Είναι η πιο αγαπημένη μορφή στην ψυχή του κάθε Ορθόδοξου, του κάθε Έλληνα. Είναι η αγαπημένη μάνα, η στρατηγός σε όλους τους αγώνες του Έθνους, αλλά κυρίως κατά τον Πόλεμο του ’40, όπου ήταν «προστάτις και οδηγήτρια των φαντάρων». Για πολλούς, όπως προκύπτει και από όσα έχουν γραφτεί στο βιβλίο επισκεπτών στην Τήνο από πολιτικούς, αξιωματικούς και απλούς στρατιώτες, η Παναγιά ήταν εκείνο το πρόσωπο που έδιωξε τον φόβο και απάλυνε τον πόνο του λαού.

Αν και ο τορπιλισμός της «Έλλης», παραμονή του εορτασμού της στην Τήνο, την ανέδειξε σε κεντρική μορφή, ως τέτοια καταγράφηκε διαχρονικά στη θεολογία, στη λατρεία, στην εκκλησιαστική ποίηση και στη λειτουργική πράξη, αλλά και στην καθημερινότητα του κάθε ανθρώπου, καθώς από πολύ νωρίς απέκτησε, τόσο στα πατερικά κείμενα όσο και στη συνείδηση των πιστών, ιδιότητες προστατευτικές και μεσολαβητικές για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Οι ιστορίες και οι παραδόσεις σχετικά με την Παναγία είναι αναρίθμητες και αφορούν όλα τα σημαντικά βήματα του ελληνικού Έθνους. Στο χριστιανικό Βυζάντιο, η Θεοτόκος αποτέλεσε ένα από τα ιερά σύμβολα του στρατού και συνδέθηκε με τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από εχθρικές πολιορκίες. Προς τιμήν Της συντάχθηκαν πολλά υμνητικά τροπάρια, περίοπτη θέση στα οποία κατέχει ο Ακάθιστος Υμνος, κορυφαίο δημιούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας.

Η Παναγία κατέχει εξέχουσα θέση και στη νεοελληνική λαογραφική παράδοση, η οποία είναι γεμάτη από διηγήσεις και συμβολισμούς που σχετίζονται με τη Θεοτόκο. Ο ελληνικός λαός Την περιέβαλλε με ιδιαίτερη θέρμη και αγάπη, καθώς σε όλους τους εθνικούς αγώνες, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε στα απομνημονεύματά του ο θρυλικός Γέρος του Μωριά, βοήθησε «τους Έλληνες να ψυχωθούν». Η μορφή της Παναγίας είναι αναμφισβήτητα από τις κυρίαρχες στην τέχνη του βυζαντινού και του μεταβυζαντινού κόσμου, καθώς και στην ευρωπαϊκή τέχνη από την εποχή του Μεσαίωνα έως και τα νεότερα χρόνια. Οι παραστάσεις Της απαντούν σε έργα ποικίλων ειδών και αντανακλούν την ιδιαίτερα προβεβλημένη θέση της Παναγίας στη θεολογική σκέψη, στην υμνολογία και στη λατρευτική πράξη της Ορθόδοξης και της Δυτικής Εκκλησίας.

Η εύρεση της εικόνας της Παναγίας της Τήνου και ο αγώνας για την απελευθέρωση

Το 1823, όταν στην επαναστατημένη Ελλάδα ο διχασμός έφερνε απόγνωση, στην Τήνο οι πιστοί ξέθαβαν την εικόνα της Παναγίας, καθοδηγούμενοι, σύμφωνα με την παράδοση, από το όραμα της μοναχής Πελαγίας, που ζούσε στο μοναστήρι της Κυράς των Αγγέλων στο Κεχροβούνι.

Έπειτα από τρεις εμφανίσεις της Παναγίας, στις 9, 16 και 23 Ιουλίου του 1822, η μοναχή Πελαγία στην αρχή φανέρωσε το όραμα, στο οποίο έβλεπε μια γυναίκα, την Παναγία, που την πρόσταζε να μεταφέρει στους προκρίτους του νησιού να βρουν την εικόνα Της, που ήταν θαμμένη σε ένα χωράφι, και να ανεγερθεί εκεί ένας νέος ναός.

Στις 30 Ιανουαρίου 1823 είχε ήδη αναπτυχθεί η κτιριοδομή του Ναού της Ζωοδόχου Πηγής, οι εργασίες για την ανοικοδόμηση του οποίου είχαν αρχίσει τον Οκτώβριο του 1822. Όμως στις 30 Ιανουαρίου 1823, κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών, την ώρα που πολλοί εργαζόμενοι προσπαθούσαν να εξομαλύνουν το έδαφος του ναού βρέθηκε η εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, καταχωμένη στην άκρη του νάρθηκα, κομμένη στη μέση από κάποιο κτύπημα όσων έσκαβαν για να τη βρουν.

Μετά την εύρεση της εικόνας, οι επίτροποι αποφάσισαν να χτίσουν τον ναό, για τον οποίο χρειάστηκαν μάρμαρα από τη Δήλο, πολλά χρήματα αλλά και μεγάλος αριθμός εργατών. Περί το 1826 η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε, ενώ το 1880 περατώθηκε η κατασκευή του συνόλου του κτιριακού συγκροτήματος της Μεγαλόχαρης.

Η εύρεση της εικόνας το 1823, μεσούσης της Επανάστασης, ερμηνεύτηκε ως θεϊκό σημάδι για την ελευθερία της πατρίδας.

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων υπερθεματίζει: «Τότε δε κατ’ αρχήν του Αγώνος η εικών του Ευαγγελισμού, επιφανείσα πολλάς τοις αγωνιζομένοις, επώμβρισεν ελπίδας χρηστάς, οίον βεβαίαν την επιτυχίαν του Αγώνος ευαγγελιζομένη».

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης προ ακόμη της ανευρέσεως της ιεράς εικόνος, κατά την τελευταίαν σχεδόν φάσιν των ανασκαφών, έλαβε ως δώρον τον εις τα ερείπια του αρχαίου ναού ανευρεθέντα μολύβδινον άγγελον. Μετ’ αυτών προσήλθον εις την Τήνον να προσκυνήσουν την θαυματουργόν εικόνα ο Μιαούλης (πολλάκις), ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, ο Άνθιμος Γαζής, ο Κολοκοτρώνης (άφησε στην εικόνα το δακτυλίδι του) και ο Νικηταράς.

Μετά την απελευθέρωση, η Παναγία της Τήνου γίνεται σύμβολο της Κρητικής Επανάστασης, αλλά και κάθε αγώνα των Ελλήνων, όπου και αν αυτός εξελισσόταν.

Από το 1912 έως και τη Μικρασιατική Καταστροφή η Μεγαλόχαρη αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τον απλό λαό, τους στρατιώτες, τους πολιτικούς και τους βασιλιάδες. Το γεγονός δε ότι το 1912 το Πάσχα συνέπεσε με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου θεωρήθηκε προάγγελος ευχάριστων γεγονότων για την Ελλάδα. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος για τις νίκες του ελληνικού στρατού και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης έστειλε στην επιτροπή του ιδρύματος τηλεγράφημα: «Συναναπέμπω μεθ’ υμών τη Υπερμάχω Στρατηγώ επί νίκες, συνευχόμενος τη οδηγία Αυτής και εμμόνω εκτελέσει νικών καθηκόντων, συμπλήρωσιν απολυτρώσεως απάντων προσκυνητών χάριτός Της».

Και ο Άγγελος Σικελιανός προσεύχεται: «Παρθένα μάννα, το πικρό ποτήρι ως τη στερνή το ’πιαμε στάλα. Δράμε εκεί που τα ίδια σπλάχνα σου ξεσκίζουν. Άνοιξ’ το δρόμο, ακοίμητη, να πάμε όπου τουφέκι και λιβανιστήρι».

Στα γράμματα από το μέτωπο, η Παναγία για στρατιώτες και αξιωματικούς είναι η προστάτιδα, η μάνα, η ελπίδα, η ίδια η ζωή, που ανεβοκατεβαίνει τα βουνά, που διαβαίνει τα ποτάμια, που φωλιάζει σε σπηλιές πλάι σε τραυματίες και τους περιποιείται με υπομονή και αγάπη. Και αυτή τη δύναμη της παρουσίας της Παναγίας περιγράφει στο γράμμα του προς την αδελφή του ένας στρατιώτης από τη Χίο: «Αδελφούλα μου, νικούμε! Η Παναγία ολοζώντανη μας ακολουθεί. Παρακαλείτε και σεις όσο μπορείτε για τη σύντομη τελική νίκη».

Ένας άλλος στρατιώτης εξηγεί στους γονείς του γιατί δεν πρέπει να ανησυχούν: «Αγαπητοί μου γονείς, σεις θα φαντάζεσθε πράγματα φοβερά και τρομερά, ενώ εμάς δεν μας νοιάζει καθόλου. Γι’ αυτό να μη στεναχωριέσθε. Άλλως τε για όλα τα Ελληνόπουλα του μετώπου φροντίζει η Μεγαλόχαρη της Τήνου να τα κρατή γερά και να τους δίνει νίκες και μόνο νίκες. Θέλω να μου γράφετε τακτικά».

Το μεγάλο θαύμα του 1940

«Είχε σηκώσει το γιακά της χλαίνης και με το μάνλιχερ στη χούφτα, όπλο και ραβδί, προχωρούσε στο κάτασπρο χιόνι. Η Παναγία “στρατηγός” στο μέτωπο το 1940 καθοδηγούσε, προστάτευε τους στρατιώτες». Ως στρατηγό φαντάζονταν την Παναγία οι λογοτέχνες, οι πολιτικοί, αλλά και οι στρατιωτικοί που μάχονταν στα βουνά της Πίνδου σε επίσημα κείμενα της εποχής. Εκεί, στη μεγάλη μάχη του Έθνους, η Παναγία περπατά με τους στρατιώτες, σώζει τραυματισμένους και αιχμαλώτους, πότε νοσοκόμα, πότε στρατηγός και πότε παρηγορήτρια στα φτωχόσπιτα που έχαναν στην Πίνδο αγαπημένα πρόσωπα.

Η μορφή της, τυπωμένη στα επιστολικά δελτάρια, έκλεινε σε ένα μικρό κομμάτι χαρτιού τον πόνο, την ελπίδα και τα δάκρυα των αγωνιστών του 1940. Της χρονιάς εκείνης που η Τήνος, λίγα μέτρα από τον Ναό της Ευαγγελίστριας, έζησε την πιο φρικτή όψη του πολέμου. Τότε, στις οκτώμισι το πρωί της 15ης Αυγούστου, ανήμερα του εορτασμού της Θεοτόκου, στον όρμο της Τήνου, όπου είχε καταπλεύσει για να αποδώσει τιμές το «εύδρομον Έλλη», οι Ιταλοί χτύπησαν με τον πιο ύπουλο τρόπο. Ένα υποβρύχιο του ιταλικού στόλου, το «Ντελφίνο», τορπίλισε το σημαιοστολισμένο πλοίο.

Διοικητής των Δωδεκανήσων τότε ήταν ο Ντε Βέκι, ο οποίος είχε ενημερώσει ψευδώς τον Μουσολίνι ότι στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τήνου και Σύρου κινούνταν αγγλικά πλοία. Έτσι, το ιταλικό υποβρύχιο ανέλαβε να δράσει χτυπώντας το «Έλλη», με αποτέλεσμα να αφήσει πίσω συνολικά 10 νεκρούς και 29 τραυματίες. Έντεκα χρόνια αργότερα, η ιταλική κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας το έγκλημα, έδωσε στην Ελλάδα ως αποζημίωση το καταδρομικό «Ευγένιος Σαβοΐας», το οποίο μετονομάστηκε σε «Έλλη ΙΙ».

Ο τορπιλισμός του «Έλλη» είχε ως αποτέλεσμα λαός και πολιτικοί να βγουν από τον κόσμο των ψευδαισθήσεων, να παραβλέψουν τις όποιες διαφορές τους και να ενωθούν κάτω από την ίδια σημαία. Ο πρεσβευτής της Ιταλίας, Γκράτσι, μετά το τέλος του πολέμου, στα απομνημονεύματά του διαπίστωνε: «Το έγκλημα της Τήνου είχε ως αποτέλεσμα, για να μην πω ότι έκανε το θαύμα, να δημιουργηθεί σε όλη την Ελλάδα μια απόλυτη ενότητα ψυχών. Μοναρχικοί και βενιζελικοί, οπαδοί και αντίπαλοι της 4ης Αυγούστου πείστηκαν πως έναν μόνο αδυσώπητο εχθρό είχε η Ελλάδα, την Ιταλία».

Δύο μήνες αργότερα, οι καμπάνες του Ναού της Ευαγγελίστριας ήχησαν όταν οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Ήπειρο, καλώντας τους πάντες να πολεμήσουν και να εκδικηθούν για το χτύπημα στην «Έλλη». Ο Σπύρος Μελάς έγραφε: «Κλείνοντας βαθειά μέσ’ στην ψυχή του ο καθένας μας τον πόνο και τη λύσσα του -λέει ο αυτόπτης-, ενωμένοι στην αγάπη μας για την Ελλάδα, σε μια μόνη θέληση χαλυβδωμένοι, παρακαλέσαμε τη θαυματουργό Παρθένα να μας αξιώσει να εκδικηθούμε με τα καράβια μας τον εχθρό για το άτιμο έγκλημά του».

Μετά το πρώτο ξάφνιασμα που προκάλεσε η ιταλική εισβολή, το κλίμα αντιστράφηκε «...και η Ελλάς επήδηξεν εις τα όρη ανένδυτος, γυμνή, κουρελού και επολέμησε με τις πέτρες και εσταμάτησε την άτιμον εισβολήν και... περνούν ένα, δύο, τρία, δέκα, δεκαπέντε εικοσιτετράωρα, ω - και νικά. Τι θα γίνη;... Θα γίνη ό,τι ήθελε ο Ύψιστος, θα γίνη ό,τι έχει αποφασίσει η υβρισμένη Παναγία της Τήνου. Θα νικήσωμεν», σημείωνε στην «Καθημερινή» τον Νοέμβριο του 1940 ο Γεώργιος Βλάχος.

Με τις πρώτες νίκες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ στην ημερήσια διαταγή προς τον μαχόμενο στρατό ανέφερε: «...Ενικήσατε, Έλληνες πολεμισταί, διότι το δίκαιον είναι μαζί σας και διότι ο Θεός και η Παναγία σάς προστατεύουν». Στο ίδιο πνεύμα και η ημερήσια διαταγή του αρχιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου: «...ημείς όλοι είμεθα υπερήφανοι δι’ αυτούς και ο Θεός και η Παναγία τούς ευλογούν από ψηλά».

Στην ημερήσια διαταγή της 28ης Οκτωβρίου ο Παπάγος ανέφερε: «Στρατιώται, ο Θεός είναι μαζί σας, η πληγωμένη Παναγία της Τήνου ευλογεί τον αγώνα σας και σας οδηγεί και Αύτη θα σας δώσει δύναμη για να συντρίψετε οριστικά και τελειωτικά τον ύπουλο εχθρό, που θέλησε, χωρίς καμία αφορμή, να μας κάνη δούλους»...

Πέρα όμως από τις διαταγές και τα εμπνευσμένα κείμενα των πρωταγωνιστών, το ίδιο το Ίδρυμα της Παναγίας, με απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής, ήρθε να συνεισφέρει τα μέγιστα στον αγώνα κατά των Ιταλών. «Η Επιτροπή την 1η Δεκεμβρίου του 1940 αποφασίζει ομόφωνα και εκχωρεί, μεταβιβάζει και θέτει εις την διάθεσιν του ευσεβεστάτου Ηγήτορος της Κυβερνήσεως όλα τα εν τω Ιδρύματι της Ευαγγελιστρίας υπάρχοντα και εις αυτό ανήκοντα αναθήματα εις τιμαλφή αντικείμενα και κοσμήματα παντός είδους, συμπεριλαμβανομένων, μετ’ έγκρισιν του αρμοδίου υπουργείου, και των τοιούτων προς αυτό παρ’ ευσεβών προσκυνητών υπό τον όρον της μη εκποιήσεως, ως επίσης και του εντός θήκης της Πανσέπτου Εικόνος, καθηλωμένου από το 1935 έτους, πολυτίμου περιδεραίου εκ πλατίνης και μπριγιάντ, δωρεά Αικατερίνης Βάττη, εις σχήματα εκ χρυσού μετά των του μαρμαρίνου προσκυνηταρίου της Ιεράς Εικόνος χρυσών αφιερωμάτων διαφόρων, εξαιρέσει τινών εξ αυτών εικονιζομένων τον βασιλέα Κωνσταντίνον, εις σχήματα αργυρά και επάργυρα διάφορα, και τα εν τω αποθεματικώ Ταμείω ευρισκόμενα και μη εν κυκλοφορία αργυρά ελληνικά και ξένα νομίσματα, διάφορα, τα περιλαμβανόμενα εις τα γραμμάτια αναθημάτων τιμαλφών διακοσμήσεως ναού...».

Η κίνηση αυτή της Επιτροπής έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την κυβέρνηση, το παλάτι και την ηγεσία της Εκκλησίας. Την ώρα που η επιτροπή προσέφερε την περιουσία του Ιδρύματος για τις ανάγκες του Αγώνα, στο μέτωπο η Παναγιά είναι... παρούσα. Συντροφεύει, παρηγορεί, εμπνέει τους στρατιώτες: «...Μας βελονιάζει τα κόκκαλα η νύχτα στ’ αμπριά. Εδώ μέσα μεταφέραμε τα φιλικά πρόσωπά μας και τ’ ασπαζόμαστε, τη μυρωδιά του σπιτιού, τη θέα των λόφων, την άπλα της θάλασσας, τις πλεξούδες των κοριτσιών, μεταφέραμε την Παναγία με το γαρούφαλλο, ασίκισσα, που μας σκεπάζει τα πόδια πριν από το χιόνι, που μας διπλώνει στην μπόλια της πριν απ’ το θάνατο», έγραφε ο Νικηφόρος Βρεττάκος.

Και ο Άγγελος Σικελιανός... προσευχόταν: «Παρθένα μάννα, το πικρό ποτήρι ως τη στερνή το ’πιαμε στάλα. Δράμε εκεί που τα ίδια σπλάχνα σου ξεσκίζουν. Άνοιξ’ το δρόμο, ακοίμητη, να πάμε όπου τουφέκι και λιβανιστήρι. Οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν! Στο ναό σου να μπη ο στρατός σου κάμε». Την ίδια περίοδο ο Τίμος Μωραϊτίνης εκφραζόταν δυναμικά και απόλυτα με τον δικό του τρόπο: «Δεν είμ’ εγώ το άδικο, το δίκιο είμ’ εγώ/ δεν είμ’ εγώ κατακτητής, εγώ είμ’ η Ελλάδα/ κι έστησα εδώ τη λόγχη μου αλύγιστη λαμπάδα, τη Υπερμάχω Στρατηγώ».

Μηνύματα από την πρώτη γραμμή

Στα γράμματα από το μέτωπο η Παναγία, για στρατιώτες και αξιωματικούς, ήταν η προστάτιδα, η μάνα, η ελπίδα, η ίδια η ζωή, που ανεβοκατέβαινε τα βουνά, διάβαινε τα ποτάμια, φώλιαζε σε σπηλιές πλάι σε τραυματίες και τους περιποιούνταν με υπομονή και αγάπη.

Και αυτή τη δύναμη της παρουσίας Της περιέγραψε στο γράμμα του προς την αδελφή του ένας στρατιώτης από τη Χίο: «Αδελφούλα μου, νικούμε! Η Παναγία ολοζώντανη μας ακολουθεί. Παρακαλείτε και σεις όσο μπορείτε για τη σύντομη τελική νίκη».

Ένας άλλος στρατιώτης εξηγούσε στους γονείς του γιατί δεν πρέπει να ανησυχούν: «Αγαπητοί μου γονείς, σεις θα φαντάζεσθε πράγματα φοβερά και τρομερά, ενώ εμάς δεν μας νοιάζει καθόλου. Γι’ αυτό να μη στεναχωριέσθε. Άλλως τε, για όλα τα Ελληνόπουλα του μετώπου φροντίζει η Μεγαλόχαρη της Τήνου να τα κρατή γερά και να τους δίνει νίκες και μόνο νίκες. Θέλω να μου γράφετε τακτικά».

Σε κάθε ευκαιρία οι στρατιώτες φρόντιζαν να έχουν κάτι από τη μορφή της Παναγίας. Κάτι σαν φυλαχτό. Υπάρχουν όμως και αυτοί που Την ήθελαν οδηγήτρια: «Καίτη μου», γράφει στη γυναίκα του ένας στρατιώτης, «δεν θέλω να μου στείλης φανέλλες και κάλτσες. Προτιμώ να μου φτιάξης και να μου στείλης μια σημαία της ξηράς, στο μέγεθος που έχουν τις σημαίες των τα σωματεία. Στο κέντρον, μέσα σ’ έναν χρυσό κύκλο, να βάλης τον Ντίνο να ζωγραφίση την Παναγία της Τήνου. Μια τέτοια σημαία θέλω να κάνω σημαία στον λόχο μας. Θα παραξενεύεσαι γιατί δεν με ήξερες για θρήσκο, αλλά από όσα βλέπουν τα μάτια μου πιστεύω κι εγώ ότι μια θεϊκή δύναμις συντροφεύει τον στρατόν μας. Άλλωστε, πώς μπορούσα να μείνω μόνος εγώ ασυγκίνητος μέσα στο κύμα της πίστεως που έχει όλος ο στρατός μας προς την Παναγία της Τήνου, που την πιστεύει προστάτιδά του;».

Και οι ίδιοι οι στρατιώτες φρόντιζαν να δείχνουν με κάθε τρόπο τη βαθιά τους πίστη προς την Ευαγγελίστρια. Από το αλβανικό μέτωπο, 23 στρατιώτες του 23ου Συντάγματος Πεζικού με επιστολή τους προς το ιερό ίδρυμα ζητούν να τελεσθεί παράκλησις: «Οι κάτωθι στρατιώτες του 23ου Συντάγματος προσέφερον τον πενιχρόν οβολόν των διά μιαν παράκλησιν υπέρ της υγείας και της τελικής νίκης του ελληνικού στρατού. Παρακαλούμεν την εκκλησιαστικήν επιτροπήν όπως κάνη παράκλησιν και διαβασθούν τα ονόματα της υποβαλομένης καταστάσεως, οίτινες κατέβαλον το ποσόν των δραχ. 630, ας αποστέλομεν διά ταχυδρομικής επιταγής, ίνα τελεσθή η παράκλησις».

Από τα πλέον συγκινητικά γράμματα προς τα μέλη της επιτροπής είναι αυτό του υπαξιωματικού Δ. Μεϊμάρη, ο οποίος μέσα από ανορθόγραφες λέξεις τον Μάρτιο του 1941 διατύπωσε με αγνότητα την επιθυμία του: «κύριε επίτροπε Τύνου Ευαγγελιστρίας. Σας παρακαλώ να δεχθίται αυτό το μικρό δόρον διά την χάριν της Παναγιάς, διότι έτιχα να είμαι ις την Ντίνο ις 15 Αυγούστου 1940 που βούλιαξαν την Ελλη και ήδα μαι τα μάτια μου την λαχτάραν που πέρασαν τα ναυτάκια μας και όλοι μας όσοι βρεθήκαμε εκη και οι κάτικη, και γι’ αυτό νικάμε έναν τόσο ισχιρό εχθρό, μαι τη δύναμη της Μεγαλόχαρης, και όταν ζήσω, με το καλό, θα έλθω μόνος μου και θα φέρω το αφιέρομά μου, το οποίον έχω τάξη, αφού θα γυρίσομεν νικιταί και θα εορτάσομε τη χάρι Της όλοι μαζή. Σας παρακαλώ αν λάβεται την παρούσα μου, αν θέλετε γράψετέ μου ότι λάβατε και το μικρόν δόρον μου, μια 10άρα, το οποίον περισέβη από ένα στρατιότι».

Με συντροφιά την Παναγιά, οι πολεμιστές της Πίνδου χάραζαν τη δική τους πορεία στα χιόνια «με τη λαβομένη της Τήνου να προβαδίζει ψηλόλιγνη». Αυτή την «κοινή πορεία στρατιωτών και Παναγίας» περιγράφει μοναδικά ο Άγγελος Τερζάκης στο έργο του «Ελληνική εποποιία 1940-1941»: «Η μάχη της Πίνδου είχε τελειώσει ... Ενώ το χιόνι πύκνωνε όλο και περισσότερο και το κρύο δυνάμωνε, ενώ ο χειμώνας έμπαινε με το βήμα του βαρύ, κρουσταλλιασμένο, ο φαντάρος είχε σηκώσει το γιακά της χλαίνης, που την έφαγαν οι βροχές, έχωσε το κράνος πάνω στη μάλλινη κουκούλα που του είχε πλέξει και του έστειλε εδώ πάνω μια γυναίκα -μάννα, αδερφή, στεφανωτή- και με το μάνλιχερ στη χούφτα, όπλο και ραβδί, προχωρούσε από τα κάτασπρα καταρράχια ... Έπρεπε τώρα να διώξει τον εχθρό από το εθνικό έδαφος, να τον κυνηγήσει όσο πιο μακριά γινόταν. Στο μέτωπο, σε όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου ίσαμε ψηλά στις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχισε να έχει παντού το ίδιο όραμα: Έβλεπε τις νύχτες μια γυναίκεια μορφή να προβαδίζει, ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναρριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, Την ήξερε από πάντα, του Την είχαν τραγουδήσει σαν είτανε μωρό κι ονειρευότανε στην κούνια. Είταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος στρατηγός».

 

Η Παναγιά της Τήνου

Για την παγκόσμια Ορθοδοξία η Παναγία της Σουμελά αλλά κυρίως η Παναγία της Τήνου είναι αυτές που δέχονται τους περισσότερους προσκυνητές αλλά και τα περισσότερα τάματα «υπέρ υγείας» και σεβασμού και είναι αυτές στις οποίες έχουν καταγραφεί χιλιάδες θαύματα που προκαλούν δέος. Αυτά, όπως υποστηρίζουν ιστορικοί και θεολόγοι, έχουν να κάνουν με τη βαθιά πίστη του λαού και όχι μόνο.

«...Δεν αποτελεί τόσο ένα αντικείμενο πίστεως όσο ένα θεμέλιο της ελπίδας μας, ένας καρπός πίστης, που ωρίμασε στην παράδοση. Επομένως ας μείνουμε σιωπηλοί και ας μην προσπαθούμε να δογματίσουμε σχετικά με την υπέρτατη δόξα της Μητέρας του Θεού». Ο συγγραφέας και φίλος του Αγίου Όρους Γκράχαμ Σπικ εξηγεί με τον δικό του τρόπο «αυτή την άλλη σχέση του λαού» με την Παναγία.

Και αυτή η σχέση παραμένει καθαρή και αναλλοίωτη στην Τήνο. Στο νησί της Ευαγγελίστριας, όπου εκατομμύρια άνθρωποι δεκάδες χρόνια έρχονται από κάθε γωνιά της Γης, ως ικέτες ταπεινοί -όποια και αν είναι η κοσμική τους εξουσία, όποια και αν είναι η περιουσία τους-, για να επικοινωνήσουν με τη «μάνα του Χριστού». Προσκύνησαν, ικέτεψαν και έφυγαν πιο ανάλαφροι, πιο σίγουροι, πιο ήρεμοι.

Από το 1823, οπότε και βρέθηκε η εικόνα της Ευαγγελίστριας, ο «ιερός έρωτας» έγινε σύμβολο, «θεία υπογραφή» στον αγώνα ενός λαού για την ελευθερία του.

 

Γράμματα

Αν κάποιος θέλει να προσεγγίσει σε βάθος τη σχέση λαού και αρχόντων με την Παναγία, δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά σε όσα γράφουν οι προσκυνητές στο βιβλίο επισκεπτών που φυλάσσεται στα γραφεία του ιδρύματος από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Από την ευχή του Γιαννούλη Χαλεπά -«Να αποκτήσει η Τήνος ένα μουσείο»- ως τη δωρική υπογραφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την ευλάβεια του Ανδρέα Παπανδρέου, τη σεμνότητα των νεότερων Κ. Καραμανλή, Γ.Α. Παπανδρέου και από τις ευχαριστίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη ως τις απλές αλήθειες του Λάκη Λαζόπουλου, έχει αποτυπωθεί στις σελίδες των βιβλίων ο θείος έρωτας... Και αν κανείς σταθεί λίγο στα κείμενα των απλών ανθρώπων που προσμένουν τη βοήθεια της Παναγιάς, βλέπει τον «έρωτα προς το θείο πρόσωπο της μάνας του Χριστού» διάχυτο σαν φως, που απλώνεται από το λιμάνι ως την κορυφή του καμπαναριού.

Οι πολιτικοί πολλές φορές από «καθήκον» φτάνουν ως το νησί. Όμως διαβάζοντας κανείς τα όσα δηλώνουν διαπιστώνει ότι όλοι, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που ευχαριστούσε την Παναγία με τηλεγραφήματα προς το Ίδρυμα, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τους βασιλιάδες, οι οποίοι εξέφραζαν τον σεβασμό τους υπογράφοντας απλώς στις σελίδες του βιβλίου των επισκεπτών, μέχρι τον Ανδρέα Παπανδρέου ή τον Τζορτζ Μπους, αλλά και τους νεότερους Κ. Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου, που «αποκαλύπτονται πιο εύκολα», προσκυνούν την εικόνα της Ευαγγελίστριας, ως ταπεινοί πολίτες.

Θαύματα

Όσοι έχουν ασχοληθεί με την εύρεση της εικόνας και την ανέγερση του ναού θεωρούν ότι το πρώτο θαύμα που καταγράφηκε ήταν το 1823, όταν θεραπεύτηκε από την πανώλη ένα νεαρό παιδί. Από τότε η παράδοση θέλει την Παναγία να κάνει θαύματα σε Ορθοδόξους και μη, δείχνοντας έτσι την αγάπη Της προς τους πονεμένους προσκυνητές.

 

Ο παράλυτος χιλίαρχος

Η περίπτωση του Τούρκου χιλίαρχου της Κρήτης, Μουσταφά Αλή, είναι από εκείνες που προκαλούν δέος. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Παναγία της Τήνου - Ιστορία και Τέχνη», ο Τούρκος χιλίαρχος έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων. Όταν πια οι γιατροί δεν κατάφερναν να κάνουν κάτι για να αποκαταστήσουν την υγεία του, ένας εκ των Ελλήνων θεραπόντων τού μίλησε για την Παναγία της Τήνου και του ζήτησε να επισκεφθεί το νησί. Στις αρχές του 1845, ένα ξένο ιστιοφόρο έφτασε στο νησί. Το πλοίο μετάφερε τον Τούρκο αξιωματούχο, τον οποίο οι συνοδοί του μετέφεραν με φορείο στον ναό. Έμεινε σε χώρο που του παραχωρήθηκε προσευχόμενος και μια μέρα ζήτησε και τον μεταφέρανε μπροστά στην εικόνα. Την ώρα που οι ιερείς έψαλλαν την παράκληση, ο παράλυτος Τούρκος σηκώθηκε και στάθηκε στα πόδια του. Το βράδυ θέλοντας να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του προς την Ευαγγελίστρια κάλεσε τους επιτρόπους και τους εξέφρασε την επιθυμία να κατασκευάσει ένα μαρμάρινο σιντριβάνι. Πριν αναχωρήσει για την Κρήτη, καθόρισε ο ίδιος τον χώρο όπου θα κατασκευαζόταν, φυτεύοντας σε τέσσερα σημεία κυπαρίσσια. Το σιντριβάνι κατασκευάστηκε σε εκείνο το σημείο στην αυλή του ναού, όπου παραμένει μέχρι σήμερα μεγαλοπρεπές, κυκλωμένο από τα τέσσερα κυπαρίσσια.

 

Ο τυφλός ομογενής και η πορτοκαλιά

Ο Γεώργιος Π. Λαμπράκης ήταν ένας από τους ομογενείς που ζούσαν στην Αμερική και είχε καταφέρει να αποκτήσει σημαντική περιουσία. Μια μέρα, έτσι, ξαφνικά, έχασε το φως του και οι γιατροί δεν μπόρεσαν ποτέ να τον κάνουν να ξαναδεί. Κάποιος του μίλησε για την Τήνο και την Ευαγγελίστρια, στην οποία άρχισε να προσεύχεται: «Παναγία μου, δος μου το φως μου και ό,τι δω μπροστά μου ασημένιο θα σου το φέρω στην χάρη Σου».

Και μια μέρα που καθόταν στον κήπο του, άρχισε να διακρίνει σκιές. Όσο περνούσε ο χρόνος, η όρασή του καλυτέρευε, ώσπου είδε καθαρά μπροστά του μια πορτοκαλιά φορτωμένη πορτοκάλια. Όπως είχε υποσχεθεί, παράγγειλε και του έφτιαξαν ένα ομοίωμα του δέντρου και το πρόσφερε στον ναό. Η ασημένια πορτοκαλιά με τα δώδεκα πορτοκάλια, όσα και οι Μαθητές του Χριστού, στολίζει σήμερα το αριστερό παγκάρι.

Το ψάρι που κράτησε στην επιφάνεια της θάλασσας το καράβι

Όποιος προσκυνητής μπει στον ναό βλέπει κρεμασμένο κάτω από ένα καντήλι ένα ασημένιο καράβι και ένα ψάρι, επίσης ασημένιο, καρφωμένο στα πλευρά του. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ένα καράβι ταξίδευε στη Δυτική Μεσόγειο με προορισμό την Ισπανία. Ένα βράδυ ξέσπασε ένας φοβερός κυκλώνας, με αποτέλεσμα το πλοίο να υποστεί ρήγμα στα ύφαλα και να γεμίσει νερά. Ο καπετάνιος προσευχήθηκε στην Παναγία. Τα νερά άρχισαν να υποχωρούν.

 

Ένα παιδί βλέπει

Στις 25 Αυγούστου 1962, ο Αλέξανδρος Μ. Βαρδαβάς μαζί με άλλα παιδιά είχαν φτάσει ως την Τήνο με τη φροντίδα της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Ο μικρός Αλέξανδρος αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με την όρασή του. Δεν μπορούσε να βλέπει πέρα από το ένα μέτρο! Καθώς ανέβαινε τα μαρμάρινα σκαλιά που οδηγούν στην είσοδο του ναού, σύμφωνα με μαρτυρίες, γύρισε προς τους συνοδούς του και τους είπε: «Η Παναγία θα με κάνει καλά». Έφτασε στον ναό, προσκύνησε την εικόνα και αποσύρθηκε. Το πρωί της άλλης μέρας πήγε μαζί με δύο φίλους του, τον Γιώργο Θεοδωρόπουλο και τον Λουθηρανό Ρίτσι Εγκλ, να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία. Κάποια στιγμή, με τους δύο φίλους του κατέβηκε στον Ναό της Ευρέσεως και με το αγιασμένο νερό έπλυνε τα μάτια του. Από τότε άρχισε να βλέπει όπως όλοι οι άνθρωποι γύρω του.

 

Δηλώνοντας ένα θαύμα

Πάρα πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια πηγαίνουν στα γραφεία του Ιδρύματος για να δηλώσουν επωνύμως το θαύμα που έζησαν. Μεταξύ αυτών και μία οικογένεια από την Κύπρο. Διαβάζουμε σχετικά:

«Εν Τήνω, σήμερον την 8 Αυγούστου 1972 προσελθούσα εις τα γραφεία του ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας η Άννα, σύζυγος Σάββα Ιακώβου, κάτοικος Λευκωσίας Κύπρου (Άγιος Δομέτιος, Πατρόκλου Κόκκινου), και εδήλωσε τα κάτωθι: Ο υιός μου Γεώργιος, ετών 11, την 3 Ιανουαρίου 1972 ενώ ήταν υγιής, κατά τας νυκτερινάς ώρας παρουσίασε αιφνιδίως παράλυσιν των κάτω άκρων, ώστε να καταστεί τελείως ακίνητος. Ευθύς ως διαπιστώσαμεν την απότομον ασθένεια του υιού μας εγώ και ο σύζυγός μου μεταφέραμεν τούτον εις το νοσοκομείον Λευκωσίας -Γενικόν Κρατικόν- ένθα και παρέμεινε προς νοσηλείαν τέσσερις μήνες. Επειδή όμως η κατάστασις εξηκολούθη η ιδία, τη συμβουλή των ιατρών, μεταφέραμεν τον υιόν μου εις το νοσοκομείον του Ερυθρού Σταυρού, εις Κυρήνειαν, ειδικόν διά την πάθησιν ταύτην. Την νύκταν της 9ης προς την 10ην, εν απελπισία ευρισκομένη διά την κατάστασιν του παιδιού μου, είδα καθ’ ύπνον την ιεράν εικόνα της Παναγίας της Τήνου, καίτοι δεν την είχα δη ποτέ. Από την ταραχήν μου εξύπνησα. Μετ’ ολίγον απεκοιμήθην και είδα πάλι το ίδιο όνειρο, αλλά την δεύτερην φοράν άκουσα μιαν φωνήν, ότι το παιδί μου θα γίνη καλά. Το πρωί της επομένης ημέρας περί ώραν 8.30 π.μ. μετέβην εις το νοσοκομείον διά την καθιερωμένην επίσκεψιν. Οποία ήτο η έκπληξις και η συγκίνησίς μου όταν άκουσα τον υιόν μου να μου λέγη, δίχως εγώ να τον προκαλέσω, ότι την ίδια νύκτα είδε την Παναγία, η οποία του είπε να έχη υπομονήν και ότι θα γίνει σύντομα καλά, και τον προέτρεψε να έλθη εις την Χάριν Της στην Τήνο τον 15αύγουστο για να Την προσκυνήσει. Αμέσως σκέφθηκα ότι η Χάρις της Παναγίας μάς επεσκέφθη και ότι ήτο θέλημα του Θεού να ιαθή το παιδί μου, αφού την ίδια ώρα και οι δύο είδαμε την ίδια οπτασία. Ουδεμίαν αμφιβολίαν είχον ότι επρόκειτο περί θαύματος. Την ίδιαν μέρα πήρα το παιδί μου από το νοσοκομείον και το μετέφερα προς εξέτασιν στον ιατρόν Ν. Λειβαδά, διάσημον εν Κύπρω, ο οποίος του έκαμε γενικάς αναλύσεις, εκ των οποίων απεδείχθη ότι το παιδί μου ήτο τελείως καλά, εφ’ όσον όλαι αι λειτουργίαι του οργανισμού ήταν φυσιολογικαί».