Αρχική » Η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Συρία

Η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Συρία

από christina

Επιμέλεια: Χρήστος Λευκαδίτης

Στη Συρία, τη χώρα η οποία τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται σκληρά, η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει τη δική της μάχη για την επόμενη μέρα. Ο πατριάρχης κ. Ιωάννης προσπαθεί να μπει σε εφαρμογή το σχέδιο αποκατάστασης των ζημιών στους ναούς, οι οποίοι έχουν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς. Σύμφωνα με νεότερες πληροφορίες, έχουν καταστραφεί περισσότεροι από 130 ναοί.

Ο κ. Ιωάννης, σε παλιότερες δηλώσεις του, είχε τονίσει: «Εργαζόμαστε συνεχώς για να αποκαταστήσουμε τις Εκκλησίες μας! Βλέπουμε ότι οι Χριστιανοί επιστρέφουν στα σπίτια τους, στη Χομς και το Χαλέπι. Αποκαθιστούμε τα ερείπια και όλα όσα σχετίζονται με μια ειρηνική ζωή. Ελπίζουμε ότι αυτό θα συνεχιστεί και στο μέλλον». Σημαντικό ρόλο στην αναστήλωση των ναών παίζει η Ρωσία αλλά και το Πατριαρχείο Μόσχας, ενώ βοήθεια αναμένεται να προσφέρουν και άλλες Εκκλησίες.

Το αυτοκέφαλο ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της «Μεγάλης Θεουπόλεως Αντιοχείας, Συρίας, Αραβίας, Κιλικίας, Ιβηρίας τε και Μεσοποταμίας και πάσης Ανατολής» είναι τρίτο στην τάξη μετά από τις Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας.

Η ιστορία της Εκκλησίας και του Πατριαρχείου Αντιοχείας διακρίνεται σε τέσσερις χρονικές περιόδους: την Πρώιμη (37 – 638) από της ιδρύσεως μέχρι την πρώτη αραβική κατάκτηση της Συρίας, τη Μέση (638 – 1517, Αραβοκρατία – Φραγκοκρατία) και τη Νεώτερη (1517 – 1927, Οθωμανική επικυριαρχία) καταλήγοντας στη Σύγχρονη συγκρότησή της. Η διαίρεση αυτή κρίνεται  περισσότερο ως ιστορική παρά ως θεολογική, από το γεγονός ότι οι εκάστοτε κυριαρχίες επηρέασαν την πορεία της Εκκλησίας της περιοχής.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η διασημότερη βιβλική αναφορά σχετικά με την Αντιόχεια, έχει να κάνει με το ότι ήταν σε αυτή την πόλη όπου οι οπαδοί του Χριστού πρώτη φορά χλευαστικά αναφέρθηκαν ως «Χριστιανοί» (Πράξεις των Αποστόλων 11,26). Στο βιβλίο των Πράξεων, που προσφέρει έναν απολογισμό των πρώτων ετών της Εκκλησίας, η Αντιόχεια είναι η δεύτερη σε αναφορές πόλη. Ο Νικόλαος, ένας από τους επτά Διακόνους, ήταν νεοφώτιστος από την Αντιόχεια και ίσως ο πρώτος Χριστιανός της πόλης (Πράξεις των Αποστόλων 6,5). Κατά τη διάρκεια του διωγμού που προκάλεσε τον θάνατο του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, μέλη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ κατέφυγαν στην Αντιόχεια, προκειμένου να βρουν καταφύγιο.

Η εκκλησιαστική παράδοση υποστηρίζει ότι η Εκκλησία της Αντιοχείας ιδρύθηκε από τον Απόστολο Πέτρο το 34. Ο Πέτρος, συνεπικουρούμενος από τους Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα, κήρυξε στους εθνικούς και τους Εβραίους, οι οποίοι φαίνεται να ήταν πολυάριθμοι στην πόλη. Εκεί εκδηλώθηκε και μια από τις πρώτες συγκρούσεις στην εκκλησία μεταξύ Πέτρου και Παύλου. Η σύγκρουση είχε ως αιτία την ανάγκη περιτομής των νεοφώτιστων εθνικών χριστιανών. Η Αποστολική Σύνοδος της Αντιοχείας, υπό τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, αποφάσισε ότι δε χρειαζόταν περιτομή για την είσοδο στον χριστιανισμό και απάλλαξε τους εξ εθνών Χριστιανούς από την ανάγκη τηρήσεως του Μωσαϊκού νόμου.

Μετά από περίπου επτά έτη παραμονής στην Αντιόχεια, ο Πέτρος αναχώρησε για τη Ρώμη. Ως επίσκοπο της πόλης όρισε τον Ευόδιο, ο οποίος αριθμείται στους πρώιμους επισκοπικούς καταλόγους ως πρώτος διάδοχος του Πέτρου στον Αντιοχειανό Θρόνο.

Η Εδρα της Αντιοχείας συνέχισε να συνεισφέρει στην καθολική εκκλησία μέσω των πολυάριθμων σημαντικών προσωπικοτήτων που ανέδειξε. Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, δεύτερος διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου στην επισκοπή, που μαρτύρησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Τραϊανού, αναδείχτηκε ως συγγραφέας μία από τις πλέον αξιόπιστες ιστορικές πηγές για τη δομή της τότε εκκλησιαστικής ζωής.

Ο Πέτρος ήταν ο πρώτος που έλαβε τον τίτλο του «Πατριάρχη», επειδή ο χριστιανισμός διαδόθηκε αρχικά μεταξύ των Εβραίων, των οποίων ο Πέτρος θεωρούνταν, μέσα στο χριστιανικό περιβάλλον, φυλετικός αρχηγός. Η απόδοση από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451) του τίτλου του «Πατριάρχη» προς τον επίσκοπο Αντιοχείας, υπήρξε η τυπική αναγνώριση της ακολουθούμενης πρακτικής.

Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η Αντιόχεια κατείχε σημαντική θέση ως διοικητικό κέντρο. Ο Επίσκοπός της προήδρευσε στις τοπικές Συνόδους Αγκύρας (351) και Καισαρείας (316) και η Α’ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας (325) αναγνώρισε τη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Αντιοχείας σε όλες τις επισκοπές της Ανατολής, ενώ η Β’ Οικουμενική Σύνοδος (381) επιβεβαίωσε αυτή τη δικαιοδοσία. Αφ’ ετέρου, η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (431) κήρυξε αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Κύπρου από το Πατριαρχείο Αντιοχείας.

Η πρώτη διάσπαση προκλήθηκε το 498 με την αίρεση των Νεστοριανών, συνεπεία της Οικουμενικής Συνόδου της Εφέσου το 431. Αυτό ακολουθήθηκε από την αποχώρηση Συρίων και Αρμενίων, δεδομένου ότι αρνήθηκαν τα ψηφίσματα που εγκρίθηκαν από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος. Κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, υπήρξε η επίσημη αποχώρηση των Μαρωνιτών από το σώμα της Αντιοχειανής Εκκλησίας, με την ανάδειξη του Ιωάννη Μαρούν ως Πατριάρχη τους το 685. Στα μέσα του 8ου αιώνα, η ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας απαίτησε την ανεξαρτησία της από το Πατριαρχείο, κάτι που τελικά πέτυχε το 1050.

Τον 7ο αιώνα κυριάρχησαν στη Συρία οι Αραβες (638) και οι Χριστιανοί καταδιώχθηκαν. Το 695 ο Πατριάρχης Αλέξανδρος Β’ σκοτώθηκε και ο θρόνος έμεινε κενός για 40 χρόνια. Αυτό είχε δυσάρεστες συνέπειες, γιατί πολλοί χριστιανοί εξισλαμίστηκαν. Οι Αραβες ευνοούσαν τους Συροϊκωβίτες χριστιανούς σε βάρος των Ορθοδόξων. Από τον 8ο αιώνα άρχισαν να γίνονται Πατριάρχες εντόπιοι, που χρησιμοποιούσαν την αραβική γλώσσα. Το 969 ο Νικηφόρος Φωκάς ελευθέρωσε τη Συρία και οι Πατριάρχες εκλέγονταν στην Κωνσταντινούπολη ή την Αντιόχεια.

Με την έλευση των Σταυροφόρων, ιδρύθηκε Λατινικό Πατριαρχείο. Ο Ορθόδοξος Πατριάρχης αναγκάστηκε να φύγει και έμενε συνήθως στην Κωνσταντινούπολη, έτσι ο θρόνος έμεινε κενός για 50 χρόνια. Το 1155 ο Μανουήλ Κομνηνός πήρε την Αντιόχεια από τους Λατίνους, μπήκε σ’ αυτήν θριαμβευτικά και τους υποχρέωσε να δεχτούν Ορθόδοξο Πατριάρχη, τον Ιωάννη Θ’, που είχε χειροτονηθεί στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα όμως πάλι οι Πατριάρχες δεν έμεναν στην έδρα τους, όπως ο Θεόδωρος Βαλσαμών, που χειροτονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και δεν μετέβη ποτέ στην Αντιόχεια. Οι Πατριάρχες Αντιοχείας παρέμεναν στην Κωνσταντινούπολη έως την εκδίωξη των ευρωπαϊκών στρατών το 1268. Στα 1343 αποφασίστηκε η μεταφορά της έδρας του Πατριαρχείου στη Δαμασκό, τη σημαντικότερη πόλη στη Συρία, δεύτερη μετά την Αντιόχεια όσον αφορά τη μητροπολιτική σημασία της. Επίσκοπος Δαμασκού ήταν τότε ο Ιωακείμ, 58ος στη σειρά μετά τον πρώτο Επίσκοπο της πόλης, Ανανία.

Αυτή την εποχή, η οθωμανική διοίκηση της Συρίας επέτρεψε την έντονη δράση του λατινικού προσηλυτισμού. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, υπήρξε εξασθένηση του Πατριαρχείου, γεγονός που προέτρεψε τους Πατριάρχες να ζητήσουν ενίσχυση και δωρεές από τον υπόλοιπο ορθόδοξο κόσμο.

Ο Πατριάρχης Μακάριος Γ’ (1647 – 1685) ενίσχυσε τον Ρωμαιοκαθολικισμό και η ορθοδοξία κινδύνεψε. Πολλά υπέφερε πάλι το Πατριαρχείο, όταν έγινε Πατριάρχης ο Κύριλλος, έφηβος 15 χρονών. Οταν ο λαός ξεσηκώθηκε εναντίον του, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξέλεξε Πατριάρχη τον Νεόφυτο (1672).

Λόγω της έντονης δράσης του καθολικισμού και του αντίκτυπου που είχε στις εκλογές Πατριαρχών, ο λαός και οι Επίσκοποι του Πατριαρχείου ζήτησαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να τους στείλει Ελληνα Πατριάρχη, με σκοπό τη διατήρηση της ορθοδοξίας στην περιοχή. Η ελληνική παρουσία στην κεφαλή της Αντιοχειανής Εκκλησίας διήρκεσε από το 1724 έως το 1898. Το 1774 οι Ρωμαιοκαθολικοί ίδρυσαν το «Πατριαρχείο των Γραικομελχιτών» για τους Ορθοδόξους που έγιναν Ρωμαιοκαθολικοί. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κάλεσε δυο αντιπαπικές συνόδους το 1722 και 1727 και με πολλούς άλλους τρόπους προσπαθούσε ν’ αντιδράσει στις προσηλυτιστικές ενέργειες των Ρωμαιοκαθολικών.

Ο αρχιμανδρίτης Πορφύριος Ουσπένκη επισκέφθηκε τη Συρία και την Παλαιστίνη και διαπίστωσε ότι μπορούσε να αναπτυχθεί εκεί ρωσόφιλη κίνηση. Ιδρύθηκε στη Ρωσία η «Ορθόδοξος Ρωσική Αυτοκρατορική Παλαιστίνειος Εταιρεία» το 1882, με σκοπό να προωθήσει τα ρωσικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, όπου ίδρυσαν σχολεία, νοσοκομεία και μοναστήρια.

Το 1850 παρατηρήθηκε διχογνωμία για την εκλογή Πατριάρχη, όμως πάλι εξελέγη στην Κωνσταντινούπολη ο Ιερόθεος (1850 – 1884). Την περίοδο αυτή αναζωπυρώθηκε το αίτημα για Αραβα Πατριάρχη. Η εποχή της πατριαρχίας του Ιεροθέου ήταν ταραγμένη, γιατί έγινε εμφύλιος πόλεμος και σφαγές χιλιάδων χριστιανών από το 1860 και ύστερα. Οι σφαγές σταμάτησαν με την επέμβαση των Γάλλων και ο Λίβανος κέρδισε την αυτοδιοίκησή του.

Οι τρεις Πατριάρχες που ακολούθησαν, έδειξαν χαλαρή στάση και όταν παραιτήθηκε ο τελευταίος Ελληνας Πατριάρχης, Σπυρίδων (1898), η Σύνοδος διασπάστηκε, με τη μειοψηφία να ζητά να γίνει κατάλογος εκλόγιμων και με πρόσωπα από άλλα Πατριαρχεία, όπως γινόταν μέχρι τότε και την πλειοψηφία να διαφωνεί, θέλοντας να αποκλεισθούν όσοι δεν ανήκαν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας. Τελικά, ύστερα από παλινωδίες της Υψηλής Πύλης και επεμβάσεις των Ρώσων, εξελέγη ο Αραβας Πατριάρχης Λαοδικείας Μελέτιος Ντουμάνι το 1899.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ