Γράφει ο Νίκος X. Γεωργιάδης (*)
Κατά διάφορες χρονικές περιόδους και ιδίως τα τελευταία χρόνια που επικρατεί οικονομική κρίση στην Ελλάδα τίθενται στο δημόσιο διάλογο οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας, δυστυχώς όμως πολλές φορές υπό συναισθηματική φόρτιση και ελλιπή ενημέρωση. Μάλιστα, ιδίως οι υποστηρικτές της άποψης του πλήρους διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, συνήθως θέτουν το ευλογοφανές ερώτημα, γιατί να επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός και κατ΄ επέκταση η φορολογία των πολιτών, με την μισθοδοσία των κληρικών, όταν η εκκλησία με την μεγάλη περιουσία της μπορεί να καλύπτει την μισθοδοσία τους.
Κάνοντας όμως κάποιος μία ιστορική αναδρομή στο καθεστώς της μισθοδοσίας των αρχιερέων και του εφημέριου κλήρου από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους έως σήμερα, θα διαπιστώσει ότι η μισθοδοσία του κλήρου κατέληξε να χρηματοδοτείται εν τέλει με την πάροδο των χρόνων αποκλειστικά από την Ελληνική Πολιτεία, ακριβώς γιατί η Εκκλησία δεν μπορούσε να συντηρήσει μόνη της την μισθοδοσία του κλήρου, παρότι προσπάθησε τα περίπου πρώτα 100 χρόνια από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Αυτό αποδεικνύεται και από την συνεχή εναλλαγή συνήθως αποτυχημένων νομοθετικών παρεμβάσεων της Πολιτείας για την αντιμετώπιση της αναγκαίας αυτής δαπάνης, από την οποία συντηρούνται χιλιάδες κληρικοί και οι οικογένειες τους.
Το βασιλικό διάταγμα
Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη νομοθετική προσπάθεια για την εν μέρει κάλυψη της μισθοδοσίας των αρχιερέων και ιεροκηρύκων έγινε με Βασιλικό Διάταγμα του 1834 με την ίδρυση του Εκκλησιαστικού Ταμείου μέσω της διαχείρισης της δημευθείσας περιουσίας των μονών που είχε διαλύσει η αντιβασιλεία του Όθωνα, ενώ για τους χιλιάδες εφημέριους κληρικούς δεν υπήρχε θεσμοθετημένος πόρος και καλύπτονταν από τις πληρωμές σε είδος, κυρίως των ενοριτών. Ακολούθως, με το νόμο 3414/1909 ιδρύθηκε το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο με σκοπό, μεταξύ άλλων, την πληρωμή των αρχιερέων από την ακίνητη περιουσία των μοναστηριών, ενώ με το νόμο 3596/1910 ορίστηκε για πρώτη φορά ότι η μισθοδοσία των κληρικών, ψαλτών, διακόνων θα καταβάλλονταν από τα έσοδα του ενοριακού ναού. Εν συνεχεία, με τον νόμο 2677/1921, ορίστηκε ότι οι ενορίες θα απέδιδαν τα χρήματα στο Δημόσιο Ταμείο, προκειμένου να γίνεται η πληρωμή των μισθών από αυτό. Στην συνέχεια με το Νομοθετικό Διάταγμα του 1923 ορίστηκε ότι η μισθοδοσία των εφημέριων θα καταβάλλεται από το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο από πόρους κυρίως από τους ενοριακούς ναούς, το εκκλησιαστικό ένσημο, καθώς και το πρόσθετο 1% επί του συνθετικού φόρου, χωρίς όμως να επιβαρύνονται με αυτό οι μη χριστιανοί και οι ετερόδοξοι. Ακολούθως, λόγω της οικονομικής αδυναμίας του ΓΕΤ να ανταποκριθεί στους μισθοδοσία των κληρικών, ψηφίστηκε ο Νόμος 4684/1930 για την ίδρυση του Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) ο οποίος μεταξύ άλλων ανέλαβε και την μισθοδοσία των ιεραρχών και ιεροκηρύκων με πόρους από την εκτεταμένη εκποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Εν τέλει όμως και ο ΟΔΕΠ λόγω της οικονομικής κρίσης του 1930 και της κατοχής αδυνατούσε και αυτός να ανταποκριθεί στην μισθοδοσία του κλήρου και κατέφευγε σε δανεισμό. Αντίστοιχα με το νόμο 5148/1931 την μισθοδοσία των εφημέριων κληρικών την ανέλαβε το Ταμείο Ασφάλισης Κληρικών (ΤΑΚΕ) από τα έσοδα των Ναών, τα έσοδα από την εκποίηση της μοναστηριακής περιουσίας και τις δωρεές ενώ ένα χρόνο αργότερα οι πλούσιες ενορίες ανέλαβαν εκ νέου την μισθοδοσία των κληρικών (Νόμος 5439/1932).
Ακολούθως, με τον Αναγκαστικό Νόμο 536/1945 την ευθύνη πληρωμής του εφημεριακού κλήρου ανέλαβε το Δημόσιο με την δημιουργία ειδικού λογαριασμού με πόρους την εισφορά του 25%, – η οποία αυξήθηκε σε 35% με το Νόμο 469/1968 -, όλων των ακαθάριστων εσόδων των ναών, την εφάπαξ ετήσια ενοριακή εισφορά των πιστών από κάθε ορθόδοξη χριστιανική οικογένεια και μόνο σε περίπτωση χρηματοδοτικού κενού θα το κάλυπτε το Δημόσιο. Εν συνεχεία, από την 1.1.2004, δυνάμει του Νόμου 3220/2004, το Δημόσιο ανέλαβε εξ ολοκλήρου το βάρος καταβολής της μισθοδοσίας των εφημέριων κληρικών, ενώ οι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδας, μισθοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τον κρατικό προϋπολογισμό ήδη από το 1980, σύμφωνα με τον Νόμο 1041/1980.
ΥΠΟΘΕΜΑ
Η ακίνητη περιουσία, η διαχείριση και οι ευθύνες
Οι αιτίες βέβαια που η εκκλησία τελικά δεν κατάφερε, παρά την μεγάλη περιουσία της, να συνεχίσει να αυτοχρηματοδοτείται είναι διάφορες, όπως, η αύξηση του πληθυσμού στην Ελλάδα οπότε και του αναγκαίου αριθμού υπηρετούντων κληρικών, η μη δυνάμενη να αξιοποιηθεί σε μεγάλο ποσοστό ακίνητη περιουσία λόγω των πολεοδομικών και δασικών διατάξεων, η αντιδικία με το Ελληνικό Δημόσιο και με ιδιώτες για το ιδιοκτησιακό καθεστώς διαφόρων ακινήτων, η έλλειψη κτηματολογίου και κτηματογράφησης, οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες που βίωσε και βιώνει η Ελλάδα από την ίδρυσή της ως κράτος, η κακή και πρόχειρη νομοθετική αντιμετώπιση από την Πολιτεία του ζητήματος της μισθοδοσίας των κληρικών και εν γένει της διαχείρισης εκκλησιαστικής περιουσίας με την σύσταση ταμείων, οργανισμών κλπ που απέτυχαν, η αφαίμαξη κυρίως δια απαλλοτριώσεων χωρίς ή με ελάχιστη καταβολή αποζημίωσης μεγάλων εκτάσεων της από την Ελληνική Πολιτεία, καθώς και η προφανώς κακή έως και παθητική διαχείριση της περιουσίας της από την ίδια την Εκκλησία.
Επομένως, η απάντηση στο ως άνω φαινομενικά εύλογο ερώτημα, τυγχάνει αρκετά πιο περίπλοκη από όσο φαίνεται, ιδίως την παρούσα χρονική περίοδο, καθώς αφενός μεν η Εκκλησία δεν είναι έτοιμη οικονομικά να επωμιστεί μόνη της το βάρος της μισθοδοσίας των κληρικών, αφετέρου δε και η Πολιτεία δεν συνδράμει ουσιαστικά την Εκκλησία στην αξιοποίηση της περιουσίας της. Αντιθέτως, η Πολιτεία ήδη από το 1833 έως το 1988, συνέβαλε κατ΄ επανάληψη με διάφορους τρόπους στην δραστική μείωση και μη αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, α) η Ελληνική Πολιτεία προχώρησε το 1833 και το 1834 στην κατάργηση 416 αντρικών και γυναικείων μονών και την δήμευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους, β) προχώρησε με το Νόμο 4684/1930 στην ίδρυση του Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής περιουσίας (ΟΔΕΠ) με σκοπό την διοίκηση και διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας και την ρευστοποίηση μεγάλου μέρους της μοναστηριακής περιουσίας, το τίμημα της οποίας υποχρεωτικά επενδύθηκε σε εθνικά χρεόγραφα, των οποίων η αξία εξανεμίστηκε λόγω της κατοχής και της αλλαγής νομισματικής πολιτικής του 1944, με αποτέλεσμα μεγάλη οικονομική ζημία της δ) η Κυβέρνηση Μεταξά με αναγκαστικό νόμο διέγραψε τις οφειλές αγροτών από την αγορά μοναστηριακών κτημάτων, ε) επέβαλε με το νομοθετικό διάταγμα 327/1947 την αναγκαστική εκμίσθωση από τον ΟΔΕΠ γαιών υπέρ ακτημόνων και γεωργών, στ) σύναψε τις από 18 Σεπτεμβρίου 1952 Συμβάσεις περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», ζ) ψήφισε τον Νόμο 1700/1987 (Νόμος Τρίτση) για την ρύθμιση θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας με τον οποίο μεταβίβαζε μεταξύ άλλων μεγάλο μέρος της μοναστηριακής περιουσίας στο κράτος, ενώ στην συνέχεια προχώρησε στην εν μέρει κατάργησή του, με την ψήφιση του Νόμου 1811/1988, με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση παραχώρησης στο Δημόσιο της δασικής και χορτολιβαδικής περιουσίας των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος που συμβάλλονται σε αυτή, οι οποίοι αν και ισχύουν, δεν έχουν εφαρμοστεί με αποτέλεσμα μεγάλο τμήμα της μοναστηριακής περιουσίας να βρίσκεται αναξιοποίητο, τόσο από την Εκκλησία, όσο και από την Πολιτεία και να χρήζει αποσαφήνισης, παρά την νομοθετική προσπάθεια που έγινε προς τούτο το 2013.
Επομένως, ανεξαρτήτως του βαθμού διαχωρισμού ή μη των σχέσεων του κράτους από την Εκκλησία που πιστεύει ο καθένας μας, ειδικά το καθεστώς μισθοδοσίας των κληρικών, καταρχήν εξαρτάται και είναι αλληλένδετο με την αποσαφήνιση κάθε ζητήματος που αφορά την εκκλησιαστική περιουσία, καθώς και με την τουλάχιστον ελαχιστοποίηση των κρατικών εμποδίων προκειμένου την αυτονομία διοίκησης της περιουσίας της από την Εκκλησία. Διαφορετικά, δεν θα καταστεί ποτέ δυνατή ξανά η ανάληψη από την Εκκλησία του βάρος της μισθοδοσίας των κληρικών, ακόμα και αν σε μελλοντική τροποποίηση του Συντάγματος καταργηθεί το άρθρο 3 που αναφέρεται στην επικρατούσα θρησκεία και τις σχέσεις εκκλησίας και κράτους, αφού αργά ή γρήγορα η Ελληνική Πολιτεία θα χρειαστεί να την συνδράμει εκ νέου για πρακτικούς λόγους. Από την άλλη πλευρά, η Εκκλησία θα πρέπει να εξορθολογήσει τα οικονομικά της και με διαφάνεια και σωστή διαχείριση να αξιοποιήσει την περιουσία της, ώστε να είναι έτοιμη για οποιαδήποτε εξέλιξη. Σε αυτό βέβαια θα βοηθήσει και η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου στην Ελλάδα, όπου θα υπάρχει πλέον καθαρή εικόνα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Εκκλησίας.
ΥΠΟΘΕΜΑ Β΄
Τι κάνουν άλλες χώρες
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, ότι η πληρωμή των μισθών των κληρικών από το Κράτος δεν είναι δική μας πρωτοτυπία, και συναντάται και σε άλλες χώρες στην Ευρώπη με προχωρημένο στάδιο εκκοσμίκευσης, είτε με απευθείας καταβολή από το κράτος όπως το Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Νορβηγία (καταβάλλεται από τους δήμους), οι περιοχές της Αλσατίας και Λωραίνης στην Γαλλία, είτε εμμέσως δια της φορολογίας και διαφόρων επιχορηγήσεων του κράτους στις αναγνωρισμένες Εκκλησίες τους, όπως στην Γερμανία, ως αποτέλεσμα τόσο της υποχρέωσης της Πολιτείας για την φροντίδα της θρησκευτικής πίστης των πολιτών της ή όσων πιστεύουν, όσο και ως αναγνώριση της προσφοράς της Εκκλησίας στην κοινωνία. Οπότε σε κάθε περίπτωση, η καταβολή της μισθοδοσίας των κληρικών από το Κράτος δεν είναι ζήτημα «παρωχημένης θεοκρατικής αντίληψης» που διέπει το ελληνικό κράτος, αλλά πρωτίστως ζήτημα «τεχνικό» και πιο συγκεκριμένα οικονομικό.
Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, θεωρώ ότι είναι συμφέρον της Πολιτείας και πολύ περισσότερο της Εκκλησίας να προχωρήσουν σε έναν ειλικρινή και καλοπροαίρετο διάλογο χωρίς εκατέρωθεν επάρσεις, αγκυλώσεις και λαϊκισμούς, προκειμένου καταρχήν να διευθετηθεί κάθε ζήτημα σχετικό με την εκκλησιαστική περιουσία, και τον τρόπο διαχείρισής της, με σκοπό την οικονομική ενδυνάμωσή της Εκκλησίας, ώστε να σταθεί στα πόδια της. Τα υπόλοιπα θα έλθουν μετά από μόνα τους.
(*) Ο κ. Νίκος Χ. Γεωργιάδης είναι Δικηγόρος – Απόφοιτος Θεολογικής Σχολής Αθήνας – ΜSc in Business Studies