«Ενώπιον των πρωτογνώρων απειλών κατά του ανθρωπίνου προσώπου και της ακεραιότητος της δημιουργίας, η Εκκλησία καλείται σήμερον να δώση την καλήν μαρτυρίαν αυτής, ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Η Εκκλησία, όταν ομιλή, το πράττει διά να υπερασπισθή τον άνθρωπον, τον «ηγαπημένον του Θεού». Επίσης, δύναται να σιωπά διά τον ίδιον λόγον. Είναι αδύνατον όμως να παραμένη αδρανής έναντι της κραυγής των αδικουμένων και του στεναγμού της κτίσεως.Η Εκκλησία ποτέ δεν ηγνόησε τον κόσμον, αλλά και ποτέ δεν εταυτίσθη με αυτόν». Με τη φράση αυτή ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.Βαρθολομαίος υπερασπίστηκε σε ειδική εκδήλωση που έγινε στο Φανάρι  το ρόλο της Εκκλησίας στην σύγχρονη εποχή.

Ο κ. Βαρθολομαίος  αναφέρθηκε κατά την ομιλία του σε όσα βιώνει σήμερα ο κόσμος: «…μέσα εις ένα πλήρη αντιφάσεων κόσμον, όπου η αφόρητος εξαθλίωσις αναριθμήτων ανθρώπων συνυπάρχει με την προκλητικήν σπατάλην των κατεχόντων, όπου εις την ισοπεδωτικήν παγκοσμιοποίησιν ανθίσταται ακραίως και βιαιομαχών ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, όπου οι θιασώται της ιδιονομίας της οικονομίας και της τεχνολογικής αναπτύξεως δεν φαίνεται ότι πτοούνται από την σφοδράν αντίδρασιν των οικολογικών κινημάτων και της κοινωνίας των πολιτών, όπου εκτυλίσσονται πρωτοβουλίαι και συζητήσεις περί ειρήνης, ενώ συγχρόνως ανθεί η παραγωγή και το εμπόριον καταστροφικών όπλων. Ο νέος ενιαυτός ευρίσκει αμετρήτους ανθρώπους να αδιαφορούν διά τα μείζονα και τα αληθή, διά την δικαιοσύνην και την αλληλεγγύην, και να ενδιαφέρωνται ζωηρώς διά τα ατομικά των δικαιώματα και την ευδαιμονιστικήν αυτοπραγμάτωσίν των. Στατιστικαί έρευναι αποκαλύπτουν ότι ατονεί βαθμηδόν το αισθητήριον διά το μυστήριον και ότι μειούται συνεχώς ο αριθμός των ατόμων με κοινωνικόν και αγαπητικόν προσανατολισμόν».

Αναφερόμενος δε στην εκκοσμίσκευση της Εκκλησίας τόνισε: «Προφανέστατα, η ευαισθησία και το ενδιαφέρον διά τον άνθρωπον και τας περιπετείας του δεν οδηγεί εις εκκοσμίκευσιν της Εκκλησίας, εις ένα ‘‘εκσυγχρονισμόν’’ της, εν τη εννοία της αναποφεύκτου υιοθετήσεως υπ᾿ αυτής αρχών και μεθόδων δράσεως ξένων προς το Ευαγγέλιον και την Παράδοσιν των Πατέρων. Πώς θα ηδύνατο να ‘‘εκσυγχρονισθή’’ ο Σταυρός του Χριστού, η ζωηφόρος Ανάστασις, η Θεία ευχαριστία και η χριστιανική άσκησις, η μετάνοια και η συγχώρησις, η ουδέποτε εκπίπτουσα αγάπη; Η Εκκλησία του Χριστού, πιστή εις τον Κύριον αυτής, όστις ‘‘ουκ ήλθεν διακονηθήναι, αλλά διαδιακονήσαι’’ (Ματθ. κ’, 28), ζη ως ‘‘διακονική Έκκλησία’’. Αγιάζει την ζωήν των πιστών διά των ιερών μυστηρίων της. Ακούει το ‘‘άνθρωπον ουκ έχω’’ των τραγικών θυμάτων της πολεμικής βίας, των διώξεων, των διακρίσεων, της κοινωνικής αδικίας και της εκμεταλλεύσεως».

Για τον ρόλο -στον κόσμο αυτό- ο Οικουμενικός πατριάρχης  σημείωσε: «Συμπαρίσταται, ανακουφίζει, παρηγορεί, τρέφει, αγωνίζεται κατά της αδικίας, σώζει την ελπίδα διά την ζωήν, κρατά ανοικτήν την πύλην του ουρανού. Διακηρύσσει θαρσαλέως ότι, εξ επόψεως χριστιανικής, ο υποτιμών τον άνθρωπον υποτιμά τον ίδιον τον Θεόν, και ο μη αγαπών τον άνθρωπον είναι αδύνατον να αγαπά τον Θεόν. Όντως, η αδιάσπαστος συνάφεια και ενότης της αγάπης προς τον Θεόν και της ου ζητούσης τα εαυτής αγάπης προς τον πλησίον είναι το υψηλότερον ήθος, το οποίον εγνώρισεν η ανθρωπότης εις την ιστορικήν της πορείαν. Εν Χριστώ, ο πιστός έλαβε πολλά, ‘‘τα πάντα’’, και δίδει πάμπολλα, ‘‘τα πάντα τοις πάσι’’. Το ‘‘λαμβάνειν’’, το δώρημα της Θείας χάριτος, και το ‘‘διδόναι’’, η θυσιαστική αγάπη, είναι η ουσία της ταυτότητος του καινοποιηθέντος, εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία Του, ανθρώπου. Η Εκκλησία του Χριστού, προγευομένη εν τη Θεία Ευχαριστία και εν τη ζωή της αγάπης και της διακονίας του ανθρώπου και του κόσμου, της εσχατολογικής τελειώσεως των πάντων και εικονίζουσα αυτήν, πορεύεται προς την Βασιλείαν του Θεού, η οποία είναι η παντελής φανέρωσις και η τελεία αποκάλυψις αυτών, τα οποία ζώμεν καθ᾿ οδόν, εν Εκκλησία και ως Εκκλησία. ‘‘Ιησούς Χριστός, χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας’’ (Εβρ. ιγ’, 8). Όταν απουσιάζη η πίστις εις την αιωνιότητα, τότε όλη η ζωή και η δράσις μας έχει το στίγμα της ματαιότητος. Το να δίδωμεν εις την ζωήν μας ο,τι νόημα επιθυμούμεν, δεν είναι γνησία ελευθερία. Δεν υπάρχει αληθής ελευθερία χωρίς την Αλήθειαν και έξω από την Αλήθειαν, η οποία δι᾿ ημάς είναι ‘‘πρόσωπον’’, ο ενανθρωπήσας, σταυρωθείς και αναστάς, ανελθών εις τους ουρανούς και πάλιν ερχόμενος Λόγος του Θεού, ‘‘η ελπίς ημών’’. Χωρίς αυτήν την ζωοπάροχον ελπίδα συρρικνούνται αι δημιουργικαί δυνάμεις του ανθρώπου. Ο έγκλειστος εις τον εαυτόν του, ο αυτόνομος ‘‘ανθρωποθεός’’, δεν έχει προοπτικήν και μέλλον».