Του Μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης Χρυσοστόμου

 

Είναι πολύ σπουδαίο γεγονός για έναν λαό να έχει δωρήματα των προγόνων του, κάθε είδους, και να διατηρεί όσον το δυνατόν περισσότερο ζωντανό το παράδειγμα εκείνων που τους τα κληροδότησαν. Η μνήμη είναι ευλογημένο προσόν του νου, αλλά, πιο πολύ θα λέγαμε, της ψυχής και δεν είναι καινούργιο αν υποστηρίξουμε ότι λαοί που δεν διαθέτουν μνήμη δεν έχουν και μέλλον.

Η μνήμη, λοιπόν, μας οδηγεί κάπου τετρακόσια πενήντα χρόνια από την ίδρυση του ιστορικού ναού του Αγίου Νικολάου στην Κράψη της ηρωικής Ηπείρου και σε μια σπουδαία, φωτεινή, παραδειγματική μορφή του Γένους, που, σε χρόνους δεινούς για τον Ελληνισμό, στάθηκε ακλόνητη στην παράδοσή του και την τίμησε τόσο, ώστε να του δοθεί μεταθανατίως η προσωνύμια του «Μεγαλοπρεπούς», το οποίο κανείς δεν διανοήθηκε να αμφισβητήσει.

Πρόκειται για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωάσαφ Β’ (1556-1565), ο οποίος γεννήθηκε στην Κράψη, έναν μικρό οικισμό στις πλαγιές του Λάκμου (σημ. Περιστέρι), ανατολικά των Ιωαννίνων, κοντά στην ανατολική όχθη του Αράχθου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος και η μητέρα του Πανάγιω. Σπούδασε στη Μονή Φιλανθρωπηνών, στα Ιωάννινα και στο Ναύπλιο, και έμαθε αραβικά, περσικά και τουρκικά. Χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως το 1535 από τον τότε Πατριάρχη Ιερεμία Α’ και ποίμανε τη Μητρόπολη έως το 1556, οπότε διαδέχθηκε στον Οικουμενικό Θρόνο τον Διονύσιο Β’, που δολοφονήθηκε τον Ιούλιο 1556.

Διατέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1556 έως το 1565 και άσκησε τίμια, συνετή και επιδέξια διοίκηση. Ο Ιωάσαφ ο Β’, άνθρωπος εκ νεότητος, καλλιεργημένος και εγγράμματος, πολύγλωσσος και φιλόμουσος, προστάτεψε τα γράμματα και πολλά εμόγησε για τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία ήταν η επιτυχημένη προσπάθειά του να τακτοποιήσει τα οικονομικά του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, το οποίο, όπως όλος ο Ελληνισμός, στέναζε υπό τον οθωμανικό ζυγό, και να το απαλλάξει από τους κηφήνες, εντός και εκτός κλήρου, που εκμεταλλεύονταν θέσεις και αξιώματα για προσωπικά οφέλη.

Με την πολιτική που εφάρμοσε ο Ιωάσαφ ο Β’ πέτυχε να αυξήσει τα έσοδα και να μειώσει τις απαιτήσεις του Πατριαρχείου, εξυγιαίνοντας τις δομές και τις θέσεις από ύπουλους και επίορκους συνεργάτες. Μείωσε στο μισό τα χρέη του Πατριαρχείου και κατά χίλια φλουριά το πεσκέσι που όφειλε να δίνει στον σουλτάνο, ο οποίος επρόκειτο να ανέλθει στον Πατριαρχικό Θρόνο. Συνέστησε Οικονομική Επιτροπή και εδώρισε από προσωπική περιουσία χίλια φλουριά στη Μονή Παμμακαρίστου.

Ασχολήθηκε και με την προώθηση των γραμμάτων. Στο ποίμνιο και στους βοηθούς της προσπάθειάς του και της Εκκλησίας αυτό είχε ευεργετικά αποτελέσματα. Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο και στους όποιους λυμαίνονταν την Εκκλησία και έχασαν τις όποιες προσόδους τους, από την αποφασιστικότητα του αοίδιμου Πατριάρχη να εκκαθαρίσει τη διαφθορά. Διαβλήθηκε, λοιπόν, από ισχυρό πρόκριτο και Μητροπολίτη της εποχής του, που πέτυχε να καθαιρεθεί τον Ιανουάριο του 1565. Εξορίσθηκε στο Άγιον Όρος, αλλά η αλήθεια έλαμψε σύντομα και επανήλθε ως Μητροπολίτης στην Αδριανούπολη μέχρι τον θάνατό του. Στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως τον διαδέχθηκε ο κατήγορός του, Μητροπολίτης Καισαρείας Μητροφάνης, που είχε την ίδια τύχη το 1572, με πρωταγωνιστή των παρασκηνιακών διαβουλεύσεων εναντίον του το ίδιο πρόσωπο που είχε ενεργήσει και για την πτώση του, τον πρόκριτο Μιχαήλ Καντακουζηνό.

Από την Πατριαρχία του Ιωάσαφ δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό το ενδιαφέρον του για τα τεκταινόμενα την εποχή του στην Ευρώπη, οπότε δημιουργήθηκε η Προτεσταντική Εκκλησία, βασικά αποτέλεσμα ή δημιούργημα της αντίδρασης στην παπική τακτική των συγχωροχαρτίων που πωλούνταν τότε στη Γερμανία. Ο Λούθηρος, μοναχός του Τάγματος των Αυγουστινιανών Ερημιτών της Ερφούρτης, πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος σώζεται με τη Θεία Χάρη, και όχι με τις πράξεις του, επιτέθηκε διαμαρτυρόμενος στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Από τους σημαντικότερους υποστηρικτές των ιδεών του υπήρξε ο καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης Φίλιππος Schwarzerde, που είχε εξελληνίσει το όνομά του, όπως συνήθιζαν τότε οι ουμανιστές, σε Μελάγχθων, πνευματικός ηγέτης του Προτεσταντισμού και θερμός φιλέλληνας. Αναγνώριζε τους Έλληνες Πατέρες ως αυθεντικούς ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, κυρίως λόγω της ταυτότητας της γλώσσας που ομιλούσαν και έγραφαν αυτοί με εκείνη της Καινής Διαθήκης, αλλά και διότι ήσαν πιο κοντά στις πηγές του Χριστιανισμού. Εκτός τούτου, ο Μελάγχθων αγωνιούσε με την υποταγή των Ελλήνων στους Τούρκους και με τα δεινοπαθήματά τους από τους κατακτητές.

Στην Ανατολή οι διεργασίες αυτές δεν ήσαν σαφώς γνωστές. Για να ενημερωθεί, λοιπόν, σχετικά ο Ιωάσαφ ο Β’ απέστειλε τον Διάκονο Δημήτριο Μυσό στη Βιτεμβέργη για να συλλέξει πληροφορίες. Το 1559 εκείνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη κομίζοντας επιστολή του Μελάγχθονος, με την οποία εξέφραζε τη λύπη του για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ανατολική Εκκλησία εξ αιτίας των Τούρκων, αλλά και για τη διάσωσή της, όπως οι τρεις παίδες εν καμίνω.

Επίσης, μεταξύ άλλων, βεβαίωνε ότι οι Προτεστάντες τήρησαν την Αγία Γραφή, τις Συνόδους και τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, απέκρουσαν τις δεισιδαιμονίες των Λατίνων μοναχών, και παρακαλούσε να μη δίνει σημασία στις συκοφαντίες εναντίον τους, αλλά να πληροφορηθεί από τον διάκονό του όσα είδε και παρακολούθησε από τη διδασκαλία και τις συναθροίσεις τους. Απάντηση δεν εστάλη ποτέ από τον Ιωάσαφ στον Μελάγχθονα, επειδή, ασφαλώς, δεν θα ενθουσιάστηκε από τις διηγήσεις του Δημητρίου και από τη συνειδητοποίηση ότι, αν τηρούσαν και οι τρεις «ποικιλίες» των Προτεσταντών την Αγία Γραφή, τις Συνόδους και τους Πατέρες, θα είχαν μεταστραφεί στην Ορθοδοξία. 

Το κείμενο αυτό άρχισε με την ανάμνηση του Ναού του Αγίου Νικολάου στην Κράψη, με το οποίο συνδέεται ο Πατριάρχης Ιωάσαφ ο Β’. Όμως, δεν συνδέεται μόνον λόγω καταγωγής, αλλά και διότι είναι ο ίδιος ο ιδρυτής του, που τον αφιέρωσε στη μνήμη του πατέρα του, Νικολάου. Ο ναός, που έχει ανακηρυχθεί διατηρητέο μνημείο, χρονολογείται περί το 1560-1563 και διατηρείται σε καλή κατάσταση. Είχε στέγη, λίθινες πλάκες, τι οποίες αφαίρεσε η Αρχαιολογική Υπηρεσία για να τις χρησιμοποιήσει σε άλλο παλαιό ναό, προφανώς αξιολογηθέντα ως σημαντικότερο, και στέγασε τούτον με κεραμίδια. Το 2003, όμως, ο εφημέριος του ναού κατόρθωσε να τις ξαναβάλει. Έχει θαυμάσιες τοιχογραφίες του 1563, οι οποίες στον κυρίως ναό καθαρίσθηκαν. Είναι έργα των Γεωργίου και Φράγκου Κονταρή.

Η μορφή του Πατριάρχη Ιωάσαφ Β’ αντικατοπτρίζει αξίες μοναδικές, τις οποίες μέσα από ό,τι συνοψίζεται στον όρο «παράδοση», αποτελεί φωτοφόρο δείκτη αξιών διαχρονικών.