Στον Γιώργο Θεοχάρη
Τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια. Μια ολόκληρη ζωή η πνευματική σχέση του γνωστού ποινικολόγου των Αθηνών Σάκη Κεχαγιόγλου με την αθωνική πολιτεία. Ανείπωτες εμπειρίες ζωής, στιγμές απόλυτης αγαλλίασης και δέους έζησε με γέροντες της αγιορείτικης γης, εκεί που ακόμα κι η φύση σε ταξιδεύει σε άλλους κόσμους. Το ρολόι εκεί δείχνει να έχει σταματήσει κάποιες δεκάδες χρόνια πίσω. Από φοιτητής μέχρι σήμερα ο 55χρονος μεγαλοδικηγόρος των Αθηνών δεν έπαψε ποτέ να επισκέπτεται το Άγιον Όρος, όπου είχε την τύχη να συνομιλήσει με τον Άγιο Παΐσιο, να γνωρίσει φωτισμένους γέροντες και να αποκτήσει πνευματικό πατέρα, ο οποίος, όπως εξομολογείται στην «Αγιορείτικη Κιβωτό», τον έσωσε από πολλούς κοσμικούς κινδύνους που συνάντησε στον επαγγελματικό και τον προσωπικό στίβο της ζωής του.
Κύριε Κεχαγιόγλου, κατ’ αρχήν, πώς βρεθήκατε στο Άγιον Όρος; Τι σας παρακίνησε να επισκεφτείτε το «περιβόλι της Παναγίας»;
Πρώτη φορά ήταν το 1980. Ήμουν 19 ετών, φοιτητής της Νομικής Θεσσαλονίκης και με μία παρέα συμφοιτητώ, θελήσαμε να επισκεφτούμε για πρώτη φορά το Άγιον Όρος. Είχα ακούσει, είχα διαβάσει, είχα γνωρίσει ως νεότερος μαθητής μοναχούς, αλλά και ιερείς που μας έλεγαν για το Όρος και είχα πόθο ψυχής. Για μένα λοιπόν ήταν θρησκευτική, ιστορική εμπειρία. Είχα ακούσει ότι το Βυζάντιο είναι ζωντανό στο Όρος, ενώ ως μαθητής του Δημοτικού μεγάλωσα με «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου» της Πηνελόπης Δέλτα και με το «Για την πατρίδα» είχα εικόνα της ιστορίας του τόπου και του Βυζαντίου. Έτσι, είχα λαχτάρα να δω αν πραγματικά υπάρχει ένα κομμάτι του Βυζαντίου που πάγωσε στον χρόνο, έστω σε κάποια του τμήματα.
Και τι διαπιστώσατε;
Πήγαμε λοιπόν την άνοιξη του ’80. Ξεκινήσαμε από τη Μονή Φιλοθέου, όπου ήταν ένας ωραίος άνθρωπος, ο πατήρ Μακάριος. Ήταν η πρώτη μου επαφή με το Όρος. Ένας πολύ χαμογελαστός άνθρωπος, διαλεκτικός, αλλά και μέσα στον κόσμο ουσιαστικά και στα προβλήματα της νεολαίας. Ήξερε να μιλήσει και να συζητήσει. Εμείς ήμασταν διψασμένοι για συζήτηση και εκεί γνώρισα και τον τότε ηγούμενο της Φιλοθέου, τον πατέρα Εφραίμ, ο οποίος τώρα είναι στην Αριζόνα. Από εκεί περπατήσαμε επτά ώρες πάνω στο βουνό και φτάσαμε από την άλλη μεριά, στη Σιμωνόπετρα. Τότε μπορούσα και περπατούσα στα 19 μου επτά ώρες με τα πόδια…
Να μείνουμε λίγο στον π. Εφραίμ της Αριζόνας. Πώς ήταν η συζήτηση, τι είπατε; Ποια ήταν η εικόνα που είχατε από αυτόν τον άνθρωπο;
Η αλήθεια είναι ότι εξομολογήθηκα, δεν είχα συζήτηση μαζί του. Δεν ήταν μεγάλη η συζήτηση. Ακουγε στην εξομολόγηση, δύο-τρεις κουβέντες είπε μόνο.
Δηλαδή;
Τρεις κουβέντες στο πλαίσιο της εξομολόγησης. Και έτσι δεν είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί του επί ώρα για πολλά θέματα κ.λπ., γιατί περίμενε κόσμος τη νύχτα στο μοναστήρι.
Σας εντυπωσίασε κάτι στον π. Εφραίμ;
Ήταν ένας απλός άνθρωπος στη συζήτηση. Ξέρετε, εγώ δεν πήγα στο Όρος για να βρω αγίους, όπως πηγαίνανε πολλοί, ή «ιπτάμενους»… Πήγα να βρω ανθρώπους με τους οποίους να μπορώ να συζητήσω. Μου έκανε καλή εντύπωση με την έννοια της ταπεινότητος του χαρακτήρα. Ένας άνθρωπος ήσυχος, με πολύ λεπτή φωνή. Μετά πήγαμε στη Μονή Γρηγορίου και στη Μονή Διονυσίου. Αυτό ήταν το πρώτο μου ταξίδι στο Όρος. Στη Σιμωνόπετρα γνώρισα τον π. Αθανάσιο, που είναι ακόμη εκεί, ζούσε ο πατέρας του, ο π. Γαλακτίων, ο φυσικός του πατέρας, και η μητέρα του, η οποία ήταν στην Ορμύλια, και η αδελφή του, οι μοναχές Νικοδήμη και Επιστήμη. Είχα και έναν φίλο από το σχολείο από τη Βέροια, τον Θωμά τον Μπατσαρά, ο οποίος ήταν μοναχός στη Σιμωνόπετρα -Πορφύριος το όνομά του- και τώρα είναι ηγούμενος στη Βέροια, στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου.
Έκτοτε;
Πήγα Αμερική για μεταπτυχιακές σπουδές, μετά στρατιωτική θητεία και ξαναπήγα στο Όρος νομίζω το 1991, όταν πήγα στη Μ. Ιβήρων και στη Μ. Σταυρονικήτα. Στην Ιβήρων πήγα σε μια δύσκολη στιγμή για μένα, γιατί τον Αύγουστο του 1991 διαγνώστηκε με όγκο στον εγκέφαλο η μητέρα μου, η συχωρεμένη πια. Το 1999 κοιμήθηκε και μέσα στην απόγνωση και την απελπισία μου πήγα να προσκυνήσω στην Παναγία την Πορταΐτισσα στην Ιβήρων μόνος μου και για πολλοστή φορά να προσπαθήσω να βρω τον π. Παΐσιο. Πράγμα το οποίο και έγινε.
Και εδώ να μείνουμε λίγο. Να μείνουμε γιατί πάντοτε τα θέματα με τον π. Παΐσιο έχουνε ενδιαφέρον για όλους μας. Πήγα στο κελί του, στην Παναγούδα. «Αφήστε το πρόβλημά σας και θα προσευχηθώ για σας, εδώ δεν ήρθα για να κάνω τον δάσκαλο» έλεγε τότε η ταμπέλα, η ανορθόγραφη. Είχα πάει 5-6 φορές να του μιλήσω. Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας, Στυλιανός Χαρκιανάκης, μου είπε: «Πήγαινε από πίσω για να δεις, έχει μια αυλή, μήπως είναι εκεί. Συνήθως εκεί μαζεύονται». Και πήγα και είδα τον γέροντα περίπου με 30-40 άτομα γύρω και μιλούσαν. Κάθισα απέξω από τον φράχτη. Μετά από 3-4-5 λεπτά, μου είπε: «Πάρε ένα κούτσουρο, κάτσε, κεράσου, πάρε, έχει εκεί λουκούμια και νερό». Τελείωσε περίπου η συζήτηση, τον πλησίασα και του είπα: «Γέροντα, έχω ένα σοβαρό πρόβλημα οικογενειακό, προσωπικό, θέλω να σας μιλήσω». Μου είπε: «Παιδί μου, είμαι κουρασμένος και είναι τόσος κόσμος εδώ», αλλά επέμεινα και είπα ότι εγώ, ακόμη και αν χρειαστεί να περιμένω και 5 ώρες, θα περιμένω να τον δω. «Κάτσε», μου λέει «και περίμενε». Δεν χρειάστηκαν 5 ώρες, αλλά ένα δίωρο άνετο, γιατί ήταν πάνω από 20 άτομα που τον είδαν ένας-ένας. Ήμουν τελευταίος και του είπα για το πρόβλημα της μάνας μου. Δεν μπορώ να σας πω τώρα όλη τη συζήτηση. Η κατακλείδα ήταν ότι του έδωσα και μια ζακέτα της μάνας μου να τη σταυρώσει, για να της την πάω πίσω. Οι γιατροί της είχαν δώσει έξι μήνες ζωή. Προσέξτε, θέλω να είμαι ακριβής. Δεν θέλω να μιλήσω ούτε να καταθέσω για θαύμα ούτε για τέτοια που συνήθως μιλάνε για τον π. Παΐσιο.
Θαύματα συμβαίνουν…
Βεβαίως συμβαίνουν, ο Θεός τα κάνει τα θαύματα, όχι οι άνθρωποι… Μου είπε: «Πήγαινε, η μητέρα σου θα ζήσει». Οι γιατροί είχαν πει έξι μήνες ζωή. Λέω: «Γέροντα, κάτι περισσότερο πείτε μου», ήμουν πολύ απελπισμένος… Λέει: «Δεν φεύγει η μητέρα σου»… Για να μη σας τα πολυλογώ, ενώ είπαν για έξι μήνες το ’91, η μητέρα μου πέθανε το καλοκαίρι του ’99, δηλαδή έζησε 7-8 χρόνια μετά από εκείνη τη συζήτηση. Εγώ σας την παραθέτω και τα συμπεράσματα ας τα βγάλει ο καθένας μόνος του. Η προσευχή του γέροντα, το έλεος του Κυρίου ίσως όλα βοήθησαν, οι γιατροί πάντως που είχαν δει τον όγκο είπαν ότι είχε 6 μήνες ζωή. Τα υπόλοιπα, στα χέρια του Κυρίου. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτό που σας είπα. Είναι η μαρτυρία μου η προσωπική. Μπορεί να είδε κάτι μέσα στον χρόνο ο γέροντας, που ήταν και διακριτικός, μπορεί μια προσευχή δική του παραπάνω να λειτούργησε, μπορεί η απελπισία η δική μου – δεν έχω το δικαίωμα να συμπεράνω κάτι. Έζησε χωρίς φάρμακα, χωρίς εγχείρηση και χωρίς χάπια για ακόμη 7 χρόνια και έτσι είχαμε τη μάνα μας για μερικά χρόνια μαζί μας.
Ε, βέβαια… Μετά πώς ήρθατε σε επαφή με κάποιους γέροντες;
Μετά συνδέθηκα με τον π. Βασίλειο, τον τότε ηγούμενο της Ιβήρων, λόγω του ότι ο φίλος μου, ο Νίκος ο Καλλιούρης, ήταν δικηγόρος της μονής, ανιψιός του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, και πηγαίναμε Ιβήρων – Σταυρονικήτα, που ήταν και κοντά. Τουλάχιστον 2-3 φορές τον χρόνο. Συνδέθηκα επίσης με τον π. Συμεών τον Περουβιανό, που τον θεωρώ μία από τις μεγάλες μορφές του Αγίου Όρους, από πάμπλουτη οικογένεια του Περού, απόγονος των Ισπανών κατακτητών από τον καιρό του Πιζάρο. Νεαρός, 18 χρόνων, καθολικός, ταξίδεψε τον κόσμο, γνώρισε έναν Έλληνα Ορθόδοξο μοναχό στο Παρίσι, μαγεύτηκε από την Ορθοδοξία, βαφτίστηκε Ορθόδοξος και ήρθε 19 χρόνων παιδί και έγινε μοναχός πρώτα στην Εύβοια και μετά στο Όρος, στη Μονή Γρηγορίου. Με τον π. Συμεών, άνθρωπο μεγάλης αγάπης και μεγάλης μόρφωσης, λογοτέχνη και ποιητή, διατηρούμε μέχρι σήμερα στενή φιλία και επικοινωνία και στο δικό του κελί του Τιμίου Σταυρού κοντά στις Καρυές ανεζήτησα παρηγοριά και φιλοξενήθηκα για μία εβδομάδα μετά τον θάνατο της μητέρας μου το καλοκαίρι του 1999. Ήταν μια περίοδος θλίψης, αλλά και ηρεμίας και ειρήνης.
Και αναζήτησης ταυτόχρονα.
Ναι, όλα τα χρόνια υπήρχε η αναζήτηση… Τον Σεπτέμβριο του 1999 γνώρισα τους πατέρες, με τους οποίους συνδέθηκα από τότε μέχρι τώρα και πιστεύω και για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου με στενή, προσωπική φιλία, δηλαδή τους Θωμάδες στη Μικρή Αγία Άννα, τον π. Θωμά, τον π. Φίλιππο, τότε τον γέροντα Κυπριανό, που κοιμήθηκε, τον π. Θεολόγο, 300 μέτρα από τη θάλασσα, στα βράχια, μια ταπεινή αδελφότητα αργυροχρυσοχόων και εξαιρετικών ψαλτών.
Τους θεωρείτε οικογένειά σας;
Ναι, βέβαια, διότι στον μεν γέροντα Κυπριανό εξομολογούμην μέχρι την κοίμησή του, το 2008, μετά έγινε γέροντας ο π. Θωμάς και τώρα ο π. Φίλιππος, μετά την κοίμηση του π. Θωμά στις 27 Αυγούστου πέρυσι, παραμονή της Παναγίας, και τον κηδεύσαμε ανήμερα της Παναγίας, στις 28 Αυγούστου, με το πατρώο, που λένε, ημερολόγιο. Έχω πάει εκεί πάνω από 100 φορές μέσα στα τελευταία 18 χρόνια. Εκεί είναι, ας πω τη λέξη, το κελίον μου, το ησυχαστήριό μου, γιατί τον τόπο τον φτιάχνουν οι άνθρωποι. Βοηθάει και ο τόπος, αλλά τον τόπο τον φτιάχνουν οι άνθρωποι. Η γλυκύτητα, ο χαρακτήρας, η πνευματικότητα, η αγάπη του γέροντα Κυπριανού, του γέροντα Θωμά, του π. Φίλιππου και του π. Θεολόγου με κέρδισαν. Τέσσερις-πέντε μοναχοί ήταν σε ένα φτωχό και ταπεινό κελί, που ανήκει στη Μ. Μεγίστης Λαύρας. Εξαιρετικοί ψάλτες. Λένε ότι υπήρξαν οι καλύτεροι ψάλτες του Αγίου Όρους, με πολλά CD σε πανηγύρεις και εκδηλώσεις στη Ρωσία, στην Αμερική και αλλού. Ένα μέρος εξαιρετικού φυσικού κάλλους, κρεμασμένο στα βράχια, πάνω από τα Καρούλια, πολύ απόκρημνο, με εκπληκτική θέα στο Αιγαίο και στη Σιθωνία απέναντι. Στη βεράντα αυτή των Θωμάδων έχω περάσει από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου, με μεγάλες συζητήσεις, καλοκαιρινά βράδια με εσπερινούς και απόδειπνα…
Πώς σας βοήθησαν οι επισκέψεις στο Άγιον Όρος και οι συναναστροφές με τους πατέρες; Πώς σας βοήθησαν στη ζωή σας πρακτικά, θα μπορούσαμε να πούμε; Γιατί τότε θα μπορούσατε να μην έχετε πάει στο Άγιον Όρος, να μην έχετε γνωρίσει αυτούς τους ανθρώπους και να μην έχετε αυτή την πνευματική σχέση που μου περιγράψατε.
Οι πατέρες που μου είπατε ότι τους θεωρώ οικογένεια πάντρεψαν τα αδέλφια μου και βάφτισαν τα ανίψια μου – είναι ουσιαστικά και σαν ιερείς οικογενειακοί. Συνδέθηκαν με τα αδέλφια μου και με τους θείους μου – οι γονείς μου οι συγχωρεμένοι δεν τους πρόλαβαν, είχαν φύγει νωρίτερα.
Είναι η οικογένειά σας ουσιαστικά.
Ναι, έτσι είναι και με θλίψη σας λέω ότι μέσα στα χρόνια -αλλά αυτή είναι η πορεία της ζωής- κοιμήθηκε ο γέροντας ο π. Κυπριανός, ο παπα-Θωμάς και πέθανε τα Χριστούγεννα φέτος ο π. Φώτιος και έτσι έχουν μείνει τρεις άνθρωποι, ο π. Φίλιππος, ο π. Θεολόγος και ένας ακόμη. Δεν έχει σημασία. Ο π. Φίλιππος είναι αγαπημένος φίλος, εξαιρετικά καταρτισμένος θεολογικά, έχοντας διαβάσει χιλιάδες βιβλία, μαχητικός και απόλυτος πολλές φορές στις απόψεις του. Διαφωνούμε πολλές φορές με τον π. Φίλιππο, αλλά είναι άνθρωπος της αγάπης και της χαράς. Πάντα με χαμόγελο και με χαρά ξεκινά και τελειώνει η συζήτηση μαζί του. Βέβαια, ο καθένας έχει τον χαρακτήρα του: αυστηρός, ήσυχος, λιγόλογος. Ο π. Φίλιππος είναι ακριβώς το ανάποδο. Είναι δυναμική προσωπικότητα. Ο π. Θωμάς ήταν άνθρωπος της αγάπης. Αγαπούσε τους ανθρώπους, τα παιδιά, τα ζώα. Δεν τον άκουσα να θυμώνει ποτέ και να φωνάζει στη ζωή του.
Έχετε παρακινήσει άλλους φίλους σας να έρθουν μαζί σας στο Όρος;
Έχουν έρθει πολλοί κατά καιρούς και έχουν φιλοξενηθεί στους πατέρες, που τους γνώρισαν και συνδέθηκαν μαζί τους στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Ένας αγαπητός μου φίλος, ο εφοπλιστής Δημήτρης Ν. Παπαδημητρίου, βοήθησε πάρα πολύ για να χτιστεί μια εξαιρετική εκκλησία του Αγίου Αποστόλου Θωμά εκεί. Νωρίτερα με ρωτήσατε πώς με βοήθησε στη ζωή μου η επαφή μου με το Όρος. Είναι μεγάλη η κουβέντα, αλλά θα πω ένα μόνο θέμα: Όταν προ πολλών ετών είχα μία προσωπική περιπέτεια, στην οποία δέχτηκα λάσπη, συκοφαντία, εχθροπάθεια για πρώτη φορά στη ζωή μου, τότε θυμάμαι μία κουβέντα του π. Φίλιππου: «Πρόσεξε μήπως μέσα σε αυτή την περιπέτειά σου γεμίσει με μίσος η ψυχή σου».
Ήταν πολύ πιθανό να συμβεί αυτό.
Πάρα πολύ εύκολο, γιατί ήμουν στα όρια, όχι απλώς του μίσους, αλλά και της αντεκδικήσεως. Οι πατέρες λοιπόν, ο π. Φίλιππος, ο γέροντας Θωμάς, με βοήθησαν πολύ με τις συζητήσεις να μη γεμίσω την ψυχή μου με μίσος και να μην εκδικηθώ. Αυτά τα δύο το λέω ευθέως ότι τα πέτυχα. Το να συγχωρήσω κιόλας σε έναν βαθμό το πέτυχα, το να ξεχάσω όμως όχι. Συγχώρεσα, αλλά δεν ξέχασα. Δεν λέω ότι είμαι τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά αυτό το λέω εκ καρδίας…
Αυτό δεν είναι μικρό;
Δεν μίσησα και δεν εκδικήθηκα.
Ενδεχομένως κάποιος άλλος στη θέση σας να είχε ενεργήσει διαφορετικά…
Σε αυτό πιστεύω ότι με βοήθησαν το Όρος, οι πατέρες κ.λπ. Δεν το λέω με περηφάνια, απλώς αυτό έγινε και εκεί ήταν η βοήθειά τους – μεγάλη η συμβολή τους. Ναι, μπορώ να πω ότι στην πορεία του χρόνου φάνηκε ότι είχαν απόλυτο δίκιο.
Δικαιωθήκατε.
Εκ του αποτελέσματος, ναι. Αθωώθηκα ομόφωνα σε όλες τις κατηγορίες που μου είχαν αποδοθεί. Τελειώσανε όλα, αλλά και φάνηκε ότι ήταν και άδικα και στημένα, με καθαρά πολιτική και επικοινωνιακή σκοπιμότητα. Τίποτε άλλο δεν ήτανε. Αλλά εδώ έχουν πάθει τόσα άνθρωποι του Θεού και άγιοι κ.λπ. Γιατί εγώ δηλαδή να εξαιρεθώ; Θυμάμαι από το Γεροντικό: «Γέροντα, δεν έχεις ούτε παξιμάδι ούτε νερό ούτε τίποτα. Πώς θα ζήσεις;». Και απήντησε: «Παιδί μου, εδώ ο Θεός φροντίζει για το τελευταίο σκουλήκι που υπάρχει στη γη… Για μένα, που είμαι μεγάλο σκουλήκι, δεν θα φροντίσει;». Όπως είδατε, τα πράγματα ήρθαν από μόνα τους. Ο παπα-Φίλιππος μετά την περιπέτειά μου μου λέει: «Κοίταζε μπροστά».
Μεγάλη κουβέντα.
Ρίχνε καμιά κλεφτή ματιά στον καθρέφτη τον κεντρικό ή στον αριστερό ή στου οδηγού, αλλά κλεφτή ματιά, για να μη σε προσπερνάει κανένας και για να μην κινδυνέψεις. Κατά τα άλλα, λέει «οδήγα και κοίτα μπροστά». Έχει δίκιο απόλυτο. Ή πολλές φορές όλοι μας νομίζουμε, επειδή θεωρούμε ότι το προσωπικό μας βίωμα είναι και των άλλων βίωμα, ότι είμαστε στο κέντρο του κόσμου και πρέπει να ασχολούνται με εμάς. Ε, δεν ασχολείται κανείς μαζί μας…
Σε κάποιον που δεν έχει πάει στο Άγιον Όρος και έχει αρνητική άποψη για αυτό -υπάρχει και αυτός ο κόσμος- τι θα λέγατε για να τον πείσετε να το επισκεφθεί;
Έρχου και ιδέ. Είναι ένα μεγάλο χωριό το Όρος, αποτελούμενο από ανθρώπους. Και οι άνθρωποι έχουν προτερήματα και ελαττώματα. Έχουνε μεγαλείο ψυχής, έχουν και αμαρτίες, πολλές. Δεν είναι κάτι ξεχωριστό. Όποιος πάει εκεί δεν γίνεται άγιος, αλλά ο τόπος είναι ένα πρώτο σημαντικό βήμα. Η εκπληκτική φύση, η ηρεμία και η ειρήνη που υπάρχουν… Και βέβαια είναι ένας τόπος αγιασμένος από την Παναγία και από τόσων αιώνων προσευχές, δάκρυα και μετάνοιες. Δεν το λέω με την έννοια της σωματικής ταλαιπωρίας, αλλά ακόμα και αν κάποιος είναι άθεος –νομίζω, κανονικά πρέπει να λέγεται «άθρησκος», όχι άθεος, γιατί άθεος δεν νομίζω να υπάρχει κανείς στον κόσμο-, πρέπει να πάει.
Ορισμένοι θεωρούν τους εαυτούς τους άθεους.
Είναι ένθεοι, αλλά άθρησκοι. Η πνοή του Θεού υπάρχει στον καθένα. Με την έννοια ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το γεγονός πως η ψυχή του η αιώνια είναι κομμάτι του Θεού. Και δεν πάει να λέει ό,τι θέλει… Από τον Στάλιν και τον Χίτλερ μέχρι τον οποιονδήποτε σφαγέα της ανθρωπότητος. Οι τύψεις της συνειδήσεως, εκεί είναι το χέρι του Θεού. Και για να μην πω την ώρα του θανάτου – αλλά αφήστε το αυτό, για να μη θεωρηθεί σαν να λέμε «κοίταξε, πρόσεχε τι έκανες, ήρθε η ώρα της κρίσεώς σου». Ναι, ας το δει ο καθένας με τον εαυτό του. Αλλά ποιος μπορεί να μιλήσει για το Όρος αν δεν πάει και δεν δει; Βέβαια πολλοί πάνε με περιπαικτική διάθεση. Θέλουν να ανακαλύψουν σκάνδαλα, θέλουν να γυρίσουν πίσω και να λένε ιστορίες. Λένε ψέματα πολλοί, γιατί θέλουν να δείξουν ότι βρήκαν αγίους ή ότι κάτι έγινε, κάποιο θαύμα μπροστά τους. Άλλοι πάνε για να κοροϊδέψουν τους ανθρώπους, όπως τον π. Παΐσιο, τότε που πήγαιναν πολλοί για να τον πειράξουν.
Πήγαιναν για να τον πειράξουν;
Tα έχουμε διαβάσει αυτά, δεν τα ξέρω, δεν τα έζησα. Πήγαιναν να τον πειράξουνε με την έννοια να του πούνε κουβέντες περιπαικτικές, για να δουν τι θα απαντήσει, για να γυρίσουν μετά στα χωριά και στις πόλεις τους και να λένε «έλα, μωρέ, δεν είναι τίποτα»… Αυτό χαρακτηρίζει τους ίδιους. Και ανέφερα αυτό με τον π. Παΐσιο επειδή είναι γνωστός ευρύτερα. Σε όλους τους Αγιορείτες αυτό συμβαίνει.
Θα αναρωτηθεί κάποιος πώς είναι δυνατόν ο Σάκης Κεχαγιόγλου, που δηλώνει βαθιά θρησκευόμενος και πηγαίνει στο Άγιον Όρος, να υπερασπίζεται εγκληματίες, κακοποιούς, ανθρώπους του κοινού Ποινικού Δικαίου.
Πρώτον, ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην υπεράσπιση. Δεύτερον, εγώ έδωσα όρκο να υπερασπίζομαι τον κυνηγημένο, δεν έδωσα όρκο να δικάζω. Οι δικαστές έχουν δώσει όρκο να απονέμουν δικαιοσύνη και να στέλνουν ανθρώπους στη φυλακή ή να αθωώνουν. Εγώ τέτοιο όρκο ευτυχώς δεν τον έχω δώσει. Αρα, και ο τελευταίος εγκληματίας δικαιούται υπερασπίσεως. Από εκεί και μετά, το τι θα πει το δικαστήριο είναι δικό του θέμα. Εγώ θα κάνω το χρέος μου έναντι του πελάτη μου, του εντολέως μου, να παρουσιάσω πτυχές της υποθέσεώς του ή της προσωπικότητός του και από εκεί και μετά κρίνουνε οι δικαστές. Άρα, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα συνειδήσεως, πρώτον. Δεύτερον, ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.
Προφανώς για να το λέτε έχετε κάποια εμπειρία.
Έχω ακούσει. Δεν είμαι δικαστής για να κρίνω, ούτε μ’ αρέσει να κρίνω στη ζωή μου, αλλά θέλω να πω ότι δεν υπάρχει καμία αντίφαση. Και θέλετε να σας πω και κάτι άλλο; Ξέρετε, και το λέω εκ καρδίας αυτό, από όλες τις προσωπικότητες του Ευαγγελίου, αυτές που αναφέρονται στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, ξέρετε ποιος με συγκινεί περισσότερο; Ο μετανιωμένος ληστής στον σταυρό.
Τον οποίο, απ΄ ό,τι ξέρω, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τον έχει κατατάξει στους αγίους. Διάβαζα στο Διαδίκτυο και σε ένα εκπληκτικό βιβλίο, «Η ζωή του Χριστού» του Τζιοβάνι Παπίνι, Ιταλού καθολικού, ότι η Καθολική Εκκλησία τον αναγνώρισε με το όνομα DISMAS. Αν μπείτε στο Διαδίκτυο, θα δείτε τι λέει. Αυτός ο μετανιωμένος ληστής με συγκινεί περισσότερο. Ο καθένας έχει δικαίωμα να έχει την άποψή του, αλλά εγώ προς τον ληστή και δολοφόνο και εγκληματία που την κρίσιμη στιγμή μετανόησε και είπε ένα «ήμαρτον» και ένα «ευλόγησον» και κέρδισε τον Παράδεισο και «έκλεψε», όπως λέμε, τον Παράδεισο, έχω μεγάλη ευλάβεια. Είμαι πολύ επιφυλακτικός στο να κρίνω τους ανθρώπους και να τους καταδικάζω.
Κατ’ αρχήν, αυτό θα πρέπει να το πει πρώτα η Δικαιοσύνη και να το πει αμετακλήτως. Διότι άλλος καταδικάζεται στο πρωτόδικο δικαστήριο και αθωώνεται στο Εφετείο. Στην Ελλάδα απλώς μας αρέσει πολύ το δράμα. Έτοιμοι αμέσως για αίμα, να ματώσουμε, να δούμε την ενοχή, τη δολοφονία, το αίμα, το οποίο είναι εξώφυλλο, είναι πρωτοσέλιδο. Όταν ο άλλος αθωωθεί, όταν φανεί ότι όλη η ταλαιπωρία του αυτή ήταν άδικη, η είδηση είναι δίπλα στα μνημόσυνα και στα φαρμακεία. Η είδηση της αθωότητος εννοώ, γιατί πουλάει η ενοχή, δεν πουλάει η αθωότητα. Δεν θέλει από μέσα του ο Έλληνας, ο μέσος, που έχει εκ γενετής το συναίσθημα της ζήλιας και του φθόνου, να ακούει ότι ο γείτονάς του είναι αθώος. Χαίρεται πολύ όταν είναι ένοχος. Το ξέρω, το έζησα με τον εαυτό μου και επιβεβαίωσα ότι η ζήλια και ο φθόνος είναι στο DNA του Έλληνα. Λίγοι εξαιρούνται… Και όπως λέει ένας πατέρας της Εκκλησίας και μου το έλεγε πάντα ο π. Φίλιππος, «ο φθόνος και των τελείων άπτεται». Δηλαδή ο φθόνος ακουμπάει ακόμα και τους τέλειους. Ακόμα και οι τέλειοι κάποια στιγμή ένα τσίμπημα φθόνου στην καρδιά τους το έχουνε. Έτσι λοιπόν λέω ότι, έως ότου κριθεί ο άλλος και από τη στιγμή που ο μέσος πολίτης δεν ξέρει τι έκανε, για ποιο λόγο έκανε το αδίκημα και υπό ποιες συνθήκες το έκανε, καλό είναι να κοιτάμε τα μούτρα μας. Και θα ξαναπώ ένα ευαγγελικό, έτσι, μιας και είμαστε εδώ, στον χώρο που με φιλοξενείτε: «Καλύτερα να κοιτάζουμε να βγάλουμε το παλούκι που έχουμε στο δικό μας το μάτι από την καρφίτσα και την ακίδα που είναι στο μάτι του αδελφού μας».
Στην έρημο του Όρους
«Εκτός από τους Θωμάδες, τους γεροντάδες μου, αγαπώ και υπολήπτομαι ιδιαίτερα και δύο συνοδείες που είναι στη γειτονιά, εκεί, στη Μικρή Αγία Άννα και στα Κατουνάκια. Τους Γερασιμαίους. Συνδεόμουν πολύ με τον Μακαριστό τον Γέροντα Σπυρίδωνα και όλοι οι πατέρες είναι φίλοι μου και τους αγαπώ ιδιαίτερα. Ο π. Ευθύμιος, ο π. Παντελεήμων και άλλοι εκεί. Και τους Δανιηλαίους, που πρόσφατα κοιμήθηκε ο γέροντάς τους, ο π. Γρηγόριος, και που είναι επίσης φίλοι μου, ο π. Δανιήλ, μεγάλη σύγχρονη μορφή του Όρους, από το 1949 εκεί, ο π. Ακάκιος και άλλοι. Έτσι είναι οι γείτονες, όπως τους λένε οι Θωμάδες. Πολύ τακτικά έχουμε επισκέψεις και συζητήσεις, αυτό που με μία κουβέντα λέμε αγάπη.