«Του λόγου μου,ο μοναχός Παΐσιος, όπως εξέτασα τον εαυτόν μου, είδα ότι όλες τις εντολές του Κυρίου τις παρέβην. Ολες τις αμαρτίες τις έχω κάνει. Δεν έχουν σημασία εάν ορισμένες έχουν γίνει σε μικρότερο βαθμό, διότι δεν έχω καθόλου ελαφρυντικά, επειδή με έχει ευεργετήσει πολύ ο Κύριος. Εύχεσθε να με ελεήσει ο Χριστός. Συγχωρέστε με και συχωρεμένοι να είναι όσοι νομίζουν ότι με ελέησαν.
Ευχαριστώ πολύ και πάλιν εύχεσθε…».
Ο Παΐσιος, ίσως είναι ο μοναδικός μοναχός στην σύγχρονη ιστορία της Ορθοδοξίας, για τον οποίο έχουν γραφτεί τα περισσότερα βιβλία, στα οποία οι συγγραφείς μεταφέρουν τις απόψεις του, τις θέσεις του, τις ιδέες του, δημιουργώντας τον δικό τους μύθο γύρω από έναν άνθρωπο που ήθελε να περνά απαρατήρητος.
Βλέποντας όμως ότι πολλοί από τους οποίους τον επισκέπτονταν κατά εκατοντάδες κάθε χρόνο στο κελί του, την Παναγούδα κοντά στη Μονή Κουτλουμουσίου στο Αγιο Ορος, μετέφεραν τον λόγο του όπως αυτοί τον κατανοούσαν και για να προστατευθεί από υπερβολές, έγραψε:
«Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι το όνομά μoυ. Αλίμονο στον μοναχό που βγάζει όνομα,διότι μετά δεν θα έχει ησυχία, αλλά και οι άνθρωποι θ’ αρχίσουν να πλάθουν διάφορα πράγματα, τα οποία δεν είναι πραγματικότητα».
Ο Παΐσιος δεν ήταν μορφωμένος. Δεν ήταν άνθρωπος που παρακολουθούσε τα σύγχρονα προβλήματα μέσα από τις εφημερίδες, τα μέσα ενημέρωσης και δεν διάβαζε τίποτε άλλο παρά βίους αγίων. Δεν είχε άνεση λόγου, δεν είχε θεολογική κατάρτιση με την έννοια του διανοούμενου της Εκκλησίας. Είχε όμως την πολύ απλή -απλοϊκή πολλές φορές- λογική, την οποία απέκτησε παρακολουθώντας τη φύση. Είχε «αφήσει» τη ζωή του στονΘεό και πίστευε ότι με την προσευχή και τη νηστεία μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί. Ο ίδιος από μικρό παιδί είχε αναδείξει τη νηστεία σε κυρίαρχο ζήτημα, όπως και την προσευχή. Ενα σχισμένο ράσο, λίγα χόρτα,δυο σανίδες για κρεβάτι ήταν αρκετά για τον λιπόσαρκο μοναχό, ο οποίος νήστευε πολύ και προσευχόταν ακόμη περισσότερο. Ολο του το νοικοκυριό ήταν ένα κονσερβοκούτι, το οποίο χρησιμοποιούσε για κατσαρόλα, ποτήρι και φλιτζάνι, και ένα κουτάλι. Ολα τα άλλα πίστευε ότι με τη νηστεία και την προσευχή θα τα φρόντιζε ο Θεός. Αυτό από μόνο του τον «αγιοποιούσε» στα μάτια των επισκεπτών του!
Το περίεργο είναι ότι την ώρα που ήταν τόσο απόλυτος και τόσο «παραδοσιακός», ταυτόχρονα αποδεικνυόταν με τις θέσεις που διατύπωνε ότι ήταν πιο μπροστά από άλλους σύγχρονους κληρικούς και μη στην αντιμετώπιση σύγχρονων προβλημάτων, όπως για παράδειγμα η βάπτιση παιδιών των οποίων οι γονείς είχαν παντρευτεί με πολιτικό γάμο. Σήμερα είναι στη διακριτική ευχέρεια κάθε μητροπολίτη να δεχτεί τη βάπτιση αυτών των παιδιών ή όχι.Ο Παΐσιος όμως έλεγε «και τι φταίνε αυτά» σε μια προσπάθεια να πείσει τους «αυστηρούς της Ορθοδοξίας» να δείχνουν ανοχή και αγάπη!
Επειδή υπηρέτησε στον στρατό ως ασυρματιστής, παρομοίαζε τον μοναχό ως «ασυρματιστή του Θεού», ο οποίος όσο απομακρυνόταν από τις πόλεις και όσο πιο ψηλά ανέβαινε στα βουνά, τόσο πιο καλή επικοινωνία θα είχε, όπως έλεγε, με τον «δημιουργό του».
Ο απόλυτος μοναχός
Γεννήθηκε Ιούλιο του 1924 και πέθανε Ιούλιο του 1994, ακριβώς μετά από 70 χρόνια. Αυτό για πολλούς ήταν «ένα διαφορετικό σημάδι».
Ο τρόπος που προσέγγιζε τα πράγματα, ήταν αυτός που τον ενέταξε στον κύκλο εκείνων των ανθρώπων που «διδάσκουν με τη ζωή τους την απλότητα». Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος ότι έχουν γραφτεί εκατοντάδες βιβλία και έχουν μεταφραστεί ή μεταφράζονται σε περισσότερες από 20 χώρες σε όλο τον κόσμο.
Ο ίδιος υπηρέτησε στον στρατό την περίοδο του εμφυλίου, ως ασυρματιστής όπου είχε την ευκαιρία να «πολεμά χωρίς όπλο» και να βρίσκει χρόνο να προσεύχεται για τη σωτηρία των στρατιωτών! Αυτή πρέπει να ήταν και η τελευταία υποχώρησή του ως λαϊκός.
Οταν ήταν παιδί, η δοκιμασία που είχε επιβάλει στον εαυτό του ήταν ο ελάχιστος ύπνος, το ελάχιστο φαγητό και η αυστηρότατη νηστεία.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, είχε φτάσει σε σημείο να περπατά ξυπόλυτος ακόμη και πάνω σε αγκάθια για να συνηθίζει στον πόνο.
Από τα Φάρασα της Καππαδοκίας στην Κόνιτσα, το Σινά, το Αγιο Ορος
Λίγο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και όταν οι μεγάλες δυνάμεις προσπαθούσαν να βάλουν «τέλος στο ελληνοτουρκικό πρόβλημα», προκρίνοντας τη λύση της ανταλλαγής των πληθυσμών, στα Φάρασα της Καππαδοκίας η οικογένεια του Πρόδρομου και της Ευλογίας Εζνεπίδη αποκτούσε ένα ακόμη υγιέστατο αγοράκι,στις 25 Ιουλίου του 1924.
Μέσα στην τρέλα της εποχής, λίγες μόλις μέρες μετά τη γέννηση του παιδιού, έγινε η βάπτισή του.Η βάπτιση όμως αυτή αποδείχτηκε ότι είχε και συμβολικό χαρακτήρα. Το νεογέννητο το βάπτισε ένας από τους πλέον σεβάσμιους ιερείς της ευρύτερης περιοχής της Καππαδοκίας, ο Αρσένιος,συγγενής της μητέρας του, ο οποίος μετά τον θάνατό του ανακηρύχτηκε από την επίσημη Εκκλησία άγιος.
Ηταν τότε που οι κάτοικοι των Φαράσων, όπως και σε όλες τις περιοχέςπου ήταν έντονο το ελληνικό στοιχείο -στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών- ξεριζώθηκαν και επιβιβάστηκαν με ελάχιστα προσωπικά είδη στο καράβι που θα τους έφερνε στην Ελλάδα, τη μητέρα πατρίδα που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Προκόπιος Θεοδοσίου. Για να γλιτώσει από τους Τούρκους όμως, άλλαξε και πάλι το ονομά του και το έκανε Εζνεπίδης, που σημαίνει αλλοδαπός.
Η μητέρα του Ευλογία ανήκε στο γένος Φραγκοπούλου και ήταν συγγενής του Αρσένιου. Παντρεύτηκε τον Πρόδρομο Εζνεπίδη σε ηλικία 15 χρόνων, με τον οποίο απέκτησε δέκα παιδιά, τα δύο πρώτα όμως πέθαναν.Το τρίτο το βάπτισε ο Αρσένιος και του έδωσε το όνομα Ζωή και από τότε όλα έζησαν και μεγάλωσαν φυσιολογικά.Τα δύο κορίτσια που δεν έζησαν, ήταν η Αικατερίνη και η Σωτηρία.Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν η Ζωή, η Μαρία, ο Ραφαήλ, η Αμαλία, ο Χαράλαμπος, ο Αρσένιος (ο γέροντας Παΐσιος), η Χριστίνα και ο Λουκάς.
Το 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, όπως και εκατοντάδες άλλες, επιβιβάστηκε σε πλοίο για τον Πειραιά.Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και μέσα στον συνωστισμό που επικρατούσε, κάποιος πάτησε το βρέφος, αλλά τελικά το παιδί σώθηκε. Πολύ αργότερα ο Παΐσιος έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Αν είχα πεθάνει τότε που είχα τη χάρη του βαπτίσματος,θα με έριχναν στη θάλασσα να με φάνε τα ψάρια και τουλάχιστον θα μου έλεγε ευχαριστώ κανένα ψαράκι και θα πήγαινα στον παράδεισο».
Η οικογένεια έμεινε για λίγο στον Πειραιά και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο κάστρο της Κέρκυρας. Εδώ πέθανε και ετάφη ο άγιος Αρσένιος, ακριβώς σαράντα μέρες μετά τον ερχομό του στην Ελλάδα. Μετά την Κέρκυρα, η οικογένεια πέρασε στην Ηγουμενίτσα για να καταλήξει στην Κόνιτσα, όπου συνεχίζει να ζει μέχρι σήμερα.
Η ζωή στην Κόνιτσα
Η εγκατάσταση στην Κόνιτσα, για όλους τους πρόσφυγες και για την οικογένεια Ενζεπίδη,ήταν αρκετά δύσκολη. Η περιοχή δεν θύμιζε σε τίποτε τα Φάρασα,είχε μόλις 12 χρόνια που είχε ελευθερωθεί από τους Τούρκους και οι ντόπιοι κάτοικοι ήταν σε διαρκή αναβρασμό, λόγω των γεγονότων σε βάρος των Ορθοδόξων στη γειτονική Αλβανία. Παντού στρατός, ξένες αποστολές και πολύς φανατισμός.
Παρά τα προβλήματα, ο Αρσένιος μεγάλωνε μέσα σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε η πίστη στονΘεό και τους αγίους, ενώ άκουγε συνεχώς ιστορίες για τον νονό του τον άγιο Αρσένιο πριν εγκαταλείψουν την πατρίδα τους.
Ετρωγε ελάχιστα και μάλιστα για να παραμείνει λιτοδίαιτος έσφιγγε πολύ τη ζώνη του! Κάποια στιγμή όμως τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του και έπεσε στο κρεβάτι. Πολύ αργότερα περιέγραφε εκείνη του την περιπέτεια: «Τα χέρια μου ήταν σαν των μικρών παιδιών της Αφρικής, διότι ο οργανισμός μου στερήθηκε βασικές τροφές, όταν ήμουν μικρός. Ο λαιμός μου είχε γίνει σαν κοτσάνι κερασιού. Τα παιδιά μου έλεγαν θα πέσει το κεφάλι σου».
Απομονωνόταν και προσευχόταν την ώρα που τα άλλα παιδιά έπαιζαν στα στενά σοκάκια της Κόνιτσας. Ο,τι, δε, διάβαζε, προσπαθούσε να τα εφαρμόζει στην καθημερινοτητά του: Κάπου είχε διαβάσει πως όταν φοβάσαι έναν τόπο, θα πρέπει να συχνάζεις εκεί για να το ξεπεράσεις. Ο ίδιος φοβόταν όταν περνούσε από το νεκροταφείο. Πολύ αργότερα μετέφερε μια προσωπική του περιπέτεια: Μια μέρα, εκεί που περνούσε έξω από το νεκροταφείο, είδε έναν άδειο τάφο.Το βράδυ πήγε στο νεκροταφείο και μπήκε μέσα στον τάφο.«Η καρδιά μου κτυπούσε. Στην αρχή ήταν δύσκολο. Μετά συνήθισα. Κάθισα αρκετή ώρα και εξοικειώθηκα.
Πήρα θάρρος και άρχισα να γυρίζω από μνήμα σε μνήμα, προσέχοντας μη με δουν και με περάσουν για φάντασμα.Αυτό ήταν, πήγα τρία βράδια στο νεκροταφείο και μου πέρασε ο φόβος».
Η πορεία του, παρά το γεγονός ότι ήταν ένα μικρό παιδί, είχε δρομολογηθεί από τον ίδιο και το πάθος του για τονΘεό:
Με την πρώτη ευκαιρία χανόταν στο δάσος, μάζευε βελανίδια, τα περνούσε σε ένα σκοινί και τα έκανε κομποσκοίνι, για να μετρά τις προσευχές και τις μετάνοιες, όπως έκαναν οι κανονικοί μοναχοί. Οπως συμβαίνει στα χωριά, πολλοί ήταν εκείνοι που μάλλον τον χαρακτήριζαν «αλλοπαρμένο».
Οποιος τον ρωτούσε «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις», αυτός απαντούσε μονολεκτικά και αποφασιστικά: καλόγερος.
Και δεν άργησε να κάνει την πρώτη προσπάθεια να γίνει μοναχός- ασκητής στην ηλικία των 11 χρόνων.
Κανονικός μοναχός αργότερα, περιέγραφε την πρώτη απόπειρα με αυτοσαρκασμό: «Οταν ήμουν ακόμη στο σχολείο, διάβαζα τους βίους των αγίων και επιθυμούσα να γίνω ασκητής. Εβγαινα συχνά έξω από το χωριό. Ημουν τότε έντεκα χρόνων. Είχα εντοπίσει ένα μεγάλο βράχο. Μια μέρα ξεκίνησα να ανεβώ,να γίνω στυλίτης. Πήρα ένα μικρό σιδεράκι μαζί μου για να τρώω κανένα χορταράκι, όπως οι παλιοί ασκητές. Περπάτησα μιάμιση ώρα μέσα στα βουνά και τον βρήκα. Ηταν ψηλός βράχος. Ανέβηκα με δυσκολία.
Εξάντλησα όλες μου τις δυνάμεις και μετά άρχισα να σκέπτομαι: οι ερημίτες είχαν ρίζες και έτρωγαν, λίγο νεράκι,έναν χουρμά. Εσύ δεν έχεις τίποτε επάνω στον βράχο. Πως θα ζήσεις; Με είχε κόψει η πείνα.Δεν άντεχα άλλο, οπότε λέω…ας πάω να φάω κανένα χορταράκι. Που να κατέβω όμως. Καλά ανέβηκα αλλά πως κατεβαίνω τώρα;
Τέλος πήρα μια κουτρουβάλα, πως δε σκοτώθηκα…».
Τελείωσε το δημοτικό με βαθμό οκτώ και διαγωγή κοσμιοτάτη. Στην Κόνιτσα όμως δεν είχε γυμνάσιο και έτσι στράφηκε προς την ξυλουργική, ένα επάγγελμα που τον συγκινούσε ιδιαίτερα, αφού ξυλουργός ήταν και ο Ιωσήφ!
Μεγαλώνοντας και αφού είχε εξελιχθεί σε πολύ καλό τεχνίτη, άνοιξε δικό του ξυλουργείο. Πολλοί στην Κόνιτσα αναφέρουν ένα περιστατικό μεταξύ του Αρσενίου και του πατέρα του, που είναι χαρακτηριστικό του πάθους του για τον μοναχισμό: Σε ένα γάμο ο πατέρας του «ευχήθηκε και στις χαρές σου». Εκείνος από αντίδραση δεν του ξαναφίλησε το χέρι! Ο δρόμος που είχε πάρει δεν είχε γυρισμό. Απλώς το νεαρό της ηλικίας του τον περιόριζε κάπως. Μέχρι να βρει την «Ιθάκη του», κάνει φίλους μόνο εκείνα τα παιδιά που έχουν τις ίδιες ανησυχίες με τον ίδιο και παράλληλα ψάχνει να βρει ενάρετους μοναχούς να τον καθοδηγήσουν και να τον βάλουν στον «δρόμο του Θεού».
Πλέον το σπίτι του δεν τον χωρά και άρχισε να πηγαίνει στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, το οποίο απέχει από το πατρικό του στην Κόνιτσα περίπου 10 λεπτά, όπου προσεύχεται και σχεδιάζει το μέλλον του.Τότε αρχίζει και την έντονη εξάσκηση, ώστε να προετοιμαστεί για τη ζωή του μοναχού:
Ετρωγε άνοστα φαγητά(δεν έβαζε αλάτι για να μην πίνει πολύ νερό).
Επλενε μόνος του τα ρούχα του. Οταν, δε, πήγαινε με τους δικούς του στα χωράφια, έβγαζε τα παπούτσια του και έτρεχε ξυπόλυτος. Τα πόδια του μάτωναν και αυτός υπέμεινε τον πόνο, μιμούμενος τους μάρτυρες!
Την ίδια στιγμή διάβαζε και αποκτούσε αρκετές γνώσεις για τους αγίους και τον Χριστό, τις οποίες μετέφερε στους φίλους του.
Η πορεία προς τον μοναχισμό
Μετά τον στρατό έμεινε για λίγο στην Κόνιτσα και στη συνέχεια, φορώντας ακόμη τα στρατιωτικά ρούχα, ταξίδεψε για το Αγιο Ορος, προκειμένου να βρει «γέροντα να υποταχθεί» και να του μάθει τα μυστικά του μοναχισμού. Στην αρχή φιλοξενήθηκε στο κελί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που ανήκε στη μονή Μεγίστης Λαύρας.
Εκείνη την περίοδο η οικογένειά του αντιμετώπιζε προβλήματα και του ζήτησε να επιστρέψει στην Κόνιτσα. Η πρώτη του επίσκεψη στο Αγιο Ορος δεν ήταν όπως την είχε φανταστεί. Επέστρεψε στην οικογένειά του.
Στην Κόνιτσα άρχισε πάλι να εργάζεται ως μαραγκός. Την ημέρα σκληρή δουλειά και νηστεία και το βράδυ προσευχή, συνεχείς μετάνοιες και ύπνο στο τσιμέντο, για να συνηθίσει στη σκληρή ζωή του μοναχού.
Τον Μάρτιο του 1953 ήταν πιο έτοιμος από ποτέ να γίνει μοναχός.
Σε όσους τον ρωτούσαν γιατί επέλεξε τον δρόμο αυτόν, απαντούσε: «Η Εκκλησία μας διδάσκει δύο δρόμους. Τον μοναχισμό και τον γάμο. Το βόδι που δεν πάει ούτε στον ζυγό ούτε στην αυλακιά, πάει στον χασάπη».
Ενα χρόνο αργότερα, στις 27 Μαρτίου του 1954, παίρνει ρασοευχή και του δίνεται το όνομα Αβέρκιος. Για το σημαντικό γεγονός γράφει:
«Επροχθές έλαβα ρασοευχή και με μετονόμασαν Αβέρκιο. Ηθελαν να με κάνουν μεγαλόσχημο, αλλά εγώ ο ταλαίπωρος δεν μπορώ να κάνω αυτά που απαιτεί το Μικρό Σχήμα, πόσο μάλλον να κάνω αυτά που απαιτεί το Μέγα».
Στις 12 Μαρτίου του 1956 αφήνει τη μονή Εσφιγμένου και εγκαθίσταται στη Φιλοθέου. Στις 3 Μαρτίου του 1957 κάρεται μοναχός και παίρνει το όνομα Παΐσιος. Στη μητέρα του στέλνει επιστολή με την υπογραφή «Μοναχός Παΐσιος Φιλοθεΐτης», περήφανος για την εξέλιξή του.
Η χαρά του δεν κράτησε πολύ, αφού τότε εμφανίστηκαν και τα πρώτα προβλήματα υγείας και αναγκάζεται και πάλι να επιστρέψει στην Κόνιτσα για θεραπεία.
Για λίγους μήνες παραμένει στην Κόνιτσα, όπου κάνει θεραπεία,προσεύχεται και πολεμά ηρωικά τη φυματίωση.
Στη μονή Στομίου
Στη χαράδρα του Αώου, περίπου τρείς ώρες δρόμο από την Κόνιτσα, στην κορυφή της Γκαμήλας, υπάρχει η Ιερά Μονή Στομίου, την οποία είχαν κάψει οι Γερμανοί. Τον Αύγουστο του 1958 πηγαίνει εκεί και αρχίζει τηνανοικοδόμησή της, με πενιχρά μέσα, καθώς η πρόσβαση στο μοναστήρι δεν ήταν καθόλου εύκολη.
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, ο Παΐσιος κάνει κάτι που σχεδίαζε από μικρό παιδί. Πηγαίνει στην Κέρκυρα, προκειμένου να κάνει την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Αρσενίου, του ανθρώπου που τον βάφτισε στα Φάρασα και του έδωσε το όνομά του.
Οταν επιστρέφει με τα οστά του «αγίου του», με πολλή προσωπική δουλειά δίνει ζωή στο μοναστήρι,δέχεται εκεί πιστούς, συζητά μαζί τους και παράλληλα βοηθά τους φτωχούς της περιοχής.
Τον Οκτώβριο του 1961, η μονή Φιλοθέου του δίνει το τυπικό απολυτήριο και τον «απελευθερώνει» για τις μελλοντικές του κινήσεις.
Την 30η Σεπτεμβρίου του 1962 παραδίδει τη μονή Στομίου και παίρνει τη μεγάλη απόφαση να φύγει για τρίτη φορά από την Κόνιτσα. Τώρα όμως ο δρόμος του δεν οδηγούσε στο Αγιο Ορος, αλλά πολύ πιο μακριά για τα δεδομένα της εποχής. Στο μακρινό Σινά, όπου τον είχαν προσκαλέσει μοναχοί οι οποίοι υπηρετούσαν εκεί και τον είχαν συναντήσει στο Στόμιο. Το 1966 όμως, η υγεία του επιβαρύνθηκε ακόμη περισσότερο και αφού δεν είχε άλλη επιλογή, πήγε στη Θεσσαλονίκη, όπου έκανε εγχείρηση και του αφαιρέθηκε τμήμα από τα πνευμόνια του.
Το κελί του ήταν από τα πλέον φτωχικά. Ενας ιερομόναχος το περιγράφει: «…Ηταν απέριττο και ασκητικότατο. Ειχε εικόνες κολλημένες στον τοίχο και συνήθως κεριά αναμμένα. Μικρό στις διαστάσεις, με χτιστή σόμπα η οποία πάντα έκαιγε, μια και ο γέροντας υπέφερε πάρα πολύ από το κρύο. Σε μια γωνιά ήταν το κρεβατάκι του, ένα ξύλινο πράγμα σαν φέρετρο, γεμάτο εικόνες και ένα ρωσικό σχήμα πάνω. Στην άλλη άκρη ήταν ένα σκαμνάκι,στο οποίο καθόταν και προσευχόταν. Υπήρχε και ένα πλατύ ξύλο, που το έβαζε στα γόνατά του κι έγραφε. Σε μια μικρή τρύπα στον τοίχο είχε κάμποσες κόλλες και δύο –τρία μολύβια. Ο γέροντας δεν χρησιμοποιούσε υγραέριο και δεν είχε γενικά μαγειρικά σκεύη. Εβραζε σε κάποιο κουτί συνήθως ρύζι, φακές και ότι άλλο τύχαινε. Οταν ήμουν κοντά του, μου έλεγε κάθε δύο μέρες να πηγαίνω σε κανένα μοναστήρι για να τρώω, γιατί ο ίδιος δεν είχε τίποτε άλλο από παξιμάδι, τσάι και κηπευτικά. Ηταν ένας άσαρκος άνθρωπος, ένας επίγειος άγγελος και ένας ουράνιος άνθρωπος».
Στο κελί του Τιμίου Σταυρού έμεινε περίπου 10 χρόνια.
Το 1968 η μονή Μεγίστης Λαύρας δίνει απολυτήριο στον Παΐσιο.
Το 1970 μεταφέρει από την Κόνιτσα στο ησυχαστήριο της Σουρωτής τα λείψανα του Αγίου Αρσενίου, με την ευχή να ταφεί και αυτός μια μέρα δίπλα «στον γέροντά του».
Στις 29 Οκτωβρίου του 1972 επισκέπτεται για πρώτη φορά τη γενέτειρά του, τα Φάρασα, προσκυνά και φεύγει, παίρνοντας μαζί του λίγο χώμα από την πατρίδα που δεν γνώρισε.
Στις 13 Μαΐου του 1979 αφήνει το κελί του Τιμίου Σταυρού και εγκαθίσταται στην Παναγούδα, κοντά στη Μονή Κουτλουμουσίου. Από δω και πέρα ανοίγεται ο σημαντικότερος για τον ίδιο και τους γύρω του κύκλος της μοναστικής του ζωής.
Το 1993 ο γέροντας, προκειμένου να αντιμετωπίσει την αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε, πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη και κάνει μια σειρά από εξετάσεις, από τις οποίες προκύπτει η σοβαρότητα της κατάστασής του.Σε όλο αυτό το διάστημα του συμπαρίστανται οι μοναχές της Σουρωτής, που άλλωστε είναι και πνευματικά τέκνα του γέροντα.
Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 υποβάλεται σε εγχείρηση στο έντεροκαι οι γιατροί διαπιστώνουν ότι ο καρκίνος που τον ταλαιπωρεί έχει επεκταθεί σε πολλά σημεία του σώματός του. Ο ίδιος λέει ότι αν θα γίνει καλά, θα επιστρέψει στο Αγιο Ορος. Ομως η υγεία του δεν του το επιτρέπει. Διαισθάνεται το τέλος του και εκφράζει την επιθυμία του να ταφεί στη Σουρωτή.
Στις 12 Ιουλίου του 1994, ημέρα Τρίτη, σε ηλικία 70 χρόνων, ο γέροντας Παΐσιος εκοιμήθη και ετάφη στο ησυχαστήριο που είναι δίπλα στον ναό του Αγίου Αρσενίου. Είχε γεννηθεί Ιούλιο του 1924!
Ο Παΐσιος από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα ήξερε ότι θα λέγονταν και θα γράφονταν πολλά για τον ίδιο. Αλλωστε πολλά βιβλία είχαν γραφτεί όταν αυτός ζούσε και έδινε τις μάχες του για την πίστη του.
Ετσι, πριν γράψει και το ανεπιτήδευτο έμμετρο που είναι χαραγμένο στον τάφο του, αυτοβιογραφείται όσο πιο απλά μπορεί:
«Εγώ ο αμαρτωλός Παΐσιος μοναχός Φιλοθεΐτης,Αγιωρείτης, ο κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης,εγενήθην εις την πατρίδα του Μεγ.Βασιλείου, Καισάρεια της Καππαδοκίας τον Ιούλιο του 1924.
Με φέρανε στην αγαπημένη μας μητέρα Ελλάδαν 40 ημερών “προσφυγόπουλο”. Εμεγάλωσα στην νυν Ηρωική πατρίδα μου Κόνιτσα. Υπηρέτησα τον επίγειον βασιλέα και μετά κατατάγην εθελοντής στο αγγελικό τάγμα των μοναχών εις τον επουράνιον βασιλέα Χριστόν.
Από μικρός ποθούσα τη μοναχικήν ζωήν “μάλλον αγγελικήν” καθώς την ονομάζει ο Μέγας Βασίλειος και αφού απέδωσα “τα του καίσαρος το καίσαρι”, επήγα εις το Αγιο Ορος ινα αποδώσω και τα “του θεού τω θεω”. Καθώς κυριός μας λέγει στο ευαγγέλιό του κατά Ματθαίου β’ 27».
Μάλλον απογοητευμένος από τη «φήμη» του, έγραφε:
«Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι το όνομά μου. Αλίμονο στον μοναχό που βγάζει όνομα, διότι μετά δεν θα έχει ησυχία, αλλά και οι άνθρωποι θ’ αρχίσουν να πλάθουν διάφορα πράγματα, τα οποία δεν είναι πραγματικότητα».