Ο Πάρνωνας για τους φυσιολάτρες αποτελεί έναν ξεχωριστό τόπο, όπου το περιβάλλον, στο συνολό του, είναι μοναδικό στην Ευρώπη. Τα χωριά του μοιάζουν να έχουν βγει μέσα από παραμύθι. Εκεί η πέτρα γίνεται παιχνίδι στα χέρια έμπειρων μαστόρων, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει μικρά «θαύματα» στον μεγαλύτερο ορεινό όγκο της Πελοποννήσου.
Ο Πάρνωνας ή Μαλεβός ή Κρόνιον Όρος απλώνεται από την ανατολική πλευρά της Αρκαδίας έως την Κυνουρία και από τη Λακωνία έως τον Κάβο Μαλιά.
Εκτός της φύσης, όμως, και των όμορφων χωριών, ο Πάρνωνας είναι ευρύτερα γνωστός ως το «Άγιο Όρος της Πελοποννήσου». Και ονομάστηκε έτσι για τον λόγο ότι εδώ έφτασαν και εγκαταταστάθηκαν οι κάτοικοι που εκδιώχτηκαν από το Άγιο Όρος, οι Τσάκωνες.
Οι ειδικοί, ιστορικοί και μη, έχουν προ αιώνων αποφανθεί ότι οι κάτοικοι του Άθω ήταν Τσάκωνες, και έχουν αποδείξει ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος απέδωσε το «Άγιο Όρος τοις μοναχοίς» και υποχρέωσε τους παλιούς κατοίκους να εγκαταλείψουν την περιοχή και να επιστρέψουν στη «δική τους γη», τον Πάρνωνα. Και εκείνοι επέστρεψαν και άπλωσαν στα οροπέδια, τις ράχες και τα φαράγγια τη νέα τους ζωή, δημιουργώντας βήμα-βήμα τον «Άγιο Όρος της Νοτίου Ελλάδος».
Το άλλο «Άγιο Όρος» μπορεί να υπολείπεται σε αίγλη της αθωνικής πολιτείας, αλλά έχει διαγράψει μια δυναμική πορεία άμεσα συνδεδεμένη με την Ορθοδοξία και τον αγώνα για την παλιγγενεσία. Και δεν είναι μόνο ότι στον Πάρνωνα ανδρώθηκαν οι περισσότεροι οπλαρχηγοί του αγώνα του 1821, αλλά ότι εκεί, στο ιστορικό βουνό, κτίστηκαν δεκάδες μοναστήρια και εκατοντάδες εκκλησίες και υψώθηκαν πέτρινοι οικισμοί, για να φτάσουμε σήμερα να μιλάμε για έναν τόπο-κάστρο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.
Από τον Διόνυσο και την Ινώ, τον Κολοκοτρώνη και τον Κόντογλου έως σήμερα, όλα μοιάζουν να έχουν κυλήσει σε μια αδιατάραχτη αρμονία με τη φύση.
Οι αρχαίοι Έλληνες, οι Βυζαντινοί, οι Ενετοί και οι Τούρκοι άφησαν τα αποτυπωματά τους στον χώρο και τον χρόνο, με την Ορθοδοξία, όμως, να διασκελίζει το παρελθόν και να απλώνεται σε κάθε γωνιά του Πάρνωνα πότε ως ιδέα και πότε ως πραγματική ανάγκη επιβίωσης κόντρα σε κάθε είδους απειλές.
Και είναι πολλά τα σημάδια-μάρτυρες της Ορθοδοξίας σε όλο τον Πάρνωνα που αποδεικνύουν ότι «εδώ έγραψαν ιστορία… νηστεύσαντες και μη…».
Είτε είναι κανείς κοντά στην Εκκλησία είτε όχι, εδώ, σαν περνάς τις βαριές πόρτες των μοναστηριών, ανακαλύπτεις τα χνάρια της ιστορίας που επιμένει να συνδέει την περιοχή με τη γενικότερη πορεία του τόπου.
Τα ίδια τα μοναστήρια είναι αυτά που σε καθηλώνουν με τη γεωγραφική τους θέση, τα κειμήλια, τα σημάδια από τις μάχες κατά των Τούρκων και των άλλων εισβολέων.
Όλα ή σχεδόν όλα σκαρφαλωμένα σε απρόσιτα βράχια, προκαλούν δέος και ταυτόχρονα αποκαλύπτουν έναν κόσμο που σε φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στο υπερφυσικό, κάτι που θέλγει και τρομάζει!
Πολλά από αυτά τα μοναδικά πέτρινα συγκροτήματα δεν κατάφεραν να κρατήσουν την παλιά αίγλη. Κάποια δεν έχουν ούτε μοναχούς, μα όλα έχουν πλούσια ιστορία, σημαντικά κειμήλια και ακόμα πιο σημαντική προσφορά στον τόπο.
Αν και δύσκολα κάποιος μπορεί να χρονολογήσει την ύπαρξή τους στον χώρο, το βέβαιο είναι ότι από τον 7ο μ.Χ. αιώνα υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στον Πάρνωνα έχει βαθιές ρίζες ο χριστιανισμός. Κατά τη βυζαντινή περίοδο κτίστηκαν, άκμασαν και απέκτηδαν περιουσία οι περισσότερες μονές. Ένα μικρό πέρασμα των Ενετών θόλωσε κάπως τη λάμψη τους. Αλλά η συνέχεια ήταν αυτή που τα ανύψωσε και πάλι και τα ανέδειξε σε χώρους λατρείας και αντίστασης.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης και την εισβολή των Οθωμανών στην Πελοπόννησο, πολλά μοναστήρια καταστράφηκαν, άλλα εγκαταλείφθηκαν, ενώ κάποια επέμειναν να κρατηθούν στη ζωή μετά την πρώτη μπόρα.
Η καταστροφή από τους Τούρκους
Όταν άρχισαν να ηρεμούν κάπως τα πράγματα, τα μοναστήρια οργανώθηκαν και πάλι. Τα περισσότερα έγιναν μοναστηριακά, λαμβάνοντας το μέγα προνόμιο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο τα κατέστησε αυτόματα σημαντικό χώρο λατρείας με επιρροή σε «εχθρούς και φίλους».
Κατά καιρούς, οι Τούρκοι, επικαλούμενοι διάφορες αφορμές, έκαναν επιδρομές σε πολλές μονές, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Όμως, η αντίστροφη μέτρηση για τα περισσότερα άρχισε μετά το αποτυχημένο κίνημα των αδελφών Ορλώφ. Οι Αλβανοί που χρησιμοποιήθηκαν από τους Τούρκους για να τιμωρήσουν τους ντόπιους πυρπόλησαν μονές, κατέστρεψαν, βασάνισαν μοναχούς. Ήταν, δε, τόσο αποτρόπαια η δράση τους, που και οι ίδιοι οι Τούρκοι στο τέλος τους επικήρυξαν.
Τα προεπαναστατικά χρόνια τα μοναστήρια είχαν μετατραπεί σε χώρους όπου με μυστικό τρόπο οργανώθηκαν και προετοιμάστηκαν πολλοί αγωνιστές.
Στελέχη της τοπικής Εκκλησίας και μοναχοί ήταν μέλη της «Φιλικής Εταιρείας» στην οποία προσέφεραν, εκτός από πολύτιμες υπηρεσίες, και χρήματα. Λίγο πριν ξεσπάσει η Επανάσταση, πολλοί οπλαρχηγοί έβρισκαν σε αυτά καταφύγιο. Όταν, δε, ξέσπασε η Επανάσταση, τα μοναστήρια μετατράπηκαν σε μικρά στρατόπεδα-κάστρα.
Ο Μακρυγιάννης γράφει: «…Αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της Επανάστασής μας. Ότ’ εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. Οτ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους».
Τότε πολλοί μοναχοί ζώστηκαν τ’ άρματα και πήραν μέρος σε μάχες με τους κατακτητές. Κάποιοι, μάλιστα, έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας δίπλα σε μεγάλους οπλαρχηγούς. Την περίοδο εκείνη πολλά καταστράφηκαν, όμως ορόσημο για την πορεία των μοναστηριών στον Πάρνωνα ήταν η εισβολή του Ιμπραήμ. Ο Αιγύπτιος κατέστρεψε τα περισσότερα, ενώ εκείνα που είχαν άμεση εμπλοκή στην Επανάσταση πυρπολήθηκαν. Οι μοναχοί, παρά τις καταστροφές και τις λεηλασίες, άντεξαν και, όταν χρειάστηκε να στηρίξουν το ελεύθερο πια κράτος, απάντησαν θετικά στην πρόσκληση του Ιωάννη Καποδίστρια να ενισχύσουν με χρήματα την προσπάθειά του για την ανέγερση σχολείων.
Και μετά ήρθαν οι Βαυαροί του Όθωνα, οι οποίοι με διάταγμα δήμευσαν την περιουσία, εκδίωξαν τους μοναχούς, άρπαξαν κειμήλια. Τότε καταργήθηκαν όλα τα μοναστήρια που είχαν κάτω από τρεις μοναχούς. Ήταν, δε, τέτοια η μανία των Βαυαρών, που σε πολλές περιπτώσεις έδιωχναν με τη χρήση όπλων τους μοναχούς και, όπως γράφει ο Μακρυγιάννης, «τους αφάνισαν».
Από κει και μετά τα μοναστήρια του Πάρνωνα δεν κατάφεραν να αποκτήσουν την παλιά τους δύναμη. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπέστησαν και πάλι μεγάλες καταστροφές.
Η ανάκαμψη των τελευταίων χρόνων
Από το 1950 και μετά άρχισαν σιγά-σιγά να οργανώνονται, αλλά μόνο τα τελευταία χρόνια έχουν μπει σε φάση ουσιαστικής ανάκαμψης. Νέοι μοναχοί, νέα προγράμματα ανασύστασης, νέες προοπτικές σε συνεργασία με τους ντόπιους δημιουργούν όλες εκείνες τις συνθήκες –σε συνδυασμό με τον φυσικό πλούτο της περιοχής– για να εξελιχτούν τα μοναστήρια σε προσκυνηματικό προορισμό για χιλιάδες πιστούς από όλη την Ελλάδα.
Η αγάπη και ο σεβασμός των κατοίκων της Λακωνίας και της Αρκαδίας για την Ορθοδοξία αποδεικνύεται περίτρανα από την ύπαρξη αυτού του πλούτου της πίστης. Δηλαδή των μοναστηριών που κτίστηκαν με πολύ κόπο και τις ευλογίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο προσέφερε πνευματική και όχι μόνο προστασία, με τη σύμφωνη γνώμη πολλές φορές και των Σουλτάνων. Ήταν τέτοια τα προνόμια που απολάμβαναν οι μοναχοί της περιοχής, ώστε σιγά-σιγά δημιουργήθηκαν σε φαράγγια και βουνά πολλά μοναστήρια για τα οποία ο Πάρνωνας αναδείχτηκε ως το «Δεύτερο Άγιο Όρος» της Πελοποννήσου.
Τι λένε οι πηγές
Σύμφωνα με την κ. Μαρία Μαντουβάλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής, «…εκείνο που ριζικά διαφοροποιεί το ονομαζόμενο “Άγιο Όρος της Πελοποννήσου”, δηλαδή τις πολυάριθμες μονές της Αρκαδίας, δεν είναι μόνο ο μεγάλος αριθμός τους, αλλά κυρίως το γεγονός ότι οι Αρκάδες είναι οι ιδρυτές του Αγίου Όρους, αφού, σύμφωνα με έγκυρες ιστορικές πηγές, βυζαντινές και μεταγενέστερες, ο μόνος λαός που έμενε στον Άθω, από την εποχή του Φιλίππου, ήταν οι Τσάκωνες, οι οποίοι είναι ιδρυτές των Καρυών, τις οποίες έκαναν πρωτεύουσα του Αγίου Ορους».
Για την επιστροφή των Τσακώνων στην Πελοπόννησο υπάρχουν και άλλες πηγές. Για παράδειγμα, ο Ρώσος Βυζαντινολόγος, ακαδημαϊκός και επίσκοπος Πορφύριος Ουσπέσκου στο έργο του «Ιστορία του Άθω», επικαλούμενος σχετικό χειρόγραφο της Μονής Φιλοθέου, αναφέρει μετοικεσία των Τσακώνων από τον Άθω στην Πελοπόννησο.
Από στοιχεία που υπάρχουν στις μονές, προκύπτει ότι πολλοί από εκείνους που ίδρυσαν το «Άγιο Όρος της Πελοποννήσου» επέστρεφαν στον Άθω, όπως, για παράδειγμα, ο Όσιος Νείλος ο Μυροβλήτης, κατά κόσμον Νικόλαος Τερζάκης, από το χωριό Άγιος Πέτρος της Κυνουρίας.
Τα κυριότερα μοναστήρια της περιοχής
- Μονή Παναγίας Μαλεβής
- Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Λουκούς
- Μονή Παναγίας Ελώνης
- Μονή Παναγίας Αρτοκωστάς
- Μονή Αγίου Νικολάου Καρυάς
- Μονή Παλαιοπαναγιάς
- Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών
- Μονή Αγίου Νικολάου Σίντζας
- Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κουνουπιάς
- Μονή Ταξιάρχη
- Μονή Τιμίου Προδρόμου
- Μονή Αγίων Αναργύρων
- Μονή Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων
- Οι ναοί των Χρυσάφων, Μικρός Μυστράς