Κατά τη διάρκεια της Ακολουθίας της Αναστάσεως, στον Μητροπολιτικό Ναό Ευαγγελιστρίας Σπάρτης, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Ευστάθιος θέλοντας να επιτείνει το χαρμόσυνο κλίμα ανακοίνωσε την Αγιοκατάταξη του Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας και Εθνομάρτυρος Ανανία Λαμπάρδη, ύστερα από ομόφωνη απόφαση της Συνοδικής Επιτροπής επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων και την προ ολίγων ημερών έγκριση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Πλέον απομένει η έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Είχαν προηγηθεί μακρόχρονες και επίπονες προσπάθειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη κ.κ. Ευσταθίου, για την ανεύρεση όλων των σχετικών ιστορικών στοιχείων και την απαραίτητη τεκμηρίωσή τους. Ο σεπτός Ποιμενάρχης γνωστοποίησε ότι η μνήμη του Αγίου θα τιμάται στις 15 Απριλίου, ημερομηνία του μαρτυρίου του, και ότι όταν θα επικυρωθεί η Αγιοκατάταξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα γίνουν τα δέοντα, ώστε η τοπική κοινωνία να συμμετέχει και να χαρεί για το σπουδαίο και τιμητικό αυτό γεγονός.
Ο ιερομάρτυρας Ανανίας Λαμπάρδης γεννήθηκε στις αρχές του ΙΗ” αιώνα στη Δημητσάνα Αρκαδίας λαμβάνοντας το κατά κόσμον όνομα Αναστάσιος. Ο πατέρας του ήταν ο προύχοντας Στασινός της Άκοβας και η μητέρα του από την ισχυρή οικογένεια Λαμπάρδη ή Λαμπαρδόπουλου της Δημητσάνας. Ο Ανανίας μορφώθηκε στην Μονή Φιλοσόφου και πριν το 1741 μ.Χ ανεδείχθη Επίσκοπος Καρυουπόλεως στη Μάνη. Το 1747 ανέλαβε Αρχιεπίσκοπος Δημητσάνης, η οποία τότε ήταν ανεξάρτητη Αρχιεπισκοπή. Όταν το 1750 απεβίωσε ο Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Παρθένιος Καλημέρης, ο Δημητσάνης Ανανίας ανέλαβε και αυτή την Επισκοπή. Το 1754 ανακαίνισε την Μητρόπολη του Μυστρά φτιάχνοντας νέο μητροπολιτικό κτίριο με δικές του δαπάνες.
Διακρίθηκε και στον πολιτικό τομέα ως γόνος δύο ισχυρών οικογενειών της Πελοποννήσου και αναδείχθηκε στο αξίωμα του μοραγιάνη (= αγιάνης του Μωριά). Αυτοί ήταν ανώτερα στελέχη της τότε τοπικής αυτοδιοίκησης, του θεσμού των προεστών που εκλέγονταν από οικογένειες προυχόντων.
Από τη θέση του αυτή και λόγω του κύρους του εργάστηκε στη διοργάνωση απελευθερωτικού κινήματος. Με το πρόσχημα της οικιακής βιοτεχνίας ίδρυσε στη Δημητσάνα τους πρώτους μπαρουτόμυλους που τροφοδότησαν τις μετέπειτα επαναστάσεις. Επίσης κατασκεύασε στη Δημητσάνα υδραγωγείο με δικά του έξοδα, στο οποίο οφείλεται το τοπωνύμιο “Βρύση του Δεσπότη” στην είσοδο της πόλης. Σε μερικές επαρχίες της Πελοποννήσου δημιούργησε δίκτυο ιερέων μυημένων στην εξέγερση. Σε συνεννοήσεις ερχόταν και με τους κλέφτες.
Τότε βεζύρης της Πελοποννήσου ήταν ο ήπιος Τοπάλ Οσουμάν πασάς κατά του οποίου αντέδρασαν άλλοι Τούρκοι αξιωματούχοι που πήγαν στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας τη μετάθεσή του. Υπέρ του βεζύρη τάχθηκαν οι Έλληνες πρόκριτοι και πέντε εξ αυτών με επικεφαλής τον Ανανία πήγαν επίσης στην Κωνσταντινούπολη το 1762 και πέτυχαν την παραμονή του Τοπάλ Οσουμάν πασά στη θέση του και την καταδίκη σε θάνατο των εναντίον του κινηθέντων αγάδων, γεγονός που αναπτέρωσε το ηθικό των υποδούλων.
Όμως, μετά από μια διετία, βεζύρης της Πελοποννήσου τοποθετήθηκε ο σκληρός Χαμζά πασάς από την Κάρυστο οπότε οι φανατικοί Τούρκοι βρήκαν ευκαιρία να ενοχοποιήσουν τον Ανανία και τους άλλους τέσσερεις επιτρόπους και να προκαλέσουν την έκδοση μυστικού φιρμανιού που τους καταδίκαζε σε θάνατο. Το 1764 απαγχονίσθηκαν οι Δεληγιάννης, Ζαΐμης, Κρεββατάς και Νοταράς που βρέθηκαν στην έδρα του βεζύρη στην Τρίπολη, ενώ ο Ανανίας βρισκόταν στον Μυστρά. Εναντίον του στάλθηκε σώμα από 150 ιππείς, αλλά ο Ανανίας ειδοποιήθηκε κρυφά από ειδικό απεσταλμένο. Στη Μητρόπολη του Μυστρά αμύνθηκαν περί τον Ανανία 20 Μανιάτες και 10 Δημητσανίτες επί εννέα ημέρες, έως ότου εξαντλήθηκαν τα εφόδιά τους. Έτσι, αφού σκοτώθηκαν δώδεκα, οι υπόλοιποι κατάφεραν να δραπετεύσουν, ενώ ο Ανανίας παρέμεινε να υποστεί τον θάνατο. Προσευχήθηκε και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν αποκεφαλίστηκε μέσα στο ναό ή στο δωμάτιό του. Το κεφάλι του έφεραν οι Τούρκοι στον βεζύρη, το δε σώμα του τάφηκε στον Μυστρά. Μαζί με τον Ανανία εκτελέστηκε και ο δραγουμάνος που είχε ως μοραγιάνης. Αυτά συνέβησαν στις 15 Απριλίου 1764.
Ο ιερομάρτυρας Ανανίας Λαμπάρδης διακρίθηκε για την θυσιαστική του αγάπη προς τον Θεό και το ποίμνιό του, τον χριστιανικό του βίο, τον αδαμάντινο χαρακτήρα, την φιλανθρωπία και το ψυχικό του σθένος. Η θυσία του δε προσομοιάζει με αυτή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε΄, αφού και οι δύο δεν αναζήτησαν δρόμο διαφυγής, αλλά επέλεξαν το μαρτυρικό τους τέλος θέλοντας να ποτίσουν με το αίμα τους το δέντρο της Πίστεως και της Ελευθερίας.