Στην απομονωμένη, ορεινή περιοχή βόρεια του χωριού Βράχα της Ευρυτανίας, μέσα στο δάσος από βελανιδιές, βρίσκεται η ιστορική ομώνυμη μονή, η σπουδαιότερη των ανατολικών Αγράφων, αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα.
Είναι άγνωστο πότε ακριβώς ιδρύθηκε, αλλά η ύπαρξή της επιβεβαιώνεται από το 1600-1650. Γνώρισε μεγάλη ακμή την περίοδο της Τουρκοκρατίας και είχε το σταυροπηγιακό προνόμιο. Τον 18ο αιώνα πρέπει να καταστράφηκε, γιατί, όπως μας πληροφορεί η κτητορική επιγραφή στο καθολικό της, ο ηγούμενος Δαμασκηνός και μια οικογένεια προσκυνητών από γειτονικό χωριό ανακαίνισαν τον ναό το 1745. Απέκτησε αξιόλογη περιουσία, κυρίως κτηνοτροφική, διέθετε βιβλιοθήκη και φιλοξενούσε σχολείο, ενώ παράλληλα έγινε ένα είδος γεωπονικής σχολής για τους κατοίκους της περιοχής. Στα χρόνια της επανάστασης του 1821 συνδέθηκε με τη δράση του ήρωα Γεώργιου Καραϊσκάκη και βρέθηκε στο επίκεντρο της μάχης που έγινε ανάμεσα στις δυνάμεις του και στους Τούρκους τον Μάιο του 1824. Η μονή διαλύθηκε το 1833 και το 1929-1930 τα κτίσματά της κατεδαφίστηκαν.
Η παράδοση αναφέρεται και σε πολλές διηγήσεις γερόντων της εποχής, που μολογούσαν για τις απίθανες κόντρες του Κατσαντώνη με τον τότε ηγούμενο της μονής.
Η σύγκρουση αυτή υπήρχε λόγω κάποιων «δοσιμάτων» που απαιτούσε ο Αγραφιώτης επαναστάτης από την εύπορη τότε μονή για λογαριασμό κάποιων χωρικών, απαίτηση όμως που αρνούνταν ο ηγούμενος, με αποτέλεσμα η μεταξύ τους διαφωνία να καταλήγει κάθε φορά σε γερή τσιπουροκατάνυξη.
Επίσης, σύμφωνα με μία εκδοχή και ο αδερφός του Κατσαντώνη, ο περίφημος Κώστας Λεπενιώτης, μετά τον βαρύ τραυματισμό του (πιθανότερη ημερομηνία το Πάσχα του 1812) από ενέδρα του τουρκολάτρη Νίκου Θέου και του κοτζαμπάση Γ. Κωστάκη, στην κοντινή Φουρνά, μεταφέρθηκε άμεσα από τους συντρόφους του στο μοναστήρι της Βράχας, όπου πιθανόν εκεί να απεβίωσε μετά από λίγες ημέρες.
Στις 16 Μαϊου του 1824 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης βρίσκεται στη μονή άρρωστος, ο διώκτης του Γιαννάκης Ράγκος και ο Ν. Στουρνάρης μαζί με τούρκικα στρατεύματα του επιτίθονται με στόχο την εκδίωξή του απο το αρματολίκι των Αγράφων.
Στη σφοδρή μάχη που ακολουθεί, διάρκειας μίας μέρας, σκοτώνεται το πρωτοπαλλήκαρό του, ο Αντώνης Ζαραλής, που οι καλόγεροι τον έθαψαν κοντά στη μονή.
Ο Καραϊσκάκης με το ασκέρι του απαγκιστρώνεται από τον κλοιό και βρίσκει καταφύγιο στο Καρπενήσι, ενώ οι Βραχηνοί μιλάνε και για μία υπόγεια σήραγγα διαφυγής, που οδηγούσε από το μοναστήρι έως το ποτάμι και την οποία πιθανόν να χρησιμοποίησε και ο Καραϊσκάκης.
Στην περίοδο της ακμής του μοναστηριού, στις αρχές του 19ου αιώνα, λειτουργεί σχολή γραμμάτων και ανώτερο διδασκαλείο, γεωπονική σχολή μελισσοκομίας και δεντροκομίας. Υπάρχει αρχονταρίκι, μετόχι, βιβλιοθήκη και θεραπευτήριο. Επίσης, η μονή διαθέτει σεβαστό αριθμό κοπαδιών, δεκάδες στρέμματα με καλλιέργειες, νερόμυλο κλπ.
Εξαιτίας αυτού, το ακμαίο οικονομικά μοναστήρι γίνεται συχνός στόχος ληστειών από αρβανίτες και διάφορους άλλους περαστικούς επιδρομείς. Τo 1833 με βασιλικό διάταγμα διαλύονται όσα μοναστήρια διαθέτουν κάτω από 6 μοναχούς. Ανάμεσά τους και η ιστορική μονή της Βράχας. Από τότε το μοναστήρι πέφτει σε παρακμή. Κλάπηκαν σημαντικά ιστορικά κειμήλιά του, ενώ ο αδυσώπητος χρόνος άφησε τα ανεξίτηλα σημάδια του και πάνω στο πέτρινο κορμί του.
Tο 1956 χαρακτηρίστηκε «Ιστορικό διατηρητέο μνημείο Ιερά μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρα την κατά Βράχας των Αγράφων».
Οι γνωστοί ηγούμενοι του μοναστηριού, που σύμφωνα με την παρουσία τους χωρίζεται και σε περιόδους, είναι:
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ο ΛΟΓΑΔΟΣ, ο ηρωικός (1690 – 1730).
Είναι ο πρώτος γνωστός ηγούμενος, που επονομάζεται και ο «φιλοσοφών». Με τη γενική άνθηση της περιοχής 1535-1661 το μοναστήρι παίζει τον δικό του καθοδηγητικό ρόλο. Λειτουργεί εδώ σχολείο κοινών γραμμάτων και δεν αποκλείεται τότε να λειτούργησε και σχολείο Ανώτερο, αφού ο ηγούμενός του είχε και ανώτερη μόρφωση. Δυο από τα κελιά του μοναστηριού χρησίμευαν για αίθουσες διδασκαλίας.
Το 1695 τ’ ασκέρια του Λυμπεράκη Γερακάρη προσπαθούν να κάψουν το μοναστήρι. Τους χτύπησαν και τους απώθησαν οι κλεφταρματολοί του Μικρού Χορμόπουλου με καπετάνιο τον Λίσκο και ο ηγούμενός του κι έτσι το μοναστήρι γλυτώνει μισοκαμμένο. Εκεί σκοτώνεται ο Λίσκος και τον θάβουν στο Καστρί, τον βράχο δίπλα στο μοναστήρι. Από το 1700-1728 το μοναστήρι πέφτει στην αφάνεια, ίσως λόγω κάποιας επιδημίας.
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ο ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΗΣ (1731 – 1760).
Μια οικογένεια, προσκυνητές του Αγίου Τάφου, ο Γεώργιος Χατζηδήμος από την Αγ. Τριάδα, η γυναίκα του Αφέντω και ο γιος τους Δημήτριος, προσφέρουν τα έξοδα για την ανακαίνιση του μοναστηριού. Το κτίριο θα πρέπει να υπήρχε και να έγιναν εσωτερικές εργασίες και πιθανόν κελιά γύρω από το μοναστήρι. Στις 15 Αυγούστου 1758 τελειώνει η αγιογράφηση του Καθολικού.
Σιγά – σιγά το μοναστήρι οργανώνεται, χτίζονται γύρω του και άλλα κελιά, αποκτά πολυάριθμα κοπάδια από γιδοπρόβατα, έχει κτήματα έως 90 στρέμματα, γίνεται φωλιά, τροφοδότης και ορμητήριο των κλεφταρματολών. Το Μικρό Χορμόπουλο, ο Δίπλας, οι Μπουκουβαλαίοι, ο Ράγκος, ο Λεπενιώτης κ.α. το έχουν μόνιμο λημέρι τους, όποτε η ανάγκη το καλεί να περάσουν από αυτή την περιοχή. Παράλληλα, το μοναστήρι εξακολουθεί να είναι σχολείο Κοινών Γραμμάτων και «Ανώτερο Σχολείο». Διαθέτει μοναχούς με ανώτερη μόρφωση. Μαθαίνει γράμματα στα παιδιά των γύρω χωριών και μορφώνει παπάδες, αναγνώστες, δασκάλους και προκρίτους. Εχει ένα είδος σχολής γεωπονίας και διαδίδει στα χωριά της περιοχής τη μελισσοκομία και δενδροκομία.
ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ο Ελεήμονας (1761 – 1790).
Η προκοπή του μοναστηριού συνεχίζεται. Στην απόμακρη αυτή γωνιά των Αγράφων, τότε που «όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», το μοναστήρι της Βράχας κρατά άσβεστη τη λαμπάδα της πίστης στον Θεό, στο Γένος και στη Λευτεριά. Γίνεται νοσοκομείο και θεραπευτήριο για τους λαβωμένους και για τους αρρώστους των γύρω χωριών.
Είναι καταφύγιο για τους φτωχούς και πανδοχείο για τους οδοιπόρους. Είναι σκέπη για τους κατατρεγμένους και φροντίζει για την αποκατάστασή τους. Στα 1777 βρίσκεται εδώ ο Μέγας Ιεροκήρυκας του Πατριαρχείου Δωρόθεος Βουλησμάς. Με ορμητήριο το Μοναστήρι, όπου παραθερίζει, κηρύσσει και δυναμώνει την πίστη στα γύρω χωριά, νουθετεί και λύνει διαφορές, θυμίζει την καταγωγή και την ένδοξη Ελληνική Ιστορία στους κατατρεγμένους Χριστιανούς.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ Ο ΣΤΙΧΟΠΛΟΚΟΣ (1791 – 1810).
Ο ηγούμενος αυτός πρέπει να είναι το ίδιο πρόσωπο που αναφέρεται σαν ο «υιός του Ακρίβου εκ χώρας Βράχας» και που στις 28/11/1795 αφιερώνει στο μοναστήρι ένα λινό επιτάφιο. Εχει ανώτερη μόρφωση και ασχολείται με την ποίηση. Εζησε στο πετσί του την αγριότητα των χρόνων εκείνων. Γιατί παρά την προκοπή του μοναστηριού, που πετυχαίνεται με σκληρή κι ατελείωτη δουλειά, δεν σταματάνε ούτε στιγμή οι ξυλοδαρμοί, οι σκοτωμοί, τα ξεδοντιάσματα και το κρέμασμα των σκλάβων και των μοναχών από τον άπιστο και σκληρό κατακτητή και τις διάφορες ληστοσυμμορίες. Με την ανώτερη μόρφωση που έχει ο ηγούμενος Γρηγόριος, πλαταίνουν οι δραστηριότητες του μοναστηριού. Το καζάνι που λέγεται Ρωμιοσύνη βράζει. Η Επανάσταση δε θ’ αργήσει να ξεσπάσει.
Στα 1797 «κακούργοι Αλβανισταί», καθώς αναφέρει ο Δεσπότης Αγράφων στο από 12/12/1797 συγγίλιο γράμμα του, αρπάζουν από την Εκκλησία της Κορίτσας του Κλειτσού Ευρυτανίας το κειμήλιο του Ευαγγελιστού Λουκά. Τότε, φαίνεται, έγινε και ολοκληρωτική λεηλασία του μοναστηριού της Βράχας. Σχετικά η παράδοση αναφέρει: «Ο Κατσαντώνης, μεγάλος και ξακουστός αρχικαπετάνιος στα χρόνια που ήταν ηγούμενος ο Γρηγόριος, είχε μόνιμο ορμητήριο και αποκούμπι του το Ιστορικό Μοναστήρι της Βράχας. Ετσι εξηγείται και η βρύση με τ’ όνομά του δίπλα στο μοναστήρι, αλλά και κάποιες κακογραμμένες “θύμησες” στα βιβλία του μοναστηριού. Λημέριαζε γύρω στα 1797 στον Σταυρό (τοπωνύμιο) ή στη βρύση στον Ελυμπο (τοπωνύμιο) κι έστειλε μήνυμα στον φίλο του ηγούμενο, να του στείλει ζαϊρέδες (τρόφιμα) και παρά (χρήματα) για να ξεπληρώσει κάποιο χρέος σε Δομιανίτες που τους πήρε κάτι σφάγια. Το μοναστήρι είχε λεηλατηθεί και δεν είχε τίποτα για τον αρχικαπετάνιο. Με τα πολλά συρε- έλα ο Γρηγόριος πήρε μια τσίτσα ρακί και πήγε ν’ ανταμώσει τον φίλο του. Κι όλοι οι θυμοί κι οι πίκρες πνίγηκαν μέσα στο ρακί».
ΙΩΣΗΦ «ΕΚ ΒΡΑΧΗΣ», ο ύστατος (1811 – 1841).
Το Μοναστήρι της Βράχας αυτή την εποχή βρίσκεται σ’ όλη την ακμή του. Γύρω από τον «διάχρυσο» Ναό υπάρχουν περί τα 15 κελιά (δεσποτικό, τραπεζαρία, ξενώνες, βιβλιοθήκη-γραφείο, αίθουσες διδασκαλίας και 8-10 κέλες με τους ανάλογους βοηθητικούς χώρους). Ακόμη έχει διώροφο κολληγόσπιτο και ένα καλύβι στο μετόχι στα Γάβρινα. Εχει περί τα 110 στρ. χωράφια, ένα νερόμυλο και μια νεροτριβή στις Κάμινες και αρκετά κοπάδια ζώα. Εχει ζυγάλετρα για δυο ζευγάρια. Μπορεί να περιποιηθεί για φαγητό γύρω στα 20 άτομα. Είναι το πρώτο του «ναχιγέ τέως Φανάρι». Το πανηγύρι του κρατά 4 μέρες. Τα πλήθη απ’ όλες τις περιοχές συνάζονται εδώ. Το 1817 μια ληστοσυμμορία ρημάζει το μοναστήρι, παίρνοντας όμηρο και τον ηγούμενο Ιωσήφ. Το ηγουμενοσυμβούλιο για την απελευθέρωσή του δανείστηκε τα λύτρα, βάζοντας υποθήκη κάποια χωράφια. Μα, με τις μεγάλες ανάγκες που είχε το μοναστήρι ύστερα, σε χρήματα και αγαθά, δεν μπόρεσε να βγάλει το χρέος και τα κτήματα έμειναν στους δανειστές.