Της Ελένης Παπά
Πριν από λίγες μέρες ο μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, κ.κ. Αμβρόσιος, ανακοίνωσε ότι τον επόμενο χρόνο θα παραιτηθεί του θρόνου του. Ο Σεβασμιότατος πήρε αυτή την απόφαση φοβούμενος μήπως οι δυνάμεις του τον εγκαταλείψουν και δεν θα μπορεί να ασκήσει το καθήκοντά του πλήρως. Πριν από λίγους μήνες παραιτήθηκε αν και ήταν ακμαιότατος ο Μητροπολίτης Άρτης, κ.κ. Ιγνάτιος, εκφράζοντας την επιθυμία να τον διαδεχτεί ο πρωτοσύγκελος της μητροπόλεώς του, κ. Θεολόγος. Άλλο ένα παράδειγμα παραίτησης μητροπολίτου, είναι αυτό το πρώην Ζακύνθου, κ.κ. Χρυσόστομου, το 2011 σε ηλικία 72 χρόνων.
Πριν λίγο καιρό είχε ανακοινωθεί μία ακόμη παραίτηση, αυτή του Σταγών και Μετεώρων, κ.κ. Σεραφείμ (ο οποίος δυστυχώς αποδήμησε πρόσφατα), ο οποίος είχε δείξει για διάδοχό του τον πρωτοσύγκελο της Μητρόπολης, Αρχιμανδρίτη, Νήφωνα Καψάλη.
Μια στάση που πυροδότησε για μια ακόμη φορά νέο κύκλο συζητήσεων για το πόσο μπορεί εν ζωή ιεράρχης να παραιτείται υπέρ κάποιου προσώπου. Στην περίπτωση του Άρτης η Σύνοδος στην ουσία απέρριψε την πρότασή του, εκλέγοντας τελικά τον κ.κ. Καλλίνικο, προκαλώντας πικρία τόσο στον απερχόμενο μητροπολίτη όσο και στους ντόπιους, οι οποίοι είχαν εκφραστεί θετικά υπέρ της πρότασης του κ. Ιγνάτιου.
Τότε, πολλοί μητροπολίτες είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους υποστηρίζοντας πως κανείς ιεράρχης δεν μπορεί να προτείνει το διάδοχό του, γιατί με τον τρόπο αυτό ακυρώνει στην ουσία το συνοδικό σύστημα και τη δυνατότητα που δίνει στην ιεραρχία να εκλέγει με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος.
Σήμερα, στην Εκκλησία της Ελλάδος 30 μητροπολίτες είναι άνω των 70 ετών και βεβαίως δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι κάποιοι από αυτούς θα παραιτηθούν υπέρ των εκλεκτών τους.
Κατά το παρελθόν είχαν ανοίξει πολλές φορές συζητήσεις για το όριο ηλικίας των μητροπολιτών, αλλά ποτέ αυτές δεν είχαν αποτέλεσμα αφού η καθιέρωση ορίου ηλικίας προσκρούει σε Ιερούς Κανόνες και στην παράδοση που προβλέπει την ισοβιότητα του επισκόπου.
Σήμερα, η ηλικιακή σύνθεση της Ιεραρχίας έχει ως εξής: Τριάντα (από τους συνολικά ογδόντα έναν) μητροπολίτες είναι άνω των 70 ετών, δεκαέξι ιεράρχες δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους και μόλις πέντε το 47ο. Υπάρχουν, όμως, και οι κατά πολύ γηραιότεροι όπως ο μητροπολίτης Καρυστίας, κ.κ. Σεραφείμ, ο οποίος έχει γεννηθεί το 1929, ενώ ακολουθούν οι μητροπολίτες Μηθύμνης, κ.κ. Χρυσόστομος (1930), Παραμυθίας, κ.κ. Τίτος (1931), Ηλείας, κ.κ. Γερμανός (1932), Φλωρίνης, κ.κ. Θεόκλητος (1932), Μάνης, κ.κ. Χρυσόστομος (1933), Λήμνου, κ.κ. Ιερόθεος (1934), Θεσσαλονίκης, κ.κ. Άνθιμος (1934), Θήρας, κ.κ. Επιφάνιος (1934), Περιστερίου, κ.κ. Χρυσόστομος (1935), Μαντινείας, κ.κ. Αλέξανδρος (1936), Κονίτσης, κ.κ. Ανδρέας (1939), Φιλίππων, κ.κ. Προκόπιος (1939).
Κατά το παρελθόν είχαν ανοίξει πολλές φορές συζητήσεις για το όριο ηλικίας των μητροπολιτών, αλλά ποτέ αυτές δεν είχαν αποτέλεσμα αφού η καθιέρωση ορίου ηλικίας προσκρούει σε Ιερούς Κανόνες και στην παράδοση που προβλέπει την ισοβιότητα του επισκόπου.
Στην Εκκλησία η άποψη που κυριαρχεί είναι απλή: Η ανανέωση και η σύγχρονη σκέψη δεν έχει να κάνει με την ηλικία, αλλά τις γνώσεις και την ικανότητα που έχει κάποιος ιεράρχης να προσαρμόζεται στα σημερινά δεδομένα και στις σύγχρονες ανάγκες.
Πίσω, όμως, από το ισόβιο των μητροπολιτών κατά το παρελθόν είχαν προκύψει σοβαρά προβλήματα, αφού πολλοί λόγω της κατάστασης της υγείας τους δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους με αποτέλεσμα η Σύνοδος να αναγκάζεται να συγκροτεί ειδικές επιτροπές, οι οποίες εξέταζαν την ικανότητα του ιεράρχη να ανταποκριθεί στις ανάγκες της διοίκησης.
Αυτή η κατάσταση και στο παρελθόν, αλλά και σήμερα απασχολεί τον Αρχιεπίσκοπο ο οποίος δεν θα είχε αντίρρηση να υπάρχει όριο ηλικίας.
Με αφορμή την παραίτηση του μητροπολίτη Ζακύνθου, κ.κ. Χρυσόστομου, ο κ. Ιερώνυμος είχε σχολιάσει: «η μέση λύση είναι, ίσως και η καλύτερη, ούτε κάποιος να σέρνεται, ούτε κάποιος να παραιτείται νέος…».
Κάτι ανάλογο υποστήριζε και ο μακαριστός Χριστόδουλος, ο οποίος αν και προσπάθησε να βρει λύση για τις περιπτώσεις εκείνες που κάποιος μητροπολίτης δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, τότε πολλοί ιεράρχες υποστήριζαν ότι μετά την παραίτησή τους δεν θα είχαν έναν χώρο να μείνουν. Για το λόγο αυτό, ο μακαριστός Χριστόδουλος είχε αποφασίσει τη δημιουργία γηροκομείου για τους υπερήλικες ιεράρχες. Έργο, το οποίο τελικά δεν προχώρησε.
Σε μια προσπάθεια να αποφεύγονται προβλήματα που οφείλονται στην ηλικία των ιεραρχών η Εκκλησία ενεργοποιεί κατά καιρούς, την ειδική επιτροπή (συμμετέχουν και καθηγητές Ιατρικών Σχολών), της οποίας η αποστολή είναι να εξετάζει την κάθε υπόθεση προσεκτικά και στο τέλος να αποφαίνεται εάν ο ιεράρχης είναι ή όχι ικανός να ανταπεξέλθει στα λειτουργικά και διοικητικά του καθήκοντα.
Σύμφωνα και με τα όλα όσα προβλέπονται στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας: «Μητροπολίτης μη δυνάμενος να εκτελεί τα καθήκοντα αυτού δια νόσον ή γήρας δικαιούται να υποβάλλει κανονικὴν παραίτησιν». Επίσης, προβλέπεται ότι «Μητροπολίτης καταστὰς ανίκανος προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του και μη υποβαλὼν παραίτησιν απαλλάσσεται τούτων κατόπιν αποφάσεως ειδικής Επιτροπής».
Παλαιότερα, η Ιερά Σύνοδος είχε στείλει ειδική επιτροπή στη μητρόπολη Αιτωλοακαρνανίας, ώστε να διαπιστώσει την κατάσταση της υγείας του τότε μητροπολίτη Θεόκλητου ο οποίος μέχρι και την τελευταία στιγμή αρνούνταν να εγκαταλείψει τον επισκοπικό του θρόνο.
Σε αντίθεση με την Ελλαδική Εκκλησία, στην Καθολική, οι επίσκοποι την ημέρα που συμπληρώνουν το 75ο έτος ζωής τους, υποβάλλουν στον πάπα Ρώμης την παραίτησή τους από τη διοίκηση της επισκοπής.
Όριο ηλικίας έχει καθιερωθεί και στο Πατριαρχείο της Μόσχας, του οποίου οι επίσκοποι δεν ξεπερνούν σε ηλικία τα 75 έτη. Κάτι ανάλογο ισχύει, χωρίς ωστόσο να είναι υποχρεωτικό, και στην Εκκλησία της Πολωνίας.
Για την ιστορία, πάντως στην Ελλαδική Εκκλησία η πρώτη φορά όπου εφαρμόστηκε το μέτρο του ορίου ηλικίας ήταν το 1923, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τότε, η Ιεραρχία κλήθηκε να εφαρμόσει την απόφαση του Πλαστήρα περί εκθρονισμού των εν ενεργεία αρχιερέων, οι οποίοι υπερέβησαν το 65ο έτος της ηλικίας τους. Ωστόσο, η Ιεραρχία καθόρισε το 70ό έτος, εφαρμόζοντας το θεσμό των βοηθών επισκόπων για τους μητροπολίτες που είχαν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους.
Το μέτρο ενεργοποιήθηκε και το 1966 όπου οι μητροπολίτες έπρεπε να απομακρύνονται από τα ποιμαντικά τους καθήκοντα μόλις συμπλήρωναν το 80ό έτος. Υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από τους ιεράρχες που προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς ωστόσο να δικαιωθούν.
Το 1967 με αναγκαστικό νόμο της χούντας επιβλήθηκε όριο ηλικίας και στον Αρχιεπίσκοπο και λίγο αργότερα κηρύχθηκε ο θρόνος εν χηρεία. Το 1968 Συντακτική Πράξη όρισε ότι όσοι συμπληρώνουν 40 χρόνια ιεροσύνης, εκ των οποίων τα 30 αρχιερατείας, αυτοδικαίως αποχωρούν. Τα όρια ηλικίας καταργήθηκαν το 1974.