Με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από την κοίμηση του μακαριστού Χριστόδουλου, ο μητροπολίτης Καισαριανής και στενός του συνεργάτης κ. Δανιήλ μίλησε για τη ζωή και το έργο του αρχιεπισκόπου, που πέρασε στην ιστορία για τη δράση του τα χρόνια που υπηρέτησε την Εκκλησία:
Συμπληρώνονται δέκα χρόνια από της εκδημίας προς τον Κύριο του μακαρία τη λήξει γενομένου αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου. Τελέσαμε τη θεία Λειτουργία, για να ενωθούμε μυστικά με τον Κύριό μας και όλους τους Αγίους και όσους έζησαν με πίστη και ελπίδα της αιωνίου ζωής και προσευχηθήκαμε για τον Πρωθιεράρχη της Εκκλησίας μας κατά την αποστολική προτροπή: «πρώτον πάντων ποιείσθαι δεήσεις, προσευχάς, εντεύξεις, ευχαριστίας, υπέρ πάντων ανθρώπων» (Προς Τιμόθεον Α΄, β΄, 1)
Με κατώδυνη ψυχή και βαθύτατη θλίψη για την απουσία του από τη ζωή μας και την Εκκλησία μας, στηρίζουμε την ελπίδα μας στον Κύριο και Δεσπότη της ζωής μας, παρακαλώντας να μη μας εγκαταλείψει.
1) Θυμώμαστε το τρίπτυχο της ζωής και της διακονίας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου
α΄. Πίστη και σεβασμό στον Θεό
Μία επιδίωξη είχε στη σκέψη του, στις αποφάσεις του, στα έργα του να υπηρετήσει το θέλημα του Θεού. Εγώ κατεστάθην έλεγε στην υψηλή αυτή καθέδρα της Αρχιερωσύνης για να εξαγγέλλω «το πρόσταγμα του Κυρίου» ανυποχώρητα (Ψαλμού β΄, 6-7). Αγωνιζόταν για τη διαφύλαξη των νόμων του Θεού, έστω κι αν οι «άνδρες Αναθώθ» τον απειλούσαν λέγοντας «ου μη προφητεύσεις επί τω ονόματι Κυρίου, ει δε μη, αποθάνη εν ταίς χερσίν ημών» (Ιερεμίου ια΄, 21). Δεν σου επιτρέπουμε, δηλαδή να προφητεύεις να κηρύττεις τα θελήματα του Θεού. Εκείνος όμως ως ηρωικός Ποιμένας και Προφήτης ως ο Απόστολος Πέτρος απαντούσε «πειθαρχείν μάλλον Θεώ ή ανθρώποις» (Πράξεων ε΄, 29).
Ολόκληρη η ζωή του ήταν μια πειθαρχία στο θέλημα του Θεού, στους ευαγγελικούς νόμους.
β΄. Tιμή και αγάπη προς την Εκκλησία
Τιμούσε τους θεσμούς της Εκκλησίας που υπηρετούσε με θείο ζήλο. Χαιρόταν να λειτουργεί, να προΐσταται συνάξεων, να τελεί Ιερές Ακολουθίες, να ψάλει με τη γλυκύφθογγη φωνή του και τη μουσική του κατάρτιση. Κατάρτιζε στελέχη. Ενεθάρρυνε πρωτοβουλίες που έδιδαν μαρτυρία της ζωής, της πνευαματικότητος της Εκκλησίας και ελπίδα στον κουρασμένο και τραυματισμένο από τα πάθη της αμαρτίας άνθρωπο. Σεβόταν τους θεσμούς της Εκκλησίας. Τιμούσε τα πρόσωπα της Εκκλησίας, τους Αγίους της. Εκτιμούσε το πατροπαράδοτο σέβας, δηλαδή την Εκκλησιαστική Παράδοση και καλούσε τους πιστούς να αντλήσουν απ’ αυτή έμπνευση, παρηγορία, παραδείγματα, ενίσχυση και αγωνιστικότητα. Προέτρεπε τους πάντες, ιδιαίτερα τους νέους, να τιμούν την πνευματική τους ταυτότητα και κληρονομιά, ότι είναι Ελληνες και Ορθόδοξοι.
γ΄. Διακονία προς τον πλησίον
Ηθελε η Εκκλησία με την ποιμαντική Της να αγκαλιάζει όλες τις ανάγκες του ανθρώπου, πνευματικές και υλικές. Ιδιαίτερη μέριμνα έδειχνε για όλες τις ηλικίες και τις κοινωνικές ομάδες για τους μαθητές, τους φοιτητές, τους εργαζομένους, τους επιστήμονες, τους γονείς, τους ηλικιωμένους, τους πονεμένους, τους ασθενείς. Η ειδική προσευχή που είχε συνθέσει για να αναπέμπεται κατά την απόλυση της θείας Λειτουργίας των Χριστουγέννων, μαρτυρεί περίτρανα ότι συνείχετο από την αγωνία και τη μέριμνα για τον πλησίον, όπως ομολογεί ο απόστολος Παύλος: «Τις ασθενεί, και ουκ ασθενώ; τις σκανδαλίζεται, και ουκ εγώ πυρούμαι;» (Προς Κορινθίους Β΄, ια΄, 29)
2) Θυμώμαστε ότι στη ζωή του επαληθευόταν καθημερινά η δήλωση του αποστόλου Παύλου: «Γι’ αυτό αγωνιζόμαστε με ζήλο, για να είμαστε ευάρεστοι στον Θεό».
Η πίστη και εσχατολογική ελπίδα του Προκαθημένου της Εκκλησίας μας, από την οποία αντλούσε δύναμη για να αγωνίζεται υποστηρίζοντας τα δίκαια της Εκκλησίας και τα πνευματικά δικαιώματα των πιστών, έχει διατυπωθεί από τον απόστολο Παύλο ως εξής:
«Οίδαμεν γαρ ότι εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον αιώνιον εν τοις ουρανοίς. και γαρ εν τούτω στενάζομεν, το οικητήριον ημών το εξ ουρανού επενδύσασθαι επιποθούντες, ει γε και ενδυσάμενοι ου γυμνοί ευρεθησόμεθα. και γαρ οι όντες εν τω σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι εφ’ ω ου θέλομεν εκδύσασθαι, αλλ᾿ επενδύσασθαι, ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής. ο δε κατεργασάμενος ημάς εις αυτό τούτο Θεός, ο και δούς ημίν τον αρραβώνα του Πνεύματος. Θαρρούντες ούν πάντοτε και ειδότες ότι ενδημούντες εν τω σώματι εκδημούμεν από του Κυρίου· διά πίστεως γαρ περιπατούμεν, ου διά είδους· θαρρούμεν δε και ευδοκούμεν μάλλον εκδημήσαι εκ του σώματος και ενδημήσαι προς τον Κύριον. διό και φιλοτιμούμεθα, είτε ενδημούντες είτε εκδημούντες, ευάρεστοι αυτώ είναι. τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δεί έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα διά του σώματος προς α έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν» (Προς Κορινθίους Β΄, ε΄, 1-10).
Δηλαδή: «Ξέρουμε πως, αν η επίγεια σκηνή που κατοικούμε, δηλαδή το σώμα, διαλυθεί, έχουμε στους ουρανούς κατοικία αιώνια, οικοδομημένη από τον Θεό κι όχι από ανθρώπινα χέρια. Γι’ αυτό τώρα στενάζουμε, περιμένοντας με λαχτάρα να ντυθούμε το ουράνιο σώμα μας. Κι αν νιώθουμε το ουράνιο σώμα, δε θα μείνουμε γυμνοί. Γιατί εμείς που είμαστε στο επίγειο σώμα, στενάζουμε από το βάρος του. Οχι πως θέλουμε να το αποβάλουμε• θέλουμε να ντυθούμε ένα καινούργιο. Ετσι η ζωή θα νικήσει τον θάνατο. Αυτός που μας προετοίμασε γι’ αυτό το άφθαρτο σώμα, είναι ο Θεός. Αυτός μας έδωσε το Πνεύμα ως εγγύηση. Ας έχουμε, λοιπόν, πάντα θάρρος κι ας ξέρουμε ότι όσο ζούμε σ’ αυτό το σώμα, είμαστε μακριά από τον Κύριο, ζούμε τώρα με την πίστη, δε βλέπουμε καθαρά. Αλλά έχουμε θάρρος, και προτιμάμε να φύγουμε απ’ αυτό το σώμα και να πάμε κοντά στον Κύριο. Γι’ αυτό κι αγωνιζόμαστε με ζήλο, για να είμαστε ευάρεστοι στον Θεό, είτε μένοντας στο σώμα, είτε φεύγοντας απ’ αυτό. Γιατί όλοι μας πρέπει να παρουσιαστούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, για να πάρει καθένας την αμοιβή του, ανάλογα με τα όσα καλά ή κακά έπραξε σ’ αυτή τη ζωή».
Για όλα αυτά προσευχόμαστε και παρακαλούμε τον επουράνιο Θεό και Πατέρα μας, τον Κύριο ζώντων και τεθνεώτων και δίκαιο Κριτή και Μισθαποδότη, ο Πρωθιεράρχης να ακούσει την ευκταία φωνή:
«ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου» (Ματθαίου κε΄, 21).
Δηλαδή: «Εύγε, καλέ και έμπιστε δούλε! Αποδείχτηκες αξιόπιστος σε μικρές υποθέσεις, γι’ αυτό θα σού εμπιστευτώ μεγαλύτερες. Ελα να γιορτάσεις μαζί μου».