Με λαμπρότητα τελέσθηκε ο Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός στον Ιερό Βράχο του Αρείου Πάγου σε ανάμνηση του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου, ιδρυτή της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Χοροστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, ενώ παρέστησαν Συνοδικοί Μητροπολίτες και άλλοι Αρχιερείς, υπουργοί, βουλευτές, πολιτευτές, εκπρόσωποι των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων, κληρικοί και λαϊκοί.
Κατά τον Εσπερινό μίλησε ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαθανασίου, Ιεροκήρυκας του Μητροπολιτικού Ναού των Αθηνών και Διευθυντής του ιδιαιτέρου Γραφείου του Αρχιεπισκόπου.
Ο π. Χρυσόστομος τόνισε πως «ο Απ. Παύλος σφράγισε, περισσότερον από κάθε άλλον την ιστορία και την θεολογία της Εκκλησίας. Ήταν μία εξαιρετικὴ προσωπικότης. Δεν ήταν μόνο τα φυσικὰ προσόντα, η παιδεία του η ιουδαϊκὴ «παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ» (Πραξ. 22,3), η ελληνική του κατάρτιση, η κοσμοπολίτικη νοοτροπία του, οι οποίες τον καθιέρωσαν στη συνείδηση της Εκκλησίας, ως «ἐθνῶν κήρυκα…καὶ οἰκουμένης ἀγλάϊσμα». Ηταν πρωτίστως η θερμουργός αγάπη του προς τον Χριστό. Ήταν η αγαπώσα τον Κύριον καρδία του, που έφθανε μέχρι τη διακήρυξη: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι ζῷ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20)».
Αναφέρθηκε στο κέντρο της θεολογίας του Αποστόλου Παύλου λέγοντας πως «είναι το πρόσωπο του Χριστού. Ο Παύλος ήταν απόλυτα βεβαιωμένος ότι η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού έφερε την «καινή διδαχή», την νέα κατάσταση στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Ο «παιδαγωγός εις Χριστόν» Νόμος, δεν έχει πλέον την παλαιά του ισχύ, εφ’ όσον η προαιώνια ευδοκία και βουλή του Θεού, έγινε από προσδοκία, πραγματικότητα. Ο Θεός «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» και «τὸ μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον» προσφέρεται ως κήρυγμα και ζωή σ’ όλα τα έθνη. Έτσι στο νού, στο κήρυγμα και στη προσωπική ζωή του Αποστόλου κυριαρχεί η χριστοκεντρική θέωρηση όλων των δεδομένων της ανθρώπινης ύπαρξης. Σημείο προσανατολισμού είναι η θεία μορφή του Χριστού, προς την οποία οφείλει συνεχώς να κατευθύνει το βλέμμα του ο πιστός.
Μίλησε, επίσης, για την Χριστοκεντρικότητα του Αποστόλου Παύλου τονίζοντας πως «ο Απόστολος Παύλος σφράγισε περισσότερο από κάθε άλλο την ιστορία και τη Θεολογία της Εκκλησίας. Κέντρο της Θεολογίας του είναι το πρόσωπο του Χριστού, γιαυτό και η αποστολή του είναι ταυτισμένη με αυτό. Ο Χριστός ως Θείος νομοθέτης, ως μυσταγωγός, ως το τέλειο πρότυπο, ως ελπίδα του κόσμου συνιστούν την Χριστοκεντρικότητα του Παύλου, για την οποία ο Χριστός είναι «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι».
Σημείωσε, ακόμη, ότι «στις δύσκολες ώρες ποὺ φέρνει η ζωή, το σωτήριο φάρμακο είναι η ελπίδα στον Κύριο» και έθεσε το ερώτημα: Έχουμε την δυναμικὴ να ομιλούμε για χριστοκεντρικότητα, ως τη βίωνε ο μέγας Απόστολος; Καὶ συνωδὰ τὰ ἀμείλικτα ἐρωτήματα: Που είναι ο Χριστός σήμερα; Βρίσκεται στο κέντρο της ζωής μας, της οικογένειάς μας, της κοινωνίας μας, του δημόσιου βίου η έχει απεμπολισθεί απ’ όλα αυτά η έχει απωθηθεί στο περιθώριο της ιστορίας; Ο λόγος Του ακούγεται; Λαμβάνεται υπ’ όψη η θεία Νομοθεσία Του; Εμπνέει η διδασκαλία Του τις ανθρώπινες ψυχές; Αφήνουμε το είναι μας στη μυσταγωγική καθοδήγησή Του; Αποτελεί πρότυπο τελειότητος στη χοάνη των ατελειών μας και ελπίδα στο ανέλπιστο του κόσμου;».
Σε άλλο σημείο, τόνισε χαρακτηριστικά ότι «η Χριστοκεντρικότητα, έχοντας ως πηγή το Ευαγγέλιο του Χριστού και την Ιερά Παράδοση, εκφράζει το τελειότερο ήθος για τον άνθρωπο. Όντως σοφίζει και εκπολιτίζει. Γιατί στον αυθεντικό χριστιανισμό δεν υπάρχει σκοταδισμός και οπισθοδρόμηση. Μόνον αληθής πρόοδος, κατάφαση στα επιστημονικά επιτεύγματα και οδός όλη φως. Η ζωή του ανθρώπου στο Χριστιανισμό είναι μέγιστο αγαθό, του Θεού δώρον. Στον χριστιανισμό θεμελιώνονται τα ανθρώπινα και ατομικά δικαιώματα».
Στην καίρια ομιλία του ο π. Χρυσόστομος επεσήμανε, εξάλλου, ότι «η σημερινή πνευματική αναταραχή στην Ευρώπη, γιατί περί αυτής πρόκειται, μ’ όσα συμβαίνουν, βρίσκει τους περισσοτέρους σε μία σύγχυση. Η ρίζα του κακού δεν είναι η απουσία δημοκρατικών ιδεωδών, αλλά η περιφρόνηση των εντολών του Ευαγγελίου και η μη εφαρμογή τους, με διάφορα προσχήματα. Η υπέρμετρη εμπιστοσύνη στη μηχανή, η οποία ούτως η άλλως δεν καταλαβαίνει από αισθήματα αγάπης και αλληλεγγύης, η στόχευση στον υλικό ευδαιμονισμό και ο αμοραλισμός στο όνομα του Διαφωτισμού, που δεν προσθέτουν ούτε ένα βήμα ηθικού μεγαλείου στην Ευρώπη, έχουν φθάσει τελικά τον ευρωπαίο άνθρωπο να δοκιμάζεται και να αναζητεί την λησμονημένη αληθινή ταυτότητά του.
Επέστη ο καιρός το φως του Χριστιανισμού να ανέλθει «ἐπὶ τὴν λυχνίαν». Η Ευρώπη χρειάζεται σήμερα το ήθος της χριστιανικής διδασκαλίας, όσο ποτέ άλλοτε. Οφείλει να ανακαλύψει εκ νέου την εξ αποκαλύψεως σώζουσα την κοινωνία της αλήθεια, τον αυθεντικό χριστιανισμό. Και στο σημείο αυτό ο λόγος της Ορθοδοξίας, ως «φως το πάσιν γλυκύτατον και ως άλας το πάσιν εράσμιον», ως φιλοκαλία, έχει πρωτεύοντα και ευεργετικό ρόλο».
Σημείωσε, άλλωστε, πως «η χριστοκεντρικότητα του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, για την οποία ομιλούμε, και αποτελούσε τον πνευματικό πυρήνα της υπάρξεως και το μυστικό του μεγαλείου του, είναι απόλυτη ανάγκη να πνεύσει ως «αύρα λεπτή» στο ευρωπαικό γίγνεσθαι. Χωρίς θρησκευτικούς φανατισμούς χωρίς εξουσιαστική δύναμη, χωρίς εγωισμούς, αλλά «ἐν μετανοίᾳ, ἐν ταπεινώσει, ἐν ἀληθείᾳ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι Θεοῦ ζῶντος».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο π. Χρυσόστομος υπόγραμμισε «Επί την ηλίου δύσιν, στον βράχο τούτο, μιλά ο Απόστολος των Εθνών, ο Πρωτοκορυφαίος Παύλος για τον Αιώνιο. Οι άγγελοι εορτάζουν τριγύρω μας. Ο Περικλής, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, οι Επικούρειοι σιγούν για ν’ ακούσουν. Ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, Δάμαρις η αρχόντισσα, ασπάζονται τον λόγο. Οι πρώτοι χριστιανοί διασκελίζουν τα μάρμαρα με μυστικά οράματα. Εμείς, οι σύγχρονοι χριστιανοί, μιμητές του Παύλου, θα γράψουμε «το υπέρ παν όνομα», τον Χριστό, ανεξίτηλα στις καρδιές μας;».