Αρχική » Ηχηρά «όχι» στην καύση των νεκρών

Ηχηρά «όχι» στην καύση των νεκρών

από kivotos

Ανοίγει και πάλι ο κύκλος των συζητήσεων για καύση των νεκρών και στην Ελλάδα, μετά την απόφαση του υπουργού Περιβάλλοντος, Πάνου Σκουρλέτη, για ίδρυση αποτεφρωτηρίων. Η κατάρτιση του θεσμικού πλαισίου -αν και η σχετική απόφαση για καύση των νεκρών είχε ληφθεί το 2006- ολοκληρώθηκε πριν από λίγες ημέρες με την έκδοση της απόφασης για δημιουργία των κέντρων αποτέφρωσης νεκρών (ή οστών).

Την ευθύνη για την ίδρυση του χώρου καύσης έχουν μόνο οι δήμοι, γεγονός που ίσως αποδειχθεί εμπόδιο για τη λειτουργία των κέντρων, λόγω κόστους, αλλά κυρίως των αντιδράσεων της τοπικής κοινωνίας. Η Εκκλησία, προς το παρόν, τηρεί στάση αναμονής, αν και υπάρχει η απόφαση της Ιεράς Συνόδου που απαγορεύει στους ιερείς να τελούν τη νεκρώσιμη ακολουθία και τα μνημόσυνα σε όσους οικειοθελώς επιλέγουν την καύση. «Η θέση της Εκκλησίας είναι δεδομένη. Από κει και πέρα, η Σύνοδος είναι αυτή που θα αποφασίσει πώς θα αντιμετωπιστεί το θέμα», λέει στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας» ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος. Την ίδια θέση διατυπώνουν και οι Μητροπολίτες Αρτης, Ιγνάτιος, και Θεσσαλονίκης, Άνθιμος. Και οι δύο υποστηρίζουν πως χρειάζεται απόφαση της Συνόδου, ωστόσο διατηρούν τις επιφυλάξεις τους για το τι θα πράξει κάθε Μητρόπολη σε περίπτωση που οι συγγενείς αποτεφρωθέντων ζητήσουν να τελεστεί μνημόσυνο.

Ουσιαστικά, το θέμα της καύσης των νεκρών στην Ελλάδα ήρθε στο προσκήνιο το 2006, όταν η κυβέρνηση είχε επιτρέψει την πρακτική αυτή. Από τότε και καταβάλλοντας ένα σημαντικό ποσό, που κυμαινόταν από 1.900 έως και 2.500 ευρώ, οι ενδιαφερόμενοι μετέφεραν τις σορούς των οικείων τους σε χώρες όπως η Βουλγαρία. Εκτοτε, διάφοροι δήμοι εκδήλωναν ενδιαφέρον να δημιουργήσουν αποτεφρωτήρια, αλλά αυτά ακόμη δεν έχουν κατασκευαστεί. Μεταξύ των δήμων ήταν αυτοί των Αθηναίων, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου και του Μαρκόπουλου, όπου υπήρξαν έντονες αντιδράσεις των κατοίκων.

Μόλις οι δήμοι εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την ίδρυση κέντρων καύσης, η Σύνοδος, πριν από έναν χρόνο, με εγκύκλιο την οποία απέστειλε σε όλες τις Μητροπόλεις, έκανε γνωστό ότι «η Εκκλησία δεν δέχεται για τα μέλη της την αποτέφρωση του σώματος», καθώς «…δεν είναι σύμφωνη προς την πράξη και παράδοση της Εκκλησίας για θεολογικούς, κανονικούς και ανθρωπολογικούς λόγους». Ακόμη η Σύνοδος ανέφερε πως, για να αποφευχθεί οποιαδήποτε θεολογική, κανονική και ανθρωπολογική εκτροπή, «απαραίτητος είναι ο σεβασμός των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η διακρίβωση της οικείας βουλήσεως του κεκοιμημένου και όχι η βούληση ή η δήλωση των οικείων του». 

Όσον αφορά την τέλεση μνημοσύνων, η Σύνοδος άφηνε στη διακριτική ευχέρεια κάθε μητροπολίτη να τελούνται ή όχι τρισάγια στη μνήμη του νεκρού.

 

Η εγκύκλιος

«Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, με αφορμή το νέο νομοθετικό καθεστώς για την αποτέφρωση νεκρών, … επελήφθη και του ζητήματος τούτου και απεφάσισε να σας ενημερώσει περί των κανονικών συνεπειών από την αποτέφρωση του σώματος … Ο νομοθέτης δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του νεκρού. Εάν ο θανών δεν είχε εκφρασθεί εν ζωή περί της μετά θάνατον επιθυμίας ταφής ή αποτεφρώσεως του σώματός του, η αποτέφρωση δύναται να λάβει χώρα με μόνη τη δήλωση του/της συζύγου ή “συντρόφου”, μετά του/της οποίου/ας έχει συνάψει “σύμφωνο συμβίωσης”, ή τη δήλωση των συγγενών πρώτου ή δευτέρου βαθμού.

Τούτο, κύημα του συγχρόνου, μηδενιστικού τρόπου ζωής και της τάσεως προς αποθρησκευτικοποίηση κάθε πτυχής και εκφάνσεως της ζωής του ανθρώπου, αποτελεί εκ προοιμίου καταστρατήγηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων του κεκοιμημένου μέλους της Εκκλησίας, έλλειψη σεβασμού και φροντίδος προς το ανθρώπινο σώμα.

Η Εκκλησία δεν δέχεται για τα μέλη Της την αποτέφρωση του σώματος, διότι τούτο είναι ναός του Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. 6, 19), στοιχείο της υποστάσεως του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού πλασθέντος ανθρώπου (Γέν. 1, 24), και περιβάλλει αυτό με σεβασμό και τιμή ως έκφραση αγάπης προς το κεκοιμημένο μέλος Της και ως εκδήλωση πίστεως στην κοινή πάντων Ανάσταση.

Κατόπιν τούτου, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος απεφάσισε να ενημερώσει, στο πλαίσιο της αγρύπνου ποιμαντικής φροντίδος Της, το ευσεβές Αυτής πλήρωμα, κληρικούς και λαϊκούς, για τις ακόλουθες κανονικές συνέπειες της αποτεφρώσεως του σώματος:

  • Η αποτέφρωση του σώματος δεν είναι σύμφωνη προς την πράξη και παράδοση της Εκκλησίας για θεολογικούς, κανονικούς και ανθρωπολογικούς λόγους.
  • Προς αποφυγήν οιασδήποτε θεολογικής, κανονικής και ανθρωπολογικής εκτροπής, απαραίτητος είναι ο σεβασμός των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η διακρίβωση της οικείας βουλήσεως του κεκοιμημένου και όχι η βούληση ή η δήλωση των οικείων του.
  • Εκείνος ο οποίος αποδεδειγμένως οικειοθελώς εδήλωσε την επιθυμία περί καύσεως του σώματός του δηλώνει την αυτονόμησή του και ως εκ τούτου δεν τελείται νεκρώσιμος ακολουθία και ιερό μνημόσυνο υπέρ αυτού.

Παρά ταύτα, επαφίεται στην ποιμαντική σύνεση και τη διακριτική ευχέρεια του οικείου μητροπολίτου η τέλεση απλώς τρισαγίου».

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ