
Το 2002, η διοίκηση του Αγίου Όρους κάλεσε μοναχούς σε ακρόαση, αυτοί όμως δεν ανταποκρίθηκαν, με αποτέλεσμα το Φανάρι να τους κηρύξει σχισματικούς, ζητώντας από την Ιερά Κοινότητα και από το υπουργείο Εξωτερικών την απέλασή τους.
Τότε μπήκε και το ζήτημα της διαχείρισης της περιουσίας της Μονής και κάποιοι υποστήριξαν ότι αγνοούνταν η τύχη σημαντικών κειμηλίων. Οι μοναχοί αρνήθηκαν κάθε έλεγχο.
Οι μοναχοί προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο όμως απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης.
Η ιερά κοινότητα το 2005 όρισε νέα διοίκηση της μονής, η οποία εγκαταστάθηκε στις Καρυές.
Ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, που θεωρούνταν για τις Αρχές νόμιμος επικεφαλής της Μονής Εσφιγμένου, με εξώδικο προς τη διοίκηση του Αγίου Όρους, επεσήμανε: «Εδώ και τρία χρόνια τουλάχιστον η αδελφότητά και τα όργανα διοικήσεως, περιμένοντας τους καταληψίες των κτιρίων να συμμορφωθούν στις ποινικές αποφάσεις εις βάρος τους, είναι αναγκασμένα να περιορίζουν τη στέγασή τους στο ελεύθερο τμήμα του αντιπροσωπείου και σε προκατασκευασμένο πρόχειρο οίκημα εντός του οικοπέδου στις Καρυές. Οι μόνοι χώροι για την κάλυψη των αναγκών μας που προσφέρονται είναι τα κατειλημμένα παρακείμενα δύο κτίσματα. Στους χώρους αυτούς προτίθεμαι να εγκαταστήσω προσωρινά την υπηρεσία της Γραμματείας και κελιά μοναχών. Για την εγκατάστασή μας στους χώρους αυτούς απαιτούνται εργασίες αποκατάστασης. Λόγω έλλειψης πόρων, ως μοναδική ευκαιρία παρουσιάστηκε η ένταξη του έργου στο πρόγραμμα ΕΣΠΑ».
Στις 29 του Ιουλίου του 2013 και έπειτα από νέα σχετική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, η οποία απαιτούσε την παράδοση των προς ανακαίνιση κτισμάτων στους δικαιούχους τους, δικαστικός επιμελητής ανέλαβε την έξωση των καταληψιών μοναχών από τα επίδικα κτίρια της Μονής Εσφιγμένου στις Καρυές. Στην έκθεσή του αυτός ανέφερε: «Μετέβηκα στα προς εκτέλεση επίδικα ακίνητα όπου βρήκα τις πόρτες κλειστές, στα παράθυρα του ορόφου των κτισμάτων βρίσκονταν άνθρωποι που μου ζητούσαν να απομακρυνθώ. Τους έκανα γνωστή την ταυτότητά μου και τον λόγο της επίσκεψής μου, αυτοί δε μου δήλωσαν ότι δεν αναγνωρίζουν την απόφαση του ελληνικού δικαστηρίου και πως αυτή είναι παράνομη». Παρακάτω σημείωνε: «Κάλεσα τον χειριστή του οχήματος (bob cut) να παραβιάσει τη θύρα. Στην απόπειρα της παραβίασης ένας εκ των ανθρώπων που βρίσκονταν στα παράθυρα και φορούσαν ράσα εκτόξευσε εναντίον μου, των παρόντων μαρτύρων και του οχήματος τρεις Μολότοφ, καθώς και έναν εκρηκτικό μηχανισμό».
Οι δυνάμεις της Αστυνομίας που έφθασαν στο σημείο δεν κατάφεραν αποκαταστήσουν την τάξη και, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, απομάκρυνε τον δικαστικό επιμελητή.
Στη 18η ιεραρχία των αγιορείτικων μονών ανήκει η Μονή Εσφιγμένου, που είναι παραθαλάσσια και βρίσκεται βορειοανατολικά της Αθωνικής χερσονήσου. Οι ιστορικές πηγές μαρτυρούν την ύπαρξη ιεράς μόνης με το όνομα αυτό ήδη από τον 10ο αιώνα μ.Χ.. Κι ενώ η παράδοση θέλει την εν λόγω μονή να ιδρύθηκε από την αυτοκράτειρα Πουλχερία (408-450 μ.Χ.), οι ιστορικοί συμφωνούν στο ότι τον 14ο αιώνα επισημοποιήθηκε η ύπαρξη μοναστηριού στη συγκεκριμένη περιοχή με αυτό το όνομα, με ηγούμενο μάλιστα τον Γρηγόριο Παλαμά. Σε αυτό το μοναστήρι, επίσης, έζησε για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα ο Πατριάρχης Αθανάσιος Α’.
Αναμφισβήτητα, πρόκειται για ένα ιστορικό μνημείο, το οποίο έχει ερημωθεί πολλές φορές από πειρατικές επιδρομές, κυρίως εκ των Αγαρηνών, αλλά απέκτησε σημαντική δύναμη μετά τον 18ο αιώνα. Το καθολικό κτίστηκε το 1810 μ.Χ. σε θέση παλαιότερου ναού, που κατεδαφίστηκε, ενώ η αγιογράφηση έγινε από τους Γαλατσάνους ζωγράφους το 1811 και το 1812 μ.Χ.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, μάλιστα, η Μονή Εσφιγμένου κατελήφθη από τους Τούρκους, οι οποίοι και προκάλεσαν πολύ μεγάλη καταστροφή, εκτελώντας μεγάλο μέρος της αδελφότητας, λεηλατώντας και προκαλώντας πολλές υλικές ζημιές.
Μετά την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που υπέστη κατά τη διάρκεια εκείνων των χρόνων, η Μονή Εσφιγμένου μετατράπηκε σε μουσείο, στο οποίο φυλάχτηκαν πολλά βυζαντινά και μεταβυζαντινά κειμήλια, εικόνες, σπάνια χειρόγραφα και πολλά άλλα. Το πιο σημαντικό κειμήλιο για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία είναι η ψηφιδωτή εικόνα του Ιησού.