Του Μητροπολίτη Καστορίας κ. Σεραφείμ
Στον ένδοξο Προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, τον πυρφόρο Ηλία, και στη χήρα γυναίκα από τα Σαρεπτά της Σιδώνος έχει αφιερώσει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μία ομιλία του. Την επιγράφει «Εις τον Ηλίαν και την χήραν και περί ελεημοσύνης». Αξίζει λοιπόν να σταθούμε, έχοντας ως οδηγό μας τον ιερό πατέρα της Εκκλησίας, για να δούμε αυτήν την ουρανομήκη και θεία ψυχή, όπως χαρακτηρίζει τον Προφήτη επ’ ευκαιρία της πυρφόρου αναβάσεώς του.
Δε συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγάλους Προφήτες.
Δε μας άφησε βιβλία, όπως οι μεγάλοι και οι ελάσσονες.
Διακρίθηκε όμως για τον ζήλο του και την αγάπη του στον Άγιο Θεό.
Τον χαρακτηρίζει το αγωνιστικό φρόνημα και ο ένθεος ζήλος.
Στολίζεται από τον Θεό με έκτακτα χαρίσματα.
Με την προσευχή του κλείνει και ανοίγει τους ουρανούς, κατεβάζει φωτιά από τον ουρανό, πραγματοποιεί σημεία και τέρατα μέσα στη δύσκολη εποχή στην οποία έζησε και μάλιστα δεν γνωρίζει θάνατο, αφού «άρμα πυρός και ίπποι πυρός»1 τον ανέβασαν «ως εις τον ουρανόν». Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τον ονομάζει γενναίο και υψηλό, ουρανομήκη και θεία ψυχή. Τον αποκαλεί ακόμη «αλήτην και προσαίτην»2, δηλαδή ζητιάνο, που έρχεται στην πόρτα της χήρας γυναικός και να της ζητά νερό και ψωμί :
«Και έβλεπε κανείς τον Προφήτη να περιμένει την απόφαση της γυναίκας, εκείνη την ουρανομήκη και θεϊκή ψυχή, τον γενναίο και υπέροχο Ηλία να έρχεται σαν κάποιος αλήτης και ζητιάνος στην πόρτα της χήρας και το στόμα που έκλεισε τον ουρανό, να λέει τα λόγια των ζητιάνων : “Δος μου ψωμί, δος μου νερό”»3.
1. Γιατί όμως αυτός, τον οποίο πραγματικά ο Θεός στόλισε με τόσα χαρίσματα, να ταλαιπωρείται και να γίνεται ζητιάνος; Για ποιό λόγο επέτρεψε ο Θεός «να θλίβεται και να στεναχωρείται εκείνος που έδειξε τόσο ζήλο για τη δόξα Του, στέλνοντάς τον πότε στον χείμαρρο, πότε στην χήρα και πότε σε άλλον τόπο, κάνοντάς τον να αλλάζει τον ένα τόπο μετά τον άλλο σαν να είναι μετανάστης;»4
Η απάντηση του Ιερού Χρυσοστόμου είναι χαρακτηριστική : για να μην υπάρξει το μικρόβιο της υπερηφανείας! «Επειδή συνήθως η θαυματουργία κάνει αυτούς που θαυματουργούν να υπερηφανεύονται και αυτούς που βλέπουν τα θαύματα τούς πείθει να φαντάζονται ότι είναι ανώτεροι από την ανθρώπινη φύση, και τα δύο αυτά ο Θεός τα διόρθωσε με το να τα ανταλλάξει με την αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως… Έτσι ανέμιξε το θαύμα με την αδυναμία της φύσεώς του. Γι’ αυτό και αυτός που νίκησε τους ουρανούς, δεν νίκησε την πείνα. Αυτός που συγκράτησε τις οδύνες της γης, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ανάγκη της κοιλιάς του»5.
2. Κάνει τον Προφήτη ζητιάνο, για να διδαχθούμε ότι το θαύμα δε συντελείται με τη δική μας δύναμη, αλλά με την άκτιστη ενέργεια του Θεού. Όταν επεμβαίνει ο Θεός, τότε πραγματικά έχουμε την παρουσία ενός έκτακτου γεγονότος. Γι’ αυτό γεμάτος θαυμασμό ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα πει χαρακτηριστικά ότι και ο Προφήτης «είχε ανάγκη μιας γυναίκας χήρας για να μάθεις και τη θεία χάρη και την ανθρώπινη αδυναμία»6.
3. Γίνεται ζητιάνος ο Προφήτης, προκειμένου να δώσει σε όλους μας, όπως και στους ανθρώπους της εποχής του, θάρρος, τόλμη και ανδρεία ώστε να ομολογούμε το όνομα του Θεού ενώπιον αθέων και απίστων. Είναι αποκαλυπτικός και πάλι ο ιερός πατήρ : «Όταν σε παρακαλεί να μιμηθείς τον ζήλο του Προφήτου, να μην χάσεις το θάρρος σου, ούτε να απογοητευτείς νομίζοντας ότι ο άνθρωπος είναι διαφορετικής φύσεως και γι’ αυτό έχει τόσο μεγάλη παρρησία στο Θεό… αφού κι εκείνος ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής… Μην νομίζεις ότι είναι αδύνατον να φθάσεις στην ίδια με εκείνον κορυφή της αρετής· γιατί κι εκείνος είχε την ίδια φύση. Η θαυμαστή όμως και η θεϊκή του προαίρεση τον ανέδειξε πολύ πιο υψηλό από τους άλλους»7.
4. Ζητιάνος ο Προφήτης, για να μας υπενθυμίσει, στην απρόσωπη εποχή την οποία ζούμε, ότι έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Εάν εκείνος φιλοξενήθηκε από μία χήρα γυναίκα σε ένα σπίτι ενδεικτικό της πενίας, πόσο μάλλον εμείς έχουμε ανάγκη της παρουσίας των συνανθρώπων μας. Ο ίδιος ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, στην προς Ρωμαίους επιστολή του, αναφέρεται στην Φοίβη η οποία «προστάτις πολλών εγενήθη και αυτού εμού»8.
Ένα πρόβλημα της εποχής μας είναι η έλλειψη προσωπικής κοινωνίας με τον συνάνθρωπο και ιδιαιτέρως η απουσία της αρετής της απλότητος και της αφελότητος της καρδίας. Κι αυτό είναι μια μεγάλη προσφορά του Χριστιανισμού. Δεν ισοπεδώνει τους ανθρώπους, δεν τους κάνει τυποποιημένες μηχανές, δεν τους διακρίνει μεταξύ τους. Την ίδια αξία έχει εκείνος που κατέχει κοσμικά αξιώματα με εκείνον που κάνει την πιο ευτελή εργασία. Το πνεύμα του Χριστού είναι πνεύμα αγάπης, προσφοράς, θυσίας, πνεύμα ενότητος και ομοψυχίας. Αν ο καθένας έδινε ένα ελάχιστο μέρος από αυτά που διέθετε στον συνάνθρωπό του, τότε δεν θα υπήρχε αυτή η κοινωνική αδικία που ζει ο πλανήτης αλλά και ο τόπος μας.
Όπως αυτός ο μεγάλος άνδρας της Παλαιάς Διαθήκης που συνομιλούμε με τον Θεό, είχε ανάγκη αυτής της χήρας γυναικός, έτσι κι εμείς έχουμε ανάγκη από την συμπαράσταση του αδελφού. Κι αν είμαστε δυνατοί, κι αν έχουμε πλούτη και δόξες και τιμές, έχουμε ταυτόχρονα ανάγκη από τη συναντίληψη και την αλληλοβοήθεια. Μόνο με τον συντονισμό των προσπαθειών μας θα πετύχουμε κοινούς στόχους και σκοπούς για να μειώσουμε αυτό το πολύμορφο κακό, που είναι η αμαρτία με την παρουσία του εγωισμού και της φιλαυτίας που δυστυχώς πλήττει όλους μας.
Θησαυρός αληθινός ο αδελφός που είναι πλάι μας, ο συγκάτοικος, ο συνάνθρωπος, ο συνάδελφος. Ας τους χαιρόμαστε και ας τους ευγνωμονούμε και μόνο γιατί υπάρχουν. Αυτό διδάσκει ο Προφήτης Ηλίας και η χήρα γυναίκα στα Σαρεπτά της Σιδωνίας.
1. Βασ. Δ’ 2,11
2. Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλία εις τον Ηλίαν και την χήραν και περί ελεημοσύνης, ΕΠΕ 8Α,162
3. ο.π., ΕΠΕ 8Α,162
4. ο.π., ΕΠΕ 8Α,168
5. ο.π., ΕΠΕ 8Α,171
6. αυτόθι
7. αυτόθι
8. Ρωμ. 16,1