Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου
Την παραμονή, λίγο μετά τα μεσάνυχτα,
«εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω».
Καθώς έπαιρνε να χαράξει, ήμουν πάνω στη
Χώρα. Η θάλασσα, ακίνητη σαν το μέταλλο,
έδενε τα τριγυρινά νησιά. Δεν ανάσαινε ούτε
ένα φύλλο μέσα στο φως που δυνάμωνε.
Η γαλήνη ήταν ένα κέλυφος ολωσδιόλου
αράγιστο. Έμεινα καρφωμένος από αυτήν την
επιβολή∙ έπειτα ένιωσα πως ψιθύριζα:
«Έρχου και βλέπε…».
Στην Πάτμο πήγαμε για πρώτη φορά το 1979, Σάββατο του Λαζάρου. Μείναμε εκεί έως το Σάββατο της Διακαινησίμου. Πήγαμε στην Πάτμο, αλλά ζήσαμε στο Βυζάντιο! Ίσως περισσότερο από κάθε άλλο σημείο του ελλαδικού χώρου εκεί βιώνεται η Ορθοδοξία και το μεγαλείο του βυζαντινού πολιτισμού, ιδίως αυτή την περίοδο. Σε ατμόσφαιρα μυστηριακή και γνήσια, χωρίς τα μαύρα κρέπια και άμφια που έγιναν της «μόδας» επ’ εσχάτοις (οι λειτουργοί φορούν άμφια στο χρώμα του αίματος), χωρίς κορώνες και εξωτερικά μεγαλεία, αλλά με ουσιαστική κατάνυξη, τελετές με το μεγαλείο της απλότητας. Κάναμε Πάσχα κάπου είκοσι φορές, με τα παιδιά μας να μην απομακρύνονται από τον ναό και να λένε και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, κάθε Πάσχα: «Ωραία περάσαμε, αλλά Πάσχα σαν της Πάτμου ποτέ».
Μνημονεύουμε τον Επίσκοπο Τράλλεων Ισίδωρο, τους ηγουμένους Ιερεμία και Θεοδώρητο, τον παπα-Γιώργη τον Κάνδρο με την αναντικατάστατη φωνή, περιοριζόμενοι πρόχειρα εδώ ενδεικτικά σε αυτούς, χωρίς να λησμονούμε ποτέ ούτε και τους άλλους προαπελθόντες, αλλά και όσους συνεχίζουν να ασκούνται στο βυζαντινό μοναστήρι και τα καθίσματα, κάποιοι από τους οποίους παραμένουν πάντα για εμάς αδελφοί πραγματικοί!
Η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που ιδρύθηκε το 1088 από τον Όσιο Χριστόδουλο τον Λατρηνό, με την παραχώρηση του νησιού από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό, συνεχίζει στις ημέρες μας να είναι φύλακας της βυζαντινής παράδοσης και των θησαυρών της Ορθοδοξίας και, ταυτοχρόνως, η καρδιά και η ψυχή της νήσου Πάτμου. Μετά από περισσότερα πλέον από εννιακόσια χρόνια αδιάκοπης ζωής στο γαλανό Αιγαίο και οικουμενικής ακτινοβολίας, έχει αναδειχθεί σε χρυσή κιβωτό της βυζαντινής, μεταβυζαντινής και νεοελληνικής πνευματικής και πολιτιστικής παράδοσης.
Τα πανύψηλα τείχη του Μοναστηριού του Θεολόγου, που με τα μάτια της Ιστορίας τόσους αιώνες τώρα στωικά παρακολουθούν αλλεπάλληλα κύματα «κουρσάρων» να καταφθάνουν, να ξεχύνονται, να σκαρφαλώνουν στο νησί, γνωρίζουν πως κι αυτοί θα «περάσουν». Χαμογελούν, μάλιστα, κάθε τόσο αντικατοπτρίζοντας το φως του ήλιου, όταν το σκάει μερικές φορές από τα σύννεφα, που συχνά αρμενίζουν από πάνω τους, με την επίγνωση πως τούτοι οι τελευταίοι, όπως και σχεδόν και όλοι οι άλλοι, δεν κατάφεραν να πάρουν μαζί τους τίποτε, όχι από εκείνα που προσπαθούσαν να περισώσουν παλιά, αλλά από όσα η Ορθοδοξία σε μια μοναδική στιγμή απλόχερα τους πρόσφερε όταν βρέθηκαν μέσα στον χώρο που επισκέφθηκαν.
Τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται, στους χώρους τόσο της Μονής όσο και του νησιού γενικότερα, σημαντικά έργα για την καλύτερη προβολή της ιστορίας, των θησαυρών και της απαράμιλλης ομορφιάς του νησιού, με μεγάλη προσοχή στη διατήρηση της ιερότητας του χώρου αυτού, όπου έζησε εξόριστος και έγραψε την Αποκάλυψη ο Ηγαπημένος Μαθητής του Χριστού, ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής.
Το Σπήλαιο της Αποκάλυψης είναι ο άλλος ή ο πρώτος πόλος έλξης στην Πάτμο. Σημαντικός για κάθε προσκυνητή, ανεξαρτήτως δόγματος. Ρίγος κατελάμβανε τους περισσότερους από τους παρισταμένους σε εκείνη τη σπουδαία ώρα της Θείας Λειτουργίας κοντά στο Σπήλαιο της Αποκάλυψης, τη Λειτουργία που καταργούσε την απόσταση των 1900 ετών από τη συγγραφή της, καλώντας σε ψυχική μέθεξη την Οικουμένη, που και τότε τύρβαζε περί άλλα, καθημερινά και χοϊκά, όπως και σήμερα… Λίγο πιο πάνω από τον χώρο του Σπηλαίου βρίσκεται η Πατμιάδα Σχολή.
Στις 27 Αυγούστου 1999 η Πάτμος ανακηρύχθηκε ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Το πρακτικό της απόφασης της Επιτροπής της αναφέρει: «Η Μονή, το Ιερό Σπήλαιο και η Χώρα της Πάτμου, αποτελούν μοναδικό παραδοσιακό ορθόδοξο προσκύνημα, που συνδυάζει τη σταδιακή και αδιάκοπη εξέλιξη από τον 12ο αιώνα με τη διατήρηση θρησκευτικών παραδόσεων και τελετών της παλαιοχριστιανικής εποχής» και ο χρυσόβουλος λόγος του Αλέξιου Α’ Κομνηνού είναι στον κατάλογο της παγκόσμιας τεκμηριωμένης κληρονομιάς.
Η Πάτμος ευλογήθηκε από τον Θεό να εγκαταβιώσουν στα χώματά της πολλοί άγιοι και όσιοι, αρχίζοντας ασφαλώς από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη και τον Όσιο Χριστόδουλο και περνώντας στους Αγίους Λεόντιο Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Μακάριο τον Νοταρά, Γρηγόριο τον Νισύριο, Παρθένιο, Εθνομάρτυρες Γρηγόριο τον Ε’, Ιερεμία που μαρτύρησε στην Κρήτη, Πλάτωνα Αϊβαζίδη, Δωρόθεο τον Πρώιο, Όσιο Σάββα της Καλύμνου, τους πέντε Οσιομάρτυρες που μαρτύρησαν στη Λειψώ, στους ασκητές Άγιο Νήφωνα τον Χίο και Αθανάσιο από την Αρμενία. Από το 2006 καθιερώθηκε να τιμώνται όλοι αυτοί οι εν Πάτμω Διαλάμψαντες Άγιοι κάθε χρόνο την επόμενη Κυριακή των Αγίων Πάντων. Ο Μητροπολίτης Ρόδου Κύριλλος συνέθεσε Ακολουθία προς τιμήν τους.
Στον χώρο του Σκευοφυλακίου φυλάσσονται έργα αμύθητης αξίας. Τα περισσότερα είναι κυρίως δώρα και αφιερώματα Πατμίων μοναχών, κληρικών, αλλά και λαϊκών που έζησαν και έδρασαν εντός και εκτός της Πάτμου, δωρεές μαθητών της Πατμιάδος Σχολής που ανέδειξε περισσότερους από εβδομήντα επισκόπους και τέσσερις πατριάρχες, δώρα της Μ. Αικατερίνης της Ρωσίας, του ηγεμόνα της Βλαχίας Μιχαήλ Σούτσου κ.ά.
Στις αρχές της β’ χιλιετίας πραγματοποιήθηκε ανακατάταξη των ιερών αντικειμένων που εκτίθενται στο σκευοφυλάκιο, για την καλύτερη παρουσίασή τους και τον εκπαιδευτικό προορισμό τους. Σε προθήκη του συγκεντρώθηκαν γυναικεία κοσμήματα αφιερωμένα στη Μονή, ξεχωριστό είδος αφιερωμάτων, και παρουσιάζεται σειρά έργων εξαιρετικής τέχνης, μερικά από τα οποία πολύτιμα και μοναδικά. Στο κέντρο της προθήκης έχει τοποθετηθεί θαυμάσια εικόνα της Παναγίας Γλυκοφιλούσας του16ο αι., ασημένια κανδήλα ρωσικής τέχνης του 19ου αι. και δύο μικρά μανουάλια επίσης του 19ου αι. από σφυρήλατο ασήμι. Τοποθετήθηκαν επίσης δείγματα χρυσών γυναικείων κοσμημάτων τέχνης από την Πάτμο, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Βενετία, τη Μολδαβία και τη Ρωσία (17ος-20ός αι.).
Άλλη πολύ ενδιαφέρουσα ομάδα εκθεμάτων στο σκευοφυλάκιο είναι τα ισλαμικά αντικείμενα. Περιλαμβάνονται τρεις ιεροί ορισμοί (Χάτι Σερίφ) Τούρκων σουλτάνων, του Μωάμεθ του Πορθητή (1454), του Βαγιαζήτ Β’ και του γιου του Αλιμσάχ.
Τμήμα του σκευοφυλακίου με μεγάλο ενδιαφέρον είναι η συλλογή μαρμάρινων αντικειμένων από τον αρχαίο ναό της Αρτέμιδος ή τον παλαιοχριστιανικό ναό, που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, προϋπήρχε στη θέση της Μονής. Περιλαμβάνονται κεφαλή Διονύσου, τέταρτο από βωμό του Δία Μιλήτου του 2ου αι. π.Χ. και δεύτερος βωμός του 1ου αι. π.Χ. που βρέθηκε στους Λειψούς και προέρχεται πιθανόν από μετόχι της Μονής στην Μ. Ασία.
Μεταξύ των παλαιοχριστιανικών εκθεμάτων ξεχωριστή ιστορική σημασία έχει κολωνάκι της εποχής του Οσίου που υποδείκνυε τα όρια της ιδιοκτησίας της Μονής και η επιγραφή του α’ μισού του 3ου αι. που αναφέρεται στην τελετή εγκαινίων της Αγίας Τραπέζης της πρώτης βασιλικής του Ευαγγελιστού Ιωάννου, που ανακαλύφθηκε έξω από τον περίβολο της Μονής. Πληροφορεί ότι στα χρόνια του Επισκόπου Επιθυμητού κάποιος Θεοδόσιος φρόντισε για την τελετή των εγκαινίων που πραγματοποιήθηκαν στις 13 του ε’ μηνός της 5ης ινδικτιώνος.
Σημαντικό έργο επιτελέσθηκε με την ίδρυση του Εργαστηρίου συντηρήσεως Χειρογράφων με κατάλληλο εξοπλισμό εντός της Μονής. Η Βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε σε χώρο διαρρυθμισμένο σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες και εξοπλίσθηκε με μικροφωτογραφικό εργαστήριο εμφανίσεως και αναπαραγωγής μικροφίλμ, που εξασφαλίζει τη διάσωση των κειμένων και επιτρέπει στους ερευνητές όλου του κόσμου να επωφελούνται από τις συσσωρευμένες και διατηρημένες εδώ από αιώνες γνώσεις, χωρίς να κινδυνεύουν τα ίδια τα χειρόγραφα από τη φθορά της χρήσης. Το 2002 χρηματοδοτήθηκε πρόγραμμα προς αναβάθμιση του φωτογραφικού αρχείου της Μονής από το Ίδρυμα Διατήρησης της Ελληνικής Κληρονομιάς για την ψηφιοποίησή του και την οργάνωσή του σε εξελιγμένη βάση δεδομένων.
Το εργαστήριο συντήρησης εικόνων και κειμηλίων της Μονής είναι από τα λίγα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Την ίδρυση και την επάνδρωσή του υπαγόρευσε ο μεγάλος αριθμός των πολύτιμων έργων τέχνης που φυλάσσονται εκεί και οι από καιρό τώρα γνωστές νέες απαιτήσεις της εποχής μας για την εργαστηριακή έρευνα των κειμηλίων, την τεκμηρίωση και την επιστημονική αντιμετώπισή τους.
Χίλια εννιακόσια τόσα χρόνια ο Θεολόγος καλεί τον «έχοντα ώτα ακουέτω». Ο λαός προτίμησε να σταυρωθεί ο Ιησούς και να ελευθερωθεί ο Βαραββάς. Σε εποχή που η Δημοκρατία έχει εξελιχθεί για διαρκώς και αυξανόμενους κατά τον αριθμό σε «λάστιχο», που το τεντώνουν κατά βούληση, ποιος θα υποστηρίξει ότι μπορούμε να βάλουμε αυτιά σ’ εκείνους που επαγγέλλονται τους κουφούς και οφθαλμούς σε όσους εθελοτυφλούν! Στο κείμενο της Αποκάλυψης είναι σαφές: «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω»!