H δημιουργία Κέντρων Αποτέφρωσης Νεκρών φαίνεται να μπαίνει στην τελική ευθεία μετά και την υπογραφή του υπουργού Περιβάλλοντος Πάνου Σκουρλέτη. Η απόφαση που υπεγράφη αφορά στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης των Κέντρων Αποτέφρωσης Νεκρών (ή οστών), ολοκληρώνοντας το θεσμικό πλαίσιο.
Παρόλο που η αποτέφρωση επιτρέπεται τυπικά στη χώρα μας από το 2006, οι όροι ίδρυσης ενός τέτοιου χώρου, καθώς και οι προδιαγραφές του, δεν είχαν νομοθετικά καθοριστεί. Η αλλαγή της νομοθεσίας περί περιβαλλοντικής αδειοδότησης το 2011 έκανε εκ νέου απαραίτητη την εξειδίκευση των περιβαλλοντικών περιορισμών. Το 2014, ένας νόμος (Ν. 4277) ήρε τον περιορισμό περί νεκροταφείων, ορίζοντας ότι τα αποτεφρωτήρια μπορούν να χωροθετηθούν σχεδόν παντού, εκτός από περιοχές κατοικίας.
Πλέον, με την υπογραφή Σκουρλέτη, καθορίστηκαν οι Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (ΠΠΔ) που προβλέπονται για τη δημιουργία αποτεφρωτηρίων, με απώτερο σκοπό την προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, προσδιορίζοντας όλα τα αναγκαία μέτρα και τους περιορισμούς που πρέπει να εφαρμόζονται από τα Κέντρα Αποτέφρωσης Νεκρών.
Η νομοθεσία συναντά πλέον ένα και μοναδικό «εμπόδιο», αφού τα Κέντρα Αποτέφρωσης Νεκρών χωρικά έχουν «αποδεσμευτεί» από τα νεκροταφεία, και αυτό είναι πως δικαίωμα ίδρυσης εξακολουθούν να έχουν μόνο οι δήμοι, οι οποίοι μπορούν να δώσουν άδεια λειτουργίας αποτεφρωτηρίων σε οποιοδήποτε μέρος, εκτός από τις περιοχές αμιγούς κατοικίας, γενικής κατοικίας και χαρακτηρισμένους χώρους πρασίνου.
Σημειώνεται πως η Εκκλησία έχει ταχθεί κατά της καύσης νεκρών με αποφάσεις της και εκτεταμένες αναλύσεις.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι μια σχετική εισήγηση στην Ιερά Σύνοδο του Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου, η οποία (ενδεικτικά) προτείνει τα εξής, ως δράσεις της Εκκλησίας:
(α) Θὰ πρέπει νὰ ἐμμείνουμε στὴν συμβατὴ μὲ τὴν παράδοση καὶ θεολογία διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας δίχως φανατισμούς, δίχως ὅμως καὶ καμμία ὑποχώρηση. Ἡ ἀπαίτηση τῆς καύσης τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ στὴ βάση καὶ τὰ ἐλατήριά της κίνηση ἀμφισβήτησης θεμελειωδῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τὴν καύση γιατὶ ἀδυνατεῖ μὲ αὐτὴν νὰ ἀντικαταστήσει τὴ βεβαιότητα καὶ εὐλογία τῆς ταφῆς. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑποτάξει τὸν σεβασμὸ της πρὸς τὴν ἱερότητα τοῦ σώματος στὰ πείσμονα μηδενιστικὰ κηρύγματα τῆς ἐποχῆς μας. Δὲν μπορεῖ κάτι βίαιο νὰ τὸ προσφέρει ὡς ἐναλλακτικὴ δυνατότητα δίπλα σὲ κάτι ἅγιο. Σὲ αὐτὸ πρέπει νὰ μείνουμε ἀνυποχώρητοι, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχει ἔντονη πολεμική ἢ ἀπόρριψη.
(β) Εἶναι ἀναγκαῖο ὅμως νὰ διορθώσουμε καὶ τὰ δικά μας λάθη, νὰ συμπληρώσουμε τὶς παραλήψεις μας, νὰ βελτιώσουμε τὸ ἦθος τῆς παρουσίας μας καὶ ἔτσι νὰ μιλήσουμε ταπεινὰ γιὰ τὴν ταφὴ ὅπως τὴ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ ἡ θεολογία της. Διαφορετικὰ ὁ λόγος μας εἶναι σκληρὸς καὶ αὐτοαναιρετικός. Ἐμεῖς δίνουμε ἐπιχειρήματα στοὺς ἄλλους.
Ὀφείλουμε ὡς Ἐκκλησία, ἐφ’ ὄσον ἐπιμένουμε στὴ μεγάλη σημασία τῆς ταφῆς, νὰ περιβάλλουμε τὶς σχετικὲς τελετουργικὲς πράξεις κηδεία, ταφή, ἐπιμνημόσυνη δέηση, ἐκταφή, φύλαξη τῶν ὀστῶν, μὲ ἀνάλογη πρὸς τὰ ψαλλόμενα καὶ θεολογικῶς ὑποστηριζόμενα τάξη, σοβαρότητα, καθαρότητα, σεβασμό, ἀνθρωπιά, αἰσθητική. Θὰ μποροῦσε ἡ φροντίδα τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν ποιοτικὴ βελτίωση ὅλων αὐτῶν τῶν ἀκολουθιῶν νὰ λειτουργήσει τόσο θεραπευτικὰ καὶ παρηγορητικὰ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ τελικὰ τὸ ὅλο θέμα νὰ ἐκφυλισθεῖ. Πολὺ εὔκολα ἀντικαθιστᾶ κανεὶς τὴν αἴσθηση τῆς ἐκμετάλλευσης ἢ τὴν ἀγανάκτηση ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀναισθησία μὲ μιὰ μηδενιστικὴ ἐπιλογή. Πολὺ δύσκολα ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ ἀρνηθεῖ στὸν πόνο του τὸ χάδι τῆς ἐλπίδας, τῆς ἀνακούφισης, τῆς εὐγενικῆς παραμυθίας, τῆς ἀλήθειας.
(γ) Πρέπει νὰ διδάξουμε μὲ εὐγένεια, νὰ ἐξηγήσουμε μὲ ὑπομονὴ καὶ νὰ ἀκούσουμε μὲ ἀγάπη τὸν λαό μας ἀκόμη καὶ ὅταν ἐκτρέπεται. Ἡ παράδοσή μας εἶναι πολὺ ἀληθινὴ καὶ ἀνθρώπινη. Εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε στὴ διάλεκτο αὐτῶν ποὺ ἐπιχειρηματολογοῦν ἀντίθετα, μὲ φρόνημα ὅμως καὶ τρόπο ἐντελῶς διαφορετικό.
Ἕνας τέτοιος λόγος ἐμπνέει καὶ καλλιεργεῖ, ἀκόμη καὶ ἄν δὲν καταθέτει τὴν καλύτερη ἐπιχειρηματολογία.
Ἡ ἐπιμονὴ τῆς ἀποτέφρωσης εἶναι ἁμαρτία ὄχι τόσο γιὰ τὴ βιαιότητα τῆς καύσης –καὶ γι’ αὐτό- ὅσο γιὰ τὴ λάθος σχέση μας μὲ τὴν Ἐκκλησία. Κάθε ἀπόκλιση ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποξένωση ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνυπακοή μας στὶς προτροπὲς καὶ ἀποφάσεις της κλονίζει τὴν ἴδια τὴ σχέση μας μὲ τὸν Κύριο. Μὲ τὴν Ἐκκλησία δὲν συζητοῦμε, δὲν διεκδικοῦμε τὸ δίκαιό μας, δὲν προσπαθοῦμε νὰ πείσουμε μὲ ἐπιχειρήματα γιὰ τὸ δῆθεν λάθος της. Στὴν Ἐκκλησία ἐξομολογούμεθα, μαθητεύουμε καὶ ὑπακούουμε∙ καταθέτουμε τὰ ἐρωτήματά μας καὶ συμμορφούμεθα μὲ τὶς ἀποφάσεις της. Πῶς μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ δυσκολία κάποιου νὰ συμμορφωθεῖ;
(δ) Γιὰ ὅσους ἐπιμένουν στὴν καύση, μάλιστα μὲ δημόσια δήλωση ἀπιστίας στὴν αἰώνια ζωή ἢ ἀσεβείας καὶ περιφρόνησης τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει κανένας ἀπολύτως λόγος νὰ τελεσθεῖ ἐξόδιος ἀκολουθία ἢ ἐπιμνημόσυνη δέηση. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ σεβαστεῖ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀπόρριψη τῆς διδασκαλίας της ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ ὄχι ἡ ἐνδεχόμενη ἐπιθυμία τῶν συγγενῶν, συχνὰ γιὰ κοινωνικοὺς λόγους, τῆς τελέσεως ἐπικηδείου καὶ ἐπιμνημοσύνου ἀκολουθίας.
Οἱ ἀκολουθίες αὐτὲς προϋποθέτουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ ἀποθανόντος στὴ μετὰ θάνατον ζωὴ καὶ τὸν σεβασμό του στὴν Ἐκκλησία. Δὲν τελοῦνται γιὰ κοινωνικοὺς λόγους ποὺ ἱκανοποιοῦν τὶς ἐπιθυμίες, τὶς ἀνάγκες ἢ τὰ συναισθήματα τῶν συγγενῶν, ἀλλὰ ἀποτελοῦν προσευχὲς καὶ ἐκτενεῖς δεήσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν ἀγάπη της στὸν ἀποθανόντα ὡς πίστη στὸν Κύριο, ἐλπίδα στὴ σωτηρία, πόθο μετοχῆς στὴν αἰώνια ἐξανάσταση καὶ αἴτηση συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν παρὰ τοῦ Κυρίου. Πῶς νὰ ψάλουμε «Μακαρία ἡ ὁδός…» σὲ κάποιον ποὺ δηλώνει πίστη στὴ μετὰ θάνατον ἀνυπαρξία του;
Ἡ Ἐκκλησία μὲ κανέναν τρόπο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μειώσει τὸν ἀπόλυτο χαρακτήρα αὐτῆς τῆς διδασκαλίας της. Κάτι τέτοιο ἀποδυναμώνει τὴ σχέση της μὲ τὴν ἀλήθεια.
Το πλήρες κείμενο της εισηγήσεως του κ. Νικολάου (με πολλές επισημάνσεις, πρακτικές, θεολογικές αλλά και κοινωνικές, για το πώς η τελετή της κηδείας έχει χάσει τον χαρακτήρα της, με αποτέλεσμα να απογοητεύει και να απωθεί τους πιστούς μπορείτε να δείτε εδώ.