Αρχική » «Ο λύχνος του σώματός εστίν ο ο­φθαλ­μός»

«Ο λύχνος του σώματός εστίν ο ο­φθαλ­μός»

από christina

Του Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παντελεήμων

«Ο λύχνος του σώματός εστίν ο ο­φθαλ­μός.  Εάν ούν ο οφθαλμός σου α­πλούς η, όλον το σώμά σου φω­τεινόν έσται» (Ματθ. 6.22).

Από το όρος των Μακαρισμών ακού­­ε­ται σήμερα με­σα στους να­ούς μας η φωνή του Χριστού· «το λυχνάρι του σώματος είναι τα μάτια· και αν τα μα­τια μας είναι καθαρά και ειλικρινή και άδο­λα, τότε και ολόκληρο το σώμα μας θα είναι γεμάτο φως και θα εκ­πέμπει το φως».

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χρι­στος αναφέρεται στην αναγκαιό­τη­τα του φω­τος και στη σημασία του λύχνου, ούτε ει­ναι η πρώτη φορά κατά την οποία υπο­γραμ­μίζει τη ση­μασία των οφθαλμών του αν­θρω­που για την καθαρό­τητα της ψυχής και του σώματός μας. Φως του κο­σμου ο Χρι­στος, όπως το διακή­ρυξε ίδιος, επιθυ­μεί και οι μαθητές του και όσοι θα πιστεύ­σουν σε Αυτόν στους αιώνες να είναι φως του κο­σμου, να είναι φως ανάμεσα στους αν­θρώπους, να είναι σαν τη λυχνία που φω­τίζει τον δρόμο και τη ζωή των αν­θρω­­πων και «λάμπει πάσιν τοις εν τη οικία».

Γι’ αυτό και σήμερα, συνεχίζοντας την επί του όρους ομιλία του ο Χρι­στος μας υπο­δεικνύει τον τρόπο και τη μέθοδο με την οποία θα μπορέ­σουμε να γίνουμε «φως του κο­σμου».

Είναι γνωστό σε όλους μας ότι ο,τι φω­τίζει δεν μπορεί να είναι το ίδιο σκοτεινό, αλλά πρέπει να είναι γε­μα­το φως. Αν, λοι­πον, θέλουμε να φωτίζουμε τους αν­θρω­πους και τον κόσμο, τότε θα πρέπει και εμείς ως άνθρωποι να είμαστε φωτει­νοί. «Φω­τισθήναι», γράφει ο άγιος Γρη­γο­ριος ο θεολόγος, «και είτα φωτί­σαι». Πρε­πει να φωτισθούμε πρώτα εμείς, για να μπορέσουμε να φωτίσουμε και τους αλ­λους, καθώς εμείς ως άνθρωποι δεν είμα­στε αυτόφω­τοι, όπως ο Θεός, αλλά αντα­να­κλού­με το δικό του φως, εφόσον το έχουμε. Και ο μόνος τρόπος για να γι­νουμε φωτεινοί, λέγει ο Χριστός, είναι να δια­τηρούμε τα μάτια μας φωτεινά και κα­θαρά, γιατί αυτά είναι που φωτίζουν όλο το σώμα.

Ο Θεός, διδάσκουν οι Πατέρες, έδωσε στον άνθρωπο δύο θυρίδες από τις οποίες εισέρχεται η γνώση, εισέρχεται ο πλούτος του κόσμου, εισέρχεται η χαρά, εισέρχεται ο ίδι­ος ο Θεός και η χάρη του,  εισέρ­χεται όμως και ο πειρασμός, η ηδο­νη και η α­μαρτία. Και οι δύο αυτές θυρίδες είναι τα μάτια μας. Από αυτά περ­νούν όλες οι ει­κο­νες του κόσμου, καλές και κακές, αγα­θες και αμαρ­τωλές, και αυτές οι εικόνες δημι­ουρ­γούν στη συνέχεια τις σκέψεις και τους λογισμούς, τις επιθυμίες και τις πρα­ξεις. Αν οι εικόνες είναι αγαθές, είναι α­γιες, είναι ευάρεστες στον Θεό, τότε οι σκε­­ψεις που δημι­ουρ­γούνται μέσα μας από αυτές ει­ναι και αυτές αγαθές και α­γιες και οδηγούν σε πράξεις αρετής και έργα αγάπης, μέσω των οποίων φωτί­ζε­ται ο κόσμος και δοξάζεται ο Θεός.

Αν όμως οι εικόνες που φθάνουν στον νού και την ψυχή μας περνώ­ν­τας μέσα από τα μάτια μας είναι σκοτεινές και πο­νη­ρες και αμαρτω­λες, τότε, αν δεν προσέ­ξουμε, αν δεν κλείσουμε τα μάτια μας και δεν τις αποφύγουμε, θα μετατραπούν σε πο­νηρούς και εφάμαρτους λογι­σμούς που θα εξελιχθούν σε ανά­λο­γες πράξεις, ρυ­παί­νοντας ολόκληρο τον εσωτερικό μας άνθρωπο και σβύνοντας μέσα μας το φως του Χρι­στού που καίει από την ημέρα της βα­πτίσεώς μας.

Γι’ αυτό θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί πως χρησι­μο­­ποι­ούμε τα μάτια μας. Ο Θεός μας τα έδωσε ως ένα μεγά­λο και πολύτιμο δώρο, όχι μόνο για να μας εξυπηρετούν στις ανά­γκες της επίγειας ζωής μας και για να απο­λαμβάνουμε όσα «καλά λίαν» δημι­ούρ­­γησε Εκείνος για χάρη μας, αλλά και για να προσ­βλε­πουμε προς Αυτόν και να προσλαμβάνουμε την εικόνα και τη μορ­­φη του διά των οφθαλ­μων μας στην ψυχή μας.

Αν θέλουμε, λοιπόν, να είναι τα μα­τια μας ανοικτά και καθαρά για να δε­χο­νται το φως και την εικόνα του Θεού, δεν θα πρέπει να τα στρε­φουμε σε θεάματα αμαρ­τωλά και ακάθαρτα. Γιατί, όπως δεν χρησιμο­ποι­ούμε ένα σκεύος με το οποίο με­ταφέρουμε ένα ευώδες και ακριβό άρω­μα για να μεταφέρουμε ένα δη­λη­τήριο, έτσι δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιούμε και τα μάτια μας, από τα οποία δεχόμαστε το φως του Χριστού στην ψυχή μας, τα μάτια μας με τα οποία βλέπουμε τη μορφή του Χριστού, της Παναγίας και των αγί­ων, για να μεταφέρουμε στην ψυ­­χη μας ει­κόνες ταπεινές και γήι­νες και αμαρ­τωλές, γιατί τότε τα μα­τια μας χάνουν τη δυ­νατότητα να βλέπουν το αγαθό, χάνουν τη δυ­νατότητα να βλέπουν τον Θεό και γίνονται σκοτεινά και αυτά και ολόκληρη η ύπαρξή μας.

Γι᾽αυτό ας φροντίσουμε να τα διατηρούμε καθαρά, έτσι ώστε να αξιωθούμε σε αυτή τη ζωή να βλέπουμε το φως του Χριστού να φω­τίζει την ψυχή μας και στην άλλη ζωή να κα­ταυγα­σθούμε από το φως της Θεότητός του.

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ