Η Ιερά Μονή Παναγίας Ρεματιανής, βρίσκεται σε υψόμετρο 800 μέτρων και απέχει 32 χιλ. από τη Σπάρτη, όπου τη συναντούμε αριστερά του δρόμου που ενώνει τα χωριά Βρέσθενα και Μεγάλη Βρύση. Το καθολικό της υπήρχε ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους εντός ενός βράχου, σύμφωνα με τη γνώμη του προϊσταμένου εργασιών συντηρήσεως της Ε΄ Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σταύρου Παπαπαγεωργίου. Μάλιστα, το πλούσιο σε θεματολογία διάκοσμο που διασώζεται, είναι όμοιο με το διάκοσμο που συναντάμε στη σπηλιά του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στο Βασσαρά, γνωστό και ως «κρυφό σχολειό», το οποίο χρονολογείται από το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα. Η Μονή γιόρταζε στις 21 Νοεμβρίου σύμφωνα με γραπτή μαρτυρία που διασώζεται στην Ιερά Μονή Αγίων Αναργύρων Πάρνωνος, όμως λόγω των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν παλαιότερα κατά τον μήνα Νοέμβριο, η γιορτή μετατέθηκε στις 23 Αυγούστου. Το μοναστηριακό συγκρότημα αναγέρθηκε το 17ο αιώνα και συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παράδοση, το 1692, μετά από δωρεά του Ζαχαρία Κυρίτση ή Μακρή, ενώ αποτέλεσε σημαντικό μοναστικό κέντρο σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Μέχρι το 1834 υπήρξε ανδρικό μοναστήρι και στη συνέχεια διαλύθηκε, έχοντας τότε πλην του Ηγουμένου Γρηγορίου δύο ακόμα πατέρες και τέσσερις δόκιμους και υπηρέτες. Το σύνολο της Μονής έχει κηρυχθεί διατηρητέο και αποτελείται από το καθολικό, μια πτέρυγα με επτά κελιά και μία σκήτη σε κοίλωμα βράχου πάνω από το καθολικό. Η είσοδος γίνεται μέσω τοξωτής πύλης στον περίβολο και στη συνέχεια μέσω διαβατικού στο ισόγειο του συγκροτήματος των κελιών.
Το Καθολικό είναι προσαρμοσμένο στη φυσική κοιλότητα του βράχου ο οποίος σε πολλά σημεία έχει λαξευτεί, ώστε η εσωτερική διάταξη του χώρου να παρουσιάζει τη μορφή δίστηλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο και έκκεντρα τοποθετημένη αψίδα ιερού στα Ανατολικά. Στην εξωτερική δυτική όψης πάνω από την τοξωτή είσοδο διαμορφώνεται δίλοβο κωδωνοστάσιο με αετωματική επίστεψη. Τη στέγη καλύπτουν σχιστολιθικές πλάκες.
Επειδή το συγκρότημα παρουσίαζε στο σύνολό του αρκετά δομικά και μορφολογικά προβλήματα, εκπονήθηκε – κατόπιν υποδείξεως της Ε΄ Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης – σχετική μελέτη για την εκτέλεση επειγουσών εργασιών αποκατάστασης. Τα τελευταία χρόνια, το συγκρότημα,
μετά τις εργασίες, είναι σε θέση πλέον να ξαναλειτουργήσει.
Η διάλυση της μονής
Το 1835, επί Όθωνος, το μοναστήρι είχε ερημώσει, όπως φαίνεται από επιστολή που έστειλε η Επισκοπή Σελλασίας στους κατοίκους των χωριών Βαμβακούς, Μεγάλης Βρύσης και Βρεσθένων, καταγγέλλοντας τις κλοπές που είχαν σημειωθεί στο εσωτερικό του.
Αρθ. Πρ. 15
Διεκ. 5
Εν Βαμβακού την β΄ Απριλίου 1835.
Βασίλειον της Ελλάδος
Η Επισκοπή Σελλασίας
Προς τους κατοίκους των χωρίων Βαμβακούς, Μεγάλης Βρύσεως και Βρεσθένων. Με όχι μικράν θλίψιν της επληροφορήθη η Επισκοπή, παρά της Νομαρχίας, ότι: του διαλυθέντος Ιερού Μοναστηρίου Ρεματιανής η οικοδομή κατήντησεν είς αθλίαν κατάστασιν. Επειδή όχι μόνον διηρπάγησαν τα έπιπλα καί αί αποσκευαί αυτού, αλλά καί αί θύραι καί τα παράθυρα καί η σκεπή, το οποίον τούτο ασεβές επιχείρημα, αποδεικνύει ότι Χριστιανοί έφθασαν είς την μεγαλυτέραν ασέβειαν, αγνοούντες ότι αί αρχαί θέλουσι λάβει περί τούτου αυστηρά μέτρα καί έρευνας, καί είναι βέβαιον ότι θα παρρησιασθώσιν οί τοιούτοι καί μετά την παρρησίασιν θέλουν παιδευθή παρά των Πολιτικών αρχών ως φανεροί κλέπται καί παρά της Εκκλησιαστικής Αρχής ως Ιερόσυλοι.
Οθεν, μη ανεχόμενοι δια την οποίαν υπέπεσαν οί χριστιανοί ασέβειαν, διότι βέβαια από τινας των χωρίων τούτων ηρπάγησαν αυτά, καί δια να μη νομισθήτε οί τοιούτοι ως κακούργοι, σας συμβουλεύομεν πατρικώς, δια να υπάγη είς το ίδιον μέρος, ό,τι όστις εξ υμών επήρε, να παύση του λοιπού έκαστος από αυτό, διά να αποφύγει τάς ρηθείσας ποινάς.