Ενέργειες όπως η «υιοθεσία» από ομόφυλα ζευγάρια «αποδομούν την κλασσική μορφή οικογένειας στη λειτουργικότητά της και αλλοιώνουν τον ρόλο της μέσα στην ίδια την κοινωνία», αναφέρει σε συνέντευξή του στην «Κ» ο μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος. 

Ο Ιεράρχης προτείνει τη συνέχιση του διαλόγου για τα Θρησκευτικά, ενώ επισημαίνει την ανάγκη η τεχνολογία να μην υποκαθιστά τη ζωή.

Τέλος, ο κ. Χρυσόστομος«συστήνει» κοινή γραμμή για την αντιμετώπιση των κινδύνων από τους πολιτικούς και χαρακτηρίζει λάθος την «εκμετάλλευση της Εκκλησίας» θετικά ή αρνητικά.

-Στη σημερινή πραγματικότητα παρατηρείται μία προσπάθεια αποϊεροποίησης της κοινωνίας...

Θεωρώ ότι υπάρχει μία αποϊεροποίηση της ζωής και μία αποδόμηση της κοινωνίας. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, όταν οι θεσμοί που αποτελούν τους πυλώνες μιάς κοινωνίας υπόκεινται σε δομική αμφισβήτηση, για λόγους κυρίως ιδεολογικούς, τότε κινδυνεύει η ίδια η κοινωνική συνοχή, η ενότητα και η δομή της κοινωνίας.

Η αποϊεροποίηση της ζωής γίνεται και αυτή στοιχείο αυτής της κοινωνικής αποδόμησης, όταν για παράδειγμα έχουμε μία μονομερή «εξυπηρέτηση» της βούλησης ή του ατομικού δικαιώματος, ή της επιθυμίας ενός ατόμου εις βάρος της φύσης, του ανθρώπου, ή του συνόλου των ανθρώπων, τότε και αυτό συμβάλλει στην κοινωνική αποδόμηση.

Επίσης, ο θεσμός της οικογένειας ως σχέση συζύγων, ως σχέση γονέων και παιδιών, στηρίζεται σε μία λανθασμένη αντίληψη και δομή, την οποίαν περιβάλλουμε και με νομοθετική αυθεντία, τότε αυτό σηματοδοτεί ότι η οικογένεια, ως ιερός θεσμός, δεν υφίσταται, τουλάχιστον νομοθετικά και σε ένα πρώτο στάδιο και αυτό έχει ως συνέπεια μία δυσλειτουργία στην ίδια τη δομή της κοινωνίας, ως μία άλλη μορφή και ένα άλλο πλέγμα διαπροσωπικών σχέσεων.

Επιπλέον, θα πρέπει να σας επισημάνω ότι όταν το κριτήριο είναι η ικανοποίηση του οποιουδήποτε δικαιώματος, ακόμη και της ελευθερίας, ως απολυτοποίηση του ατομικού και χωρίς αναφορά στο συλλογικό, τότε με μεγάλη ευκολία μπορεί η ελευθερία να μεταπέσει ή να εκφυλιστεί σε ασυδοσία σε σχέση προς το κοινωνικό σύνολο, με συνέπειες οδυνηρές όπως γνωρίζουμε από την ιστορία.

Γι’ αυτό πολλές φορές η Εκκλησία κρίνεται αρνητικά ή και κατακρίνεται, όταν διακηρύττει ότι ορισμένες νομοθετικές αποφάσεις, οι οποίες εν ονόματι της ελευθερίας και του ατομικού δικαιώματος, ικανοποιούν ατομικές επιθυμίες και συγχρόνως καθίστανται κριτήριο λειτουργίας της ίδιας της κοινωνίας, όταν μάλιστα με τον τρόπο αυτό η Πολιτεία λειτουργεί με τις συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις ενισχυτικά σε μία τέτοια ικανοποίηση επιθυμιών και ατομικών ελευθεριών, οι οποίες συνεπάγονται και την αποϊεροποίηση  της ζωής και την αποδόμηση της κοινωνίας.

Τα νομοθετήματα σχετικά με τη δυνατότητα συμφώνου συμβίωσης, αλλαγής φύλλου ή και το τελευταίο της «υιοθεσίας», αποτελούν χαρακτηριστικές ενέργειες στήριξης μιας τέτοιου είδους αντίληψης και τα οποία, αν και είναι σύμφωνα προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και προς τα δικαιώματα της ελευθερίας, εντούτοις όμως αποϊεροποιούν την ζωήν, αποδομούν την κλασσική μορφή οικογένειας στην λειτουργικότητά της και αλλοιώνουν τον ρόλο της μέσα στην ίδια την κοινωνία.

-Ενα άλλο ζήτημα, που απασχολεί αρκετά μεγάλο αριθμό Ελλήνων, είναι όσα ακούγονται σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών. Θεωρείτε ότι το τοπίο είναι «θολό»; Τι πρέπει να κάνει από εδώ και πέρα η Εκκλησία;

Ακούστε, δεν πιστεύω ότι το τοπίο είναι τόσο θολό, όπως λέγεται ή όπως θα ήθελαν να το παρουσιάσουν ορισμένοι για δικό τους όφελος και για ιδιοτέλειες. Η Εκκλησία συνεχίζει τον διάλογο με το Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο με ένα διπλό σκοπό. Πρώτον, να διορθώσει τους Φακέλους των Μαθητών, με βάση τα υπομνήματα τα οποία καταθέτουν Ιεράρχες, φορείς και εξειδικευμένοι θεολόγοι, αξιολογώντας αυτές τις προτάσεις με σκοπό να τις αξιοποιήσει κατάλληλα. Δεύτερον, να προετοιμάσει το υλικό, προκειμένου να ξεκινήσει η συγγραφή των διδακτικών εγχειριδίων, η οποία θα αρχίσει μετά από δύο περίπου χρόνια. Βλέπετε λοιπόν, ότι έχουμε αρκετό χρόνο για επεξεργασία και διόρθωση των Φακέλων του Μαθητού και όχι πλέον των Προγραμμάτων.

Αποφασιστικός παράγοντας σε όλη αυτή τη διαδικασία για την Εκκλησία, είναι οι αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου και όχι μεμονωμένων προσώπων ή προσωπικές απόψεις ή υποδείξεις.

Πολλές φορές συγχέονται κάποια πράγματα και έτσι δημιουργούνται λανθασμένες εικόνες. Το σημαντικό είναι ότι ο διάλογος συνεχίζεται με συγκεκριμένη σκοποθεσία και με ορίζοντα εργασίας, όχι χρονικό αλλά κυρίως ποιοτικό.

- Πρόσφατα ο Οικουμενικός Πατριάρχης μίλησε για «εικονική ιερωσύνη». Υπάρχει αυτό το φαινόμενο και τι πρέπει να γίνει για την αντιμετώπισή του;

Η ιερωσύνη, ως ένα χαρισματικό γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας, απαιτεί μία αυθεντικότητα και μία θυσιαστική προσφορά. Η οποιαδήποτε απόκλιση δεν συνεπάγεται αλλοίωση της ίδιας της ιερωσύνης, αλλά μία «ψεύτικη» έκφραση ή λανθασμένη κατανόηση της ιερωσύνης από κάποιους οι οποίοι τη φέρουν και οι οποίοι «ως σάρκα φορούντες και τον κόσμον οικούντες» αντιλαμβάνονται την αποστολή τους στα πλαίσια της εκκοσμίκευσης. Αυτή την τελευταία μορφή έκφρασης ή εκδήλωσης της ιερωσύνης, νομίζω ότι χαρακτήρισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης ως «εικονική», ενώ νομίζω ότι το εξήγησε με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο ο Παναγιώτατος. Κάθε τι το οποίο εκκοσμικεύεται, δεν είναι ούτε αληθινό, ούτε αυθεντικό, είναι ψεύτικο.

Τώρα, στο ερώτημά σας «τι πρέπει να γίνει», νομίζω ότι το θέμα της «διόρθωσης» έχει να κάνει με αυτό που χαρακτηρίζουμε ως εκκλησιαστική εκπαίδευση, όπου τα πράγματα θέλουν ένα άλλο θεσμικό πλαίσιο, με συγκεκριμένη σκοποθεσία και με παιδεία θεολογική, κάτι το οποίο λείπει σήμερα και πρέπει να το αναδείξουμε, αφού υπάρχει στη ζωή της Εκκλησίας.

- Ενα άλλο ζήτημα, που επίσης απασχολεί τον πνευματικό χώρο και συχνά-πυκνά το εκφράζει, όπως και η Εκκλησία, είναι η χρήση της τεχνολογίας, κυρίως από τη νέα γενιά. Ποια είναι η θέση σας;

Ακούστε, η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης είναι ένα γεγονός και με αυτούς τους γρήγορους ρυθμούς θα αναπτύσσεται. Το πρόβλημα όμως δεν είναι η ανάπτυξη της τεχνολογίας, αλλά η χρήση της τεχνολογίας και των επιστημών και κυρίως η κατάχρηση της, όταν δηλαδή από την ίδια ή με τη χρήση της, υποκαθίσταται η αυτενέργεια του ανθρώπου, υποκαθίστανται ή υποβαθμίζονται οι ανθρώπινες σχέσεις, ενώ ενισχύεται μονομερώς μία συγκεκριμένη λειτουργία του ανθρώπου, όπως για παράδειγμα η νόηση ή ο ψυχισμός του ανθρώπου και παραθεωρείται ο άνθρωπος στην ολότητά του, ή όταν η ίδια η ελευθερία του φαλκιδεύεται από αυτήν την τεχνολογία, τότε τα πράγματα πρέπει να μας προβληματίζουν. Η τεχνολογία πρέπει να είναι μέσον και τρόπος χρήσης για τη ζωή, όχι όμως τρόπος υποκατάστασης της ζωής και της ύπαρξης του ανθρώπου και των διαπροσωπικών τους σχέσεων.

- Τελευταία έχουν αυξηθεί οι απειλές για τη χώρα μας. Στο εσωτερικό όμως υπάρχει διχόνοια. Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος της Εκκλησίας;

Καταρχήν, δεν θα έλεγα ότι υπάρχει διχόνοια, αλλά υπάρχει διχογνωμία, ως έκφραση πολλών γνωμών. Υπάρχει ένας πλουραλισμός θέσεων και αντιθέσεων των πολιτικών κυρίως, οι οποίες όμως θεωρώ ότι δεν οικοδομούν ένα πνεύμα ομογνωμίας, τουλάχιστον σε θέματα που απαιτούν μία ομοφωνία και μία κοινή αντιμετώπιση.

Είναι θέματα τα οποία απαιτούν μία υπερκομματική κυρίως αντιμετώπιση και όχι πολιτική αντιπαράθεση.

Ο λόγος της Εκκλησίας σε μία τέτοια κατάσταση, απαιτείται να είναι ενωτικός, συνεκτικός, νηφάλιος και όχι διχαστικός, κυρίως δε, να αποφεύγει ενέργειες τέτοιες, που να αφήνουν περιθώρια ώστε να την εκμεταλλεύονται, θετικά ή αρνητικά, ή να την αναζητούν για επιστηριγμό των απόψεών τους, γι’ αυτό τον λόγο και της ασκούν κριτική οι υπεναντίοι, με το επιχείρημα δήθεν, ότι η Εκκλησία εμπλέκεται στην πολιτική.

Οταν η Εκκλησία μένει έξω από τέτοιες καταστάσεις, συμβάλλει ουσιαστικά στην εμπέδωση της ενότητας και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Αντίθετα όταν την Εκκλησίαν την εκμεταλλεύονται διάφοροι πολιτικοί ή πολιτικές, τότε υπόκεινται σε κριτικό έλεγχο και αυτό είναι φθορά και για την Ιδια και για τον ρόλο Της μέσα στην κοινωνία.

Η Εκκλησία δεν μπορεί να συμβάλλει στον διχασμό, στη διάσπαση της ενότητας, στην οποιαδήποτε μορφή βίας και για οποιαδήποτε λόγο.

Η Εκκλησία ως η κοινωνία της αγάπης, της αλληλεγγύης, της ανοχής, της ανεκτικότητας, της ειρήνης πρέπει να κρίνει και συγχρόνως να οικοδομεί, γιατί η μονομερής κριτική χωρίς λόγο οικοδομής την ιδεολογοποιεί και συγχρόνως την περιθεωριοποιεί από την ίδια την κοινωνία.

Η βία, εκφραστική ή δράσεων, υπό οποιαδήποτε μορφή δεν έχει θέση στην Εκκλησία. Αυτό που η Εκκλησία πρέπει να οικοδομεί, είναι η συγχωρητικότητα και η ανεκτικότητα, έστω και αν ο άνθρωπος αμαρτάνει «πάλιν και πολλάκις», η Εκκλησία τον συγχωρεί «εβδομηκοντάκις επτά».