Της Δήμητρας Παλαιολόγου

 

«Πρωτόγνωρη αποστολή» χαρακτηρίζει την επιλογή του να ηγηθεί της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος. Με αφορμή τη συμπλήρωση 25 χρόνων αρχιεπισκοπίας, ο κ. Αναστάσιος μιλώντας στο ΑΠΕ  για την μετακομμουνιστική Αλβανία τονίζει: «Είχαμε και άλλοτε διωγμούς της θρησκείας, αλλά αυτό που συνέβη στην Αλβανία ήταν κάτι το μοναδικό. Η Εκκλησία διαλύθηκε εντελώς. Ανάλογα φαινόμενα δεν έχουμε στην Ιστορία. Δεν υπάρχει άλλο κράτος που ανακηρύχθηκε με το Σύνταγμά του αθεϊστικό. Ο Ενβέρ Χότζα ήθελε να πρωτοτυπήσει. Οι περισσότεροι ναοί γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν σε στάβλους, αχυρώνες, μηχανουργεία, κινηματογράφους κ.ά.

Όλοι οι κληρικοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το έργο τους. Το χειρότερο δεν ήταν πως οι ναοί κατεδαφίστηκαν, αλλά ότι οι διώκτες προσπάθησαν να ξεριζώσουν από τις καρδιές των ανθρώπων τη δυνατότητα να πιστεύουν. Από τα παιδικά έως τα πανεπιστημιακά χρόνια, η εκπαίδευση ήταν συστηματικά αθεϊστική. Ο ανελέητος διωγμός οδήγησε τη χώρα σε πνευματική κατάρρευση. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ντοστογιέφσκι, αν δεν υπάρχει Θεός, όλα επιτρέπονται».

Για την επιλογή του, το 1991, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως Εξάρχου της Αλβανίας, ο Ιεράρχης αναφέρει:

«Ποτέ δεν είχα σκεφθεί κάτι τέτοιο. Υπακούοντας, όμως, στο αίτημα του Οικουμενικού Θρόνου, αποδέχθηκα την πρωτόγνωρη αυτή αποστολή, χρειάστηκαν έξι μήνες, για να μου χορηγήσουν οι αλβανικές Αρχές θεώρηση του διαβατηρίου.

 Όταν φτάσαμε στον ερειπωμένο Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού, ο οποίος τα προηγούμενα χρόνια είχε μετατραπεί σε γυμναστήριο, ρώτησα πώς λέγεται το “Χριστός Ανέστη” στα αλβανικά. Πρόσθεσα, “πάρετε ο καθένας ένα κερί”. Όταν το άναψαν, αναφώνησα “Krishti u Ngiall”! (Χριστός Ανέστη!). Με πολλή συγκίνηση και δάκρυα, οι λιγοστοί παριστάμενοι αντιφώνησαν “Vertet u Ngjall”! (Αληθώς Ανέστη!). Η ελπίδα αναστήθηκε. Δημιουργήθηκε νέα προοπτική για το μέλλον. Η προσπάθεια αυτά τα χρόνια συντελέστηκε μέσα σε σύννεφα, καταιγίδες και πολλαπλές δυσκολίες. Το “Χριστός Ανέστη” καθόρισε τον ρυθμό της όλης πορείας».

Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων θυμάται: «Βρήκαμε, ναι, εντελώς διαλυμένη Εκκλησία, η οποία αποτελούσε συγχρόνως ένα μωσαϊκό, αν θέλετε, της βαλκανικής πραγματικότητος. Μία ιδιοτυπία αυτής της Εκκλησίας είναι ότι δεν έχει ομοιογένεια εθνικής καταγωγής. Είναι κάτι που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό. Τα μέλη της είναι Αλβανοί, Έλληνες, Σλάβοι, Βλάχοι (άλλοι συνδεόμενοι με την Ελλάδα, άλλοι με τη Ρουμανία, άλλοι απορροφημένοι από την τοπική κοινωνία) κ.ά. Προσπαθήσαμε από την πρώτη στιγμή να είμαστε όλοι μαζί. Συμβολικά τόνιζα: Όλα τα δένδρα στο δάσος είναι ελεύθερα να αναπτυχθούν κάτω από τον Ήλιο της Δικαιοσύνης. Επίσης δεχθήκαμε όσους ήθελαν να ακολουθούν το Παλαιό Ημερολόγιο. Είμαστε ένα μωσαϊκό της βαλκανικής πραγματικότητος».

Με τη βασική αρχή ότι «κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι Εικόνα του Θεού, άρα πρόσωπο σεβαστό», ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος σέβεται όλες τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και απλώνει χέρι συνεργασίας και σεβασμού στις θρησκευτικές κοινότητες της Αλβανίας.

Όπως εξηγεί, η Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας δεν αποτελεί την πλειοψηφία της χώρας, όπως σε άλλες βαλκανικές περιοχές, αλλά ούτε μια μικρή περιορισμένη μειοψηφία, όπως στα κέντρα των παλαιφάτων Πατριαρχείων και τονίζει:

«Είμαστε περίπου 20%-22% του πληθυσμού της χώρας. Έχουμε σημαντικό ρόλο μέσα στην κοινωνία. Συγχρόνως υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι ανησυχούν για αυτόν τον ρόλο. Προσπαθήσαμε από την πρώτη στιγμή να καλλιεργήσουμε αλληλοκατανόηση και αλληλοσεβασμό. Το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι για μας σεβαστό. Όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργήματα του Θεού. Οι διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι δική τους επιλογή και δική τους ελευθερία. Εμείς τους σεβόμαστε, τους αγαπούμε και συνεργαζόμαστε μαζί τους».

Μέσα σε ένα δύσκολο περιβάλλον, όπου η Ορθοδοξία είχε υποστεί πλήρη καθίζηση, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, αξιοποιώντας τη θεολογική σκέψη και ιεραποστολική εμπειρία αιώνων, κινήθηκε σε τρία επίπεδα: α) Χρήση της μητρικής γλώσσας στη λατρεία, την κατήχηση και το κήρυγμα. β) Δημιουργία γηγενούς κλήρου. γ) Εξασφάλιση οικονομικής αυτοδυναμίας. Ειδικότερα αναφέρει: «Οι λατρευτικές εκδηλώσεις γίνονται στην αλβανική γλώσσα. Στα ελληνικά χωριά προφανώς στην ελληνική, σε σλαβικές ενορίες στην σλαβονική κ.λπ.». Παράλληλα, μέσα στην 25ετή διακονία του, κυκλοφόρησαν, στα αλβανικά, μηνιαία εφημερίδα, περιοδικά, βιβλία (160), που πλούτισαν την Ορθόδοξη Γραμματεία.

Σχετικά με τη δημιουργία γηγενούς κλήρου: Αρχικά ιερείς από την Ελλάδα και την Αμερική στάθηκαν στο πλευρό του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, βοηθώντας τον κατά την πρώτη περίοδο του έργου του. Οργανώθηκαν σεμινάρια που εξελίχθηκαν σε μια Θεολογική Ακαδημία. «Δεν δέχτηκα κανέναν υποψήφιο για ιεροσύνη, αν δεν είχε τελειώσει τη Μέση Εκπαίδευση και που δεν θα ήταν διατεθειμένος να συνεχίσει σπουδές», επισημαίνει ο Ιεράρχης και προσθέτει ότι μέχρι σήμερα έχουν εκπαιδευθεί και χειροτονηθεί περίπου 160 κληρικοί (εκ των οποίων άνω των δέκα έχουν αποβιώσει). Επίσης έχουν χειροτονηθεί επίσκοποι αλβανικής καταγωγής, με άρτιες θεολογικές σπουδές.

Η οικονομική αυτοδυναμία της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας υπήρξε το πιο δύσκολο έργο στην όλη προσπάθεια. «Έπρεπε να εξασφαλίσουμε κάτι σταθερό από τοπικούς πόρους. Στην αρχή στραφήκαμε στις τραπεζικές καταθέσεις. Κατόπιν σε αγορές ακινήτων. Τελικά, με διάφορες δωρεές και με ένα τραπεζικό δάνειο, πραγματοποιήσαμε την κατασκευή ενός υδροηλεκτρικού έργου. Αυτό θα εξασφαλίσει την αντιμετώπιση των βασικών λειτουργικών αναγκών της Εκκλησίας και τη συνέχιση του εκπαιδευτικού και κοινωνικού της έργου. Δεν είναι μόνο οι κληρικοί με τις οικογένειές τους, αλλά και περίπου 800 εργαζόμενοι στα 30 σχολεία όλων των βαθμίδων, στα κέντρα υγείας και στις διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες».

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος αναφερόμενος στην αναζήτηση  οικονομικών πόρων λέει: «Το οικονομικό πρόβλημα ήταν δύσκολο. Η Εκκλησία είναι πάμπτωχη. Είχαν δημεύσει όλη την περιουσία της. Πάρα ταύτα, σε αυτό το διάστημα ανεγείραμε 150 νέους ναούς, επισκευάσαμε άλλους 160 και αναστηλώσαμε 60 πολιτιστικά μνημεία. Χρειάστηκε, πολλές φορές, να κάνουμε δρόμους, υδραγωγεία, οικοτροφεία, κλινικές, σχολεία όλων των βαθμίδων. Όλα αυτά τα έργα αποτελούν έκφραση αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο. Δόξα τω Θεώ, πολλοί ανταποκρίθηκαν στις παρακλήσεις μας για οικονομική βοήθεια, από την Ελλάδα, από τις διάφορες χώρες της Ευρώπης, από την Αμερική, από την Αυστραλία. Μερικές περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα συγκινητικές».