Του Παναγιώτη Ι. Μπούμη, Ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Ο λόγος είναι για τις Β’ και Γ’ μικρές, αλλά Καθολικές Επιστολές του Αποστόλου Ιωάννου.

Α) Η Β’ Επιστολή μιλάει για δύο εκλεκτές (= εκλεγμένες από τον Κύριο) αδελφές και τα τέκνα τους, χωρίς να αναφέρει τα ονόματά τους. Για τον λόγο αυτό, αλλά και από άλλες ενδείξεις, σχεδόν όλοι οι ερμηνευτές δέχονται ότι αυτές οι δύο αδελφές συμβολίζουν δύο (τοπικές) Εκκλησίες και δεν αναφέρονται σε δύο συγκεκριμένες κυρίες.

Και τίθεται ακολούθως το ερώτημα: Αφού αναφέρεται σε δύο τοπικές Εκκλησίες της εποχής του, γιατί δεν τις ονομάζει, όπως κάνει, π.χ., ο Απόστολος Παύλος (Προς Ρωμαίους, Κορινθίους κ.τ.λ.); Και αφού αναφέρεται σε δύο τοπικές Εκκλησίες, γιατί χαρακτηρίστηκαν ως καθολικές προς την όλη Εκκλησία οι Επιστολές αυτές; Μήπως, λοιπόν, ο συμβολισμός τους πάει πιο πέρα, σε κάτι υπερτοπικό και υπερχρονικό;

Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο κατ’ εξοχήν ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, αυτές τις δύο Επιστολές του Αποστόλου Ιωάννου δεν τις ερμηνεύει. Αν οι δύο αυτές εκλεκτές αδελφές συμβόλιζαν δύο τοπικές Εκκλησίες που υπήρξαν προ αυτού, ήδη κατά την εποχή του Αποστόλου, δεν θα τις ερμήνευε ο Χρυσόστομος ως μεταγενέστερος; Γιατί τις άφησε ανερμήνευτες; Ίσως εξαιτίας αυτού του γεγονότος (και του σχετικού των Επιστολών του Αποστόλου Πέτρου) δεν ερμήνευσε και τις άλλες Καθολικές Επιστολές. Άρα κάτι τον απασχολούσε γενικότερα.

Ίσως διαισθανόταν ότι οι δύο αυτές εκλεκτές αδελφές συμβόλιζαν Εκκλησίες και των μεταγενέστερων χρόνων και αιώνων. Δεν ήταν μόνο συμβολικές αυτές οι δύο αδελφές για τις τοπικές Εκκλησίες των χρόνων του Αποστόλου Ιωάννου, αλλά είχαν και προορατικό-προφητικό χαρακτήρα και σημασία για τη μετέπειτα καθόλου Εκκλησία και την πορεία Της.

Όλα αυτά μας ωθούν και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ιωάννης μιλάει για μια μελλοντική εξέλιξη και εποχή, η «βλέπει» τα πράγματα από μια μελλοντική εποχή και εξέλιξη.

Και επιπλέον: Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, θα ήταν ποτέ δυνατόν, γράφοντας ο Ιωάννης γύρω στο 100 μ.Χ., να έλεγε ότι «είχομεν» (= είχαμε) (Β Ιω. 5), ότι είχαμε κάποτε στο παρελθόν «την καινήν εντολήν» της αγάπης; Δηλαδή ήταν δυνατόν ποτέ να γράψει ότι τώρα μόλις 50-100 χρόνια μετά τον Χριστό δεν έχουμε πλέον την καινή εντολή; Και τι «καινή (= καινούργια)» εντολή τότε θα ήταν;

Τα αυτά ισχύουν και για το ρημ. τύπο «ειργασάμεθα» (Β Ιω. 8) και όχι εργαζόμεθα. Το «ειργασάμεθα» αποτελεί έναν μικτό τύπο αορίστου και παρακειμένου που αναφέρονται στο απώτερο παρελθόν. Ενώ ο Ιωάννης γράφει πραγματικώς το 100 μ.Χ. εμφανίζεται σαν να γράφει σε μια μεταγενέστερη εποχή για το τι έπραξαν σε προγενέστερες εποχές. Έτσι επιβεβαιώνεται ότι πράγματι γράφει και προφητικώς.

Και αυτά ενισχύονται και από το γεγονός ότι τα γράφει προς όλη την Εκκλησία. Αυτό μας το δηλώνει στη Γ’ Επιστολή του, όπου, θα λέγαμε, μας φανερώνει ότι έγραψε κάτι μικρό προς Αυτήν. Αυτό το μικρό, αυτό το «τι» (στιχ. 9), το κάτι, είναι η μικρή Β’ Επιστολή του με το συμβολικό-προφητικό της περιεχόμενο. Και για αυτό ορθώς έχει συγκαταλεχθεί στις Καθολικές Επιστολές, γιατί απευθύνεται προς όλη την Εκκλησία διατοπικώς και διαχρονικώς.

Β) Ερχόμαστε στη Γ’ Καθολική Επιστολή του Ιωάννου. Στην Επιστολή αυτή ο Απόστολος Ιωάννης τυπικά απευθύνεται σε ένα Γάιο (= γη-γήινο) και του μιλάει για ένα Διοτρεφή (= τρεφόμενο κατά τον Δία) και για ένα Δημήτριο (Δα = Γη - γέννημα της Γης).

Στο Γάιο «κατηγορεί» και κριτικάρει αυστηρά τον Διοτρεφή, ενώ επαινεί τον Δημήτριο. Το ερώτημα: Ήταν υπαρκτά πρόσωπα αυτοί; Και τίθεται το ερώτημα αυτό, γιατί θα ήταν ποτέ δυνατόν ο Απόστολος Ιωάννης να φθάνει να κατηγορεί και να κατακρίνει έναν χριστιανό σε έναν άλλο χριστιανό;

Για τον λόγο αυτό και άλλους ακόμη οι ερμηνευτές δέχονται ότι και τα πρόσωπα-ονόματα αυτά είναι συμβολικά και ότι αναφέρονται σε δύο εκκλησιαστικούς ηγέτες δύο τοπικών Εκκλησιών.

Αλλά και πάλι μπορούμε να δεχθούμε ότι ο Ιωάννης θα κατέκρινε έναν εκκλησιαστικό ηγέτη μιας τοπικής Εκκλησίας σε έναν άλλο ηγέτη άλλης τοπικής Εκκλησίας; Και γιατί δεν απευθύνθηκε αμέσως και ευθέως στον ίδιο τον εκτρεπόμενο, τον ένοχο; Μήπως δεν είχε το θάρρος και το κύρος; Φυσικά όχι. Για αυτό, εκτός των άλλων, οδηγούμεθα να πούμε: Μήπως τα πρόσωπα-ονόματα αυτά δεν συμβολίζουν απλώς τους ηγέτες δύο τότε τοπικών Εκκλησιών, αλλά συμβολίζουν προφητικώς τους ηγέτες (πρόσωπα η θεσμούς) δύο υπερχρονικών-υπερτοπικών Εκκλησιών κατ’ αντιστοιχία προς τη Β’ Επιστολή του Ιωάννου;

Αυτό ενισχύεται και από το εξής γεγονός: Αφού γίνεται δεκτό από τους ειδικούς ότι τα τρία αυτά πρόσωπα ήσαν εκκλησιαστικοί ηγέτες, πώς είναι δυνατόν να καταδέχεται ένας από αυτούς να ονομάζεται Διοτρεφής (= τρεφόμενος από τον Δία ή τις ιδέες περί αυτού); Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που αυτό το συμβολικό όνομα δεν υπήρχε την εποχή εκείνη.

Επίσης, από την άλλη πλευρά, γίνεται δεκτό από τους ερμηνευτές ότι και από τα τέσσερα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης που έφεραν το όνομα Γάιος (Πραξ. 19,29 - Πραξ. 20,4 - Ρωμ. 16,23 - Α Κορ. 1,14) κατά την αποστολική εποχή είναι απίθανο να εννοείται ο Γάιος της Γ’ Επιστολής του Ιωάννου. Κανένας από αυτούς δεν φέρεται ως επίσκοπος (πρβλ. Π. Τρεμπέλα και Σ. Αγουρίδη, Υπομνήματά τους στον Ιωάννη).

Όλα, λοιπόν, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το «τέκνο» του Ιωάννου, ο Γάιος (= γήινος, προσγειωμένος), εκπροσωπεί γενικώς τους ηγέτες ή μάλλον τον προσγειωμένο και δημοκρατικό συνοδικό θεσμό της Ανατολικής Εκκλησίας και σε αυτούς αποδοκιμάζει τον Διοτρεφή. Σε αυτούς κατακρίνει και συγχρόνως αποτρέπει να μιμηθούν τον υψηλόφρονα και φιλοπρωτεύοντα Διοτρεφή, τ. ε. τον παπικό θεσμό με τα πρωτεία εξουσίας και τα αλάθητά του.

Ωστόσο, οφείλουμε να παραμείνουμε στην Επιστολή αυτή. Ο Ιωάννης, δηλαδή, όπως είδαμε, αναφέρει και ένα Δημήτριο, τον οποίον εκθειάζει και προβάλλει σε αυτή. Τι ρόλο παίζει ο Δημήτριος; Ποιους εκπροσωπεί αυτός; Αυτός προφανώς είναι ο εκπρόσωπος των καλών Παπών της Δύσεως (Σημειωθήτω ότι και αυτού αρχίζει το όνομά του από Δ, όπως και του Διοτρεφή. Είναι και οι δύο εκπρόσωποι της Δύσεως). Ο Δημήτριος εκπροσωπεί τους παλαιούς Πάπες, τους καλούς, της πρώτης χιλιετίας της Εκκλησίας της Δύσεως, όπως ίσως και της νυν αρχομένης τρίτης περιόδου της Ιστορίας της Εκκλησίας. Αντιθέτως, ο φιλοπρωτεύων Διοτρεφής αντιπροσωπεύει τους Πάπες ή τον παπικό θεσμό ιδίως της δεύτερης χιλιετίας. Νομίζουμε αρκετά για εδώ.

 

Σημείωση: Εκτενή ανάλυση του περιεχομένου, των επιχειρημάτων και των μηνυμάτων των δύο ανωτέρω Επιστολών μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ανεύρει στη μελέτη μας «Οι δύο “εκλεκτές αδελφές” - Εκκλησίες και οι διαφορετικοί “πρώτοι” τους», εκδ. «Επτάλοφος», Αθήνα 2017.