Στον Βασίλη Γεωργίου
Η Μονή Τατάρνης είναι από τα ιστορικότερα μοναστήρια της Στερεάς. Εκεί, στη λίμνη των Κρεμαστών, στην Ευρυτανία, ένας μοναχός, ο Δοσίθεος, αγωνίζεται από παιδί να κρατήσει ζωντανή την παράδοση αιώνων. Δυναμικός, απόλυτος και με απέραντο σεβασμό στον άνθρωπο, στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας» (σ.σ.: χωρίς τους Βασίλειο Μυλωνά, θεολόγο, και Ιωάννη Γκιάφη, θεολόγο – πολιτικό επιστήμονα, αυτή η διαφορετική επικοινωνία δεν θα ήταν εφικτή), δεν διστάζει να τα βάλει με την υποκρισία, τους πολιτικούς, ακόμα και με τους δεσποτάδες.
Γέροντα, τι σας οδήγησε και πώς πήρατε την απόφαση να γίνετε μοναχός;
Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Η μάνα μου η μακαρίτισσα μου είχε πει ότι, όταν πας σε ένα σπίτι και σου δώσουν έστω κι ένα ποτήρι νερό, να πεις ευχαριστώ, κι εγώ οφείλω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ για Εκείνον που σταυρώθηκε για εμένα. Επομένως, έπρεπε κι εγώ να συσταυρωθώ, έτσι ώστε να τιμήσω Αυτόν που με ευεργέτησε και με έσωσε. Αυτό είναι απλό, πιο απλό δε γίνεται. Εν τω μεταξύ, εγώ από μικρό παιδί, από δεκαεπτά χρονών, που κατάλαβα τον εαυτό μου, ήμουν παιδί της Εκκλησίας, των ακολουθιών, οπότε η μοναχική πολιτεία για μένα ήταν συνέχεια κι όχι κάτι το «όλως άλλο».
Υπάρχουν κάποιες μικρές και κοσμικές απολαύσεις που θα επιτρέπατε στον εαυτό σας;
«Για μένα η μόνη μου απόλαυσις είναι η Εκκλησία. Κι όταν ασθενώ, πολλές φορές, και δεν πάω στην Εκκλησία, αισθάνομαι δύο φορές άρρωστος. Του μοναχού και του ιερομονάχου η ζωή είναι ο ναός, η ακολουθία και δευτερευόντως η προσευχή στο κελί του, αλλά χωρίς το κελί να υποκαθιστά την ακολουθία. Γιατί υπάρχουν και κάτι τέτοιες μόδες, να νομίζουμε ότι με ένα κομποσκοίνι μπορούμε να αντικαταστήσουμε αυτά που έγραψαν οι Άγιοι Πατέρες και τα οποία ψάλλουμε στην Εκκλησία και τα έγραψαν όχι με μελάνη, αλλά με δάκρυα.
Σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων, υπάρχει κάτι που δεν θα συγχωρήσετε σε κάποιον;
Εγώ δεν είμαι ο άνθρωπος ο οποίος συγχωρώ ή δεν συγχωρώ, άλλος είναι ο Κριτής πάντων. Για μένα αρχή είναι το εξής: Η Εκκλησία του Χριστού, στην οποία ανήκω και δοξάζω το Θεό γιατί είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος και Ρωμιός, είναι κάτι το «όλως άλλον» και είναι απέναντι στην αμαρτία, αλλά μαζί με τον αμαρτωλό. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι σαν το παγώνι που έχει φτερά λαμπρά, αλλά, όταν κοιτάει το πόδια του, κλαίει γιατί έχει άσχημα πόδια.
Πώς βλέπετε τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας; Τι συνέπειες θα είχε ένας ενδεχόμενος διαχωρισμός;
Τώρα πέσαμε σε μεγάλο θέμα… Πρώτον, η Εκκλησία με την Πολιτεία ζει όχι την Βαβυλώνιο αιχμαλωσία που έζησαν οι Εβραίοι, αλλά την «Βαυαρώνιο» αιχμαλωσία, η οποία ξεκινάει από την εποχή της βαυαρικής αντιβασιλείας, ισχύει μέχρι σήμερα και δεν ξέρω μέχρι πότε θα ισχύει. Η Εκκλησία πρέπει κάποτε να αποκτήσει την ανεξαρτησία της και θα είναι ευλογημένη η ώρα που θα χωρίσει από την Πολιτεία και θα ζήσουμε όπως ζουν όλες οι άλλες Εκκλησίες. Δεν πειράζει, ας μειωθούν και λιγάκι τα έσοδα των παπάδων και των δεσποτάδων, δεν χάθηκε ο κόσμος, δεν παθαίνουμε τίποτα. Εάν θέλουμε να είναι ζώσα η Εκκλησία, θα τη συντηρήσει η ίδια η Εκκλησία και τους θεσμούς ο λαός του Θεού – γιατί έχουμε αποξενωθεί από τον λαό του Θεού, αυτό είναι το πρόβλημα. Αυτό είναι… Στα χωριά θέλουν παπά να χτυπάει την καμπάνα ξέρετε πότε; Όταν έχουν πανηγύρι για κλαρίνο, τότε θέλουν λειτουργία, άλλη φορά δεν θέλουν λειτουργία. Έχουμε αποξενωθεί, δηλαδή, από τον κόσμο, από τον λαό κι ο λαός μας έχει στρέψει τα νώτα του.
Η Εκκλησία πρέπει κάποτε να αποκτήσει την ανεξαρτησία της και θα είναι ευλογημένη η ώρα που θα χωρίσει από την Πολιτεία και θα ζήσουμε όπως ζουν όλες οι άλλες Εκκλησίες
Πώς αισθάνεστε έχοντας ως πρωθυπουργό έναν άνθρωπο που εμφανώς δεν πιστεύει στον Χριστιανισμό, αλλά, παρ’ όλα αυτά, δείχνει σεβασμό σε αυτόν;
Αυτό είναι πολιτική υποκρισία, «άλλα μου λες κι άλλα μου κάνεις, βάλθηκες να με τρελάνεις», είναι σκέτη υποκρισία. Έχουμε παράδειγμα πολιτευτή ο οποίος πήγε σε παλαιοημερολογίτες και κοινώνησε τρεις φορές την ίδια Κυριακή, την ίδια μέρα, για να δείξει ότι είναι ευλαβής και να πάρει τις ψήφους των παλαιοημερολογιτών. Δεν με ενδιαφέρει εμένα ο πολιτικός αν είναι Χριστιανός ή όχι, αν είναι υποκριτής ή όχι, εμένα με ενδιαφέρει να φροντίζει γι’ αυτόν τον τόπο κι από εκεί και πέρα η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι ούτε Κράτος, ούτε Πολιτεία, ούτε ενδιαφέρεται για το τι πιστεύει ο καθένας.
Ποια πιστεύετε ότι θα πρέπει να είναι η προσφορά της Εκκλησίας, και δη των μοναστηριών, στη σημερινή πολυεπίπεδη κρίση;
Πρώτον, όταν λες Εκκλησία, μη θεωρείς τους δεσποτάδες και τους παπάδες. Εκκλησία είμαστε όλοι, κλήρος και λαός. Μην το κάνεις κι εσύ σαν μια που βγήκε με ένα «μαρκούτσι» και ρωτούσε: «Τι φτιάχνει η Εκκλησία, τι παριστάνει η Εκκλησία, τι προσφέρει η Εκκλησία;». Κι απαντά ο δεσπότης ή ο παπάς: «Κάνουμε συσσίτιο με πλαστικά πιάτα με το delivery κ.λπ.». Ρώτησα έναν δεσπότη μια φορά: «Αν αυτοί οι φτωχοί που τρώνε ένα πιάτο φαΐ γίνουνε πλούσιοι, τότε τι ρόλο θα έχει η Εκκλησία;». Η Εκκλησία είναι μυστήριο – όχι μυστήριο, αλλά παμμυστήριο, και ζει από τα μυστήρια. Τα υπόλοιπα είναι από πολλή αγάπη που έχει, τα συσσίτια, τα έργα φιλανθρωπίας. Είναι μια δεξαμενή γεμάτη που, άμα πλημμυρίζει, ποτίζει και χωράφια. Μην τα θέτουμε τα πράγματα κατ’ αυτόν τον τρόπο, τι κάνει η Εκκλησία. Όλοι κάνουν.
Τα μοναστήρια τώρα… Ήρθε εδώ πέρα μια φορά ένας οργανωσιακός και με ρώτησε τι προσφέρουν τα μοναστήρια. Του απάντησα ότι δεν ήρθαμε στο μοναστήρι για να προσφέρουμε, γιατί πιστεύουμε ότι το μοναστήρι είναι νοσοκομείο κι εμείς είμαστε άρρωστοι κι ερχόμαστε να θεραπευθούμε έχοντας γιατρό τον Χριστό μας, νοσηλεύτρια την Παναγία κι όλους τους αγίους πρεσβευτάς για την υγεία μας. Αυτό είναι η προσφορά μας, των μονών. Τώρα, αν τα μοναστήρια, σε ώρες εθνικής ανάγκης, σε ώρες επαναστάσεων, σε ώρες αποτινάξεως ζυγού, προσέφεραν τα πάντα, αυτό ήταν καθήκον τους να το κάνουν. Δεν είναι κάτι που να το βάζουν προμετωπίδα, εμείς προσφέραμε, εμείς προσφέραμε…
Δύο καίρια ζητήματα της εποχής μας είναι το μεταναστευτικό και ο ρατσισμός. Πώς πρέπει ως Χριστιανοί να τοποθετούμαστε απέναντι σε αυτά;
Θα πρέπει να σκεφθούμε ότι: Πρώτον, η Ελλάς ήταν πάντα χώρα μεταναστεύσεως. Έφευγε ο κόσμος, γιατί ήταν Ψωροκώσταινα και δεν μπορούσε να τον συντηρήσει. Πήγαινε στην Κων/πολη, μετά στη Ρουμανία, στην Κριμαία, κατόπιν στην Αμερική, στην Αυστραλία, στη Νότιο Αφρική κ.λπ. Και τώρα πάλι γίνεται χώρα μεταναστεύσεως, αλλά παιδιών που θέλουν να πάνε να ζήσουν αλλού, διότι πάλι η πατρίδα δεν τα φροντίζει. Αλλά, όμως, έχουμε και εισροή μεταναστών. Αυτοί οι μετανάστες πρέπει να διαχωριστούν σε πρόσφυγες οι οποίοι φεύγουν διότι το φανατικό Ισλάμ «κόβει κεφάλια» και σε πρόσφυγες οι οποίοι ζουν σε άθλιες συνθήκες, όπως στη Νιγηρία κ.α., και θέλουν να βρουν κάποιον τόπο καλύτερο, γιατί τους έχουν διηγηθεί ότι η Ευρώπη είναι «El Dorado», όπου θα τρέχουν τα ευρώ στον δρόμο και θα τα κλοτσάνε, αφού θα είναι τόσο πολλά. Επίσης, φοβούμαι ότι αυτή η τάση, κυρίως των μουσουλμάνων, να έρχονται στην Ευρώπη ευκαίρως-ακαίρως, είναι μια διεκδίκηση των Σταυροφοριών, διότι οι σημιτικοί λαοί έχουν μνήμη (εν αντιθέσει μ’ εμάς, που δεν θυμόμαστε τι φάγαμε χθες). Και κάποια στιγμή η Ευρώπη θα αναρωτηθεί εάν είναι χριστιανική ή ισλαμική.
Η Ένωση Αθέων, σε πρόσφατη συνάντησή της με τον υπουργό Παιδείας, ζήτησε, κατ’ ουσίαν, τη μετατροπή της Ελλάδος σε ένα καθαρά κοσμικό κράτος. Πώς το σχολιάζετε;
Αυτό δεν έγινε, αλλά θα γίνει. Το ζήτημα είναι η Εκκλησία να μαζέψει τα παιδιά της. Να γίνουμε ένα σύνολο. Υπάρχουν άθεοι που πολεμούν τον Θεό, γιατί πιστεύουν ότι υπάρχει, γιατί, εάν δεν υπήρχε, δεν θα τον πολεμούσαν. Και υπάρχουν δικοί μας ένθεοι οι οποίοι δεν πιστεύουν σε τίποτα. Δεν είναι εύκολο πράγμα να διακρίνεις.
Η κρατούσα Εκκλησία θέλει να ζει με αυτούς που είναι ακατήχητοι. Αυτό, όμως, δεν είναι ζωή. Είναι θάνατος. Είναι νέκρωση
Πώς βλέπετε τους σημερινούς πιστούς και πώς η Εκκλησία μπορεί να δώσει όραμα και ελπίδα στον σύγχρονο άνθρωπο;
Την ελπίδα και το όραμα τα δίνει η ίδια η Εκκλησία, το ίδιο το Ευαγγέλιο, οι ίδιοι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Εκείνο το οποίο με απασχολεί προσωπικώς, όπως και πολλούς άλλους αδελφούς, είναι ότι σιγά-σιγά εξαφανίζεται η λαϊκή ευσέβεια γιατί ζούμε σε μια εποχή όχι προ Χριστού και μετά Χριστόν, αλλά σε μια εποχή προ τηλεοράσεως και μετά τηλεόραση. Όλα αυτά τα μέσα που εισήλθαν έως τα χωριά, ακόμα και στο τελευταίο καλύβι, έχουν απαλείψει αυτήν τη λαϊκή ευσέβεια. Η κρατούσα Εκκλησία θέλει να ζει με αυτούς που είναι ακατήχητοι. Αυτό, όμως, δεν είναι ζωή. Είναι θάνατος. Είναι νέκρωση. Στην Κατοχή ο κόσμος δεν είχε ψωμί να φάει και έτρωγε καλαμποκάκι και τριμμένα βελανίδια. Και όμως, έβρισκε καθάριο αλεύρι για να κάνει πρόσφορο να πάει στον ιερέα να λειτουργήσει. Αυτό δεν είναι μαρτύριο; Τώρα πάμε στον φούρνο. Παίρνουμε ένα πρόσφορο κακοφτιαγμένο, κακομελετημένο και το προσφέρουμε στον παπά. Αντίθετα, το πρόσφορο χρειάζεται ιεροτελεστία από τις γυναίκες, προκειμένου να φτιαχτεί. Πρέπει να είναι καθαρές από μίξη ανδρός. Να είναι πλυμένες και να κάνουν την προσευχή τους όταν το ζυμώνουν. Αυτά είναι που βαστάγανε την πίστη και όχι ο τάδε υπουργός, ο τάδε περιφερειάρχης κ.λπ.