Tου Χρήστου Λευκαδίτη
Μπροστά σε νέες απειλές για σχίσμα βρίσκεται η Ορθόδοξη Εκκλησία, μετά την απόφαση του Φαναρίου να χορηγήσει την Αυτοκεφαλία στην Ουκρανία. Το Πατριαρχείο Μόσχας κατηγορεί τον κ. Βαρθολομαίο και ταυτόχρονα επιχειρεί να συγκροτήσει νέες συμμαχίες με έντονο πολιτικό χρώμα, εστιάζοντας κυρίως στα Βαλκάνια. Αν και η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν αναμενόμενη, η Μόσχα φαίνεται να ξαφνιάστηκε, αφού όλο αυτό το διάστημα είχε ενεργοποιήσει τους «δορυφόρους» της εντός και εκτός Εκκλησίας, προκειμένου να επιτύχει μια συνάντηση των επικεφαλής των Ορθοδόξων.
Μετά και τις τελευταίες αποφάσεις του κ. Βαρθολομαίου, η Ρωσία προχωρά σε κινήσεις ώστε να απομονώσει το Φανάρι. Ηδη έχει εξασφαλίσει τη στήριξη των Πατριαρχείων της Σερβίας και της Αντιόχειας (οι δύο πατριάρχες συναντήθηκαν στο Βελιγράδι), ενώ έχουν «αποσπάσει» καλά λόγια και ευχές από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας.
Επί της ουσίας οι Ρώσοι για μια ακόμη φορά παίζουν το δυνατό τους χαρτί των Βαλκανίων, όπου παραδοσιακά έχουν καλές σχέσεις. Το ενδιαφέρον της Εκκλησίας της Μόσχας συμπίπτει και με αυτό των πολιτικών. Η Ρωσία το τελευταίο διάστημα βρίσκεται σε συνεχή κόντρα με ΗΠΑ και ΝΑΤΟ για τον έλεγχο των Βαλκανίων. Ηδη με αφορμή το Σκοπιανό η Μόσχα προσπαθεί να εδραιώσει την επιρροή της στην περιοχή. Σύμμαχο προς το παρόν έχει μόνο τη Σερβία, καθώς η Βουλγαρία φαίνεται πως έχει επιλέξει μια πιο ουδέτερη στάση.
Κατά της παρουσίας της Ρωσίας στα Βαλκάνια έχει ταχθεί η Ρουμανία, με την Εκκλησία της να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Από τις άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες πρωτοβουλίες υπέρ της Μόσχας έχει αναλάβει η Αντιόχεια και η Σερβία, καθώς και άλλες μικρότερες, οι οποίες ωστόσο δεν είναι εύκολο να ανατρέψουν το κλίμα υπέρ των Ρώσων.
Η Αλβανία, η Ελλάδα και η Κύπρος δύσκολα θα στραφούν κατά του Φαναρίου, όπως και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι η Εκκλησία της Ρωσίας έχει την πλήρη στήριξη του Πούτιν, ο οποίος δεν είναι διατεθειμένος να απαγκιστρωθεί από τα Βαλκάνια και αυτό φάνηκε καθαρά από τη στάση που κράτησε στο θέμα των Σκοπίων. Η Μόσχα ανεξάρτητα από τη στάση των άλλων Εκκλησιών δεν πρόκειται να αποδεχτεί τις αποφάσεις του Φαναρίου και σχεδιάζει τα αντίμετρα που έχουν ως μόνο στόχο την αμφισβήτηση της επιρροής του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
– Στη Μέση Ανατολή η Ρωσική Εκκλησία έχει το πάνω χέρι και ήδη έχει αναλάβει την αναστύλωση πολλών ναών. Επίσης συμπαραστέκεται με κάθε τρόπο στην Αλεξάνδρεια αλλά και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και αναμένεται να εντείνει τις προσπάθειές της προκειμένου να εδραιώσει τη θέση της στην περιοχή.
– Στα Βαλκάνια με αιχμή τη Σερβία θα επιδιώξει να κερδίσει έδαφος. Ωστόσο η κατάσταση εδώ είναι πιο περίπλοκη, αφού η Μόσχα δεν θέλει να έρθει σε κόντρα με Βουλγαρία, Ρουμανία αλλά και με την Ελλάδα και την Κύπρο. – Στις αυτοκέφαλες Εκκλησίες οι οποίες προέκυψαν μετά την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων η Ρωσία έχει το πάνω χέρι, μόνο που αυτές δεν έχουν ισχυρή θέσει στον Ορθόδοξο κόσμο.
– Στο μάτι έχει βάλει η Μόσχα και το Αγιο Ορος, αλλά δεν είναι τόσο απλό να αποκτήσει ερείσματα σε αυτό, επειδή το θέμα είναι και πολιτικό.
Οπως και να έχει, από δω και πέρα τίποτε δεν θα είναι όπως πριν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία όμως θα πρέπει να τονιστεί ότι ποτέ δεν είχε ηρεμία. Ο λόγος απλός: το Οικουμενικό Πατριαρχείο βρίσκεται στην Τουρκία χωρίς στην ουσία πιστούς και αποδυναμωμένο, σε μία χώρα όπου οι μουσουλμάνοι κυριαρχουν.
Η περίπτωση του Φιλάρετου
Το Φανάρι κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνεδρίας της Ιεράς Συνόδου, επανέφερε τον σχισματικό Πατριάρχη Φιλάρετο στην κανονικότητα της Εκκλησίας. Επίσης η Ιερά Συνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου φέρεται να επανέφερε και τον σχισματικό Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Μαλέτιτς, της λεγόμενης «Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας».
Να αναφερθεί ότι ο Φιλάρετος είχε καταθέσει έκκληση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να θεωρήσει άκυρο το ανάθεμα, υποστηρίζοντας ότι το Πατριαρχείο της Μόσχας δεν τήρησε την ορθή κανονική διαδικασία και έλαβε αυθαίρετα την απόφασή του.
Μέχρι σήμερα καμία από τις 14 κανονικές Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν έχει κοινωνία με την Εκκλησία του Φιλάρετου Ντενισένκο, ενώ το 1997 του δόθηκε ανάθεμα από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο κατά κόσμον Μιχαήλ Αντώνοβιτς Ντενισένκο γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1929 στην Επαρχία Δονέτσκ της Ουκρανίας. Την 1η Ιανουαρίου 1950 εκάρη μοναχός και στις 15 Ιανουαρίου του ίδιου έτους Διάκονος. Το 1952 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και την ίδια χρονιά αποφοίτησε από τη Θεολογική Ακαδημία Μόσχας. Διετέλεσε Διευθυντής του Θεολογικού Σεμιναρίου Σαρατώβου και του Θεολογικού Σεμιναρίου Κιέβου. Στις 12 Ιουλίου 1958 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Στις 4 Φεβρουαρίου 1962 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Λούγκας, Βικάριος της Επισκοπής Λένινγκραδ και Λαδόγκας, ενώ ταυτόχρονα ανέλαβε και τοποτηρητής της Επισκοπής Ρίγας. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Λένινγκραδ και Λαδόγκας Ποιμήν, συμπαραστατούμενος από τον Αρχιεπίσκοπο Γιαροσλάβου και Ροστόβου Νικόδημο και τους Επισκόπους Καζάν και Μαρίισκ Μιχαήλ, Ταμπώβου και Μιτσούρινσκ Μιχαήλ, Νοβγορόδου και Παλαιάς Ρωσίας Σέργιο, Δημητρώβου Κυπριανό και Κοστρομά και Γκάλιτς Νικόδημο. Στις 16 Ιουνίου 1962 απαλλάχθηκε από τα καθήκοντα του Βικαρίου της Επισκοπής Λένινγκραδ και ανέλαβε τοποτηρητής της Εξαρχίας Κεντρώας Ευρώπης μέχρι τις 10 Οκτωβρίου 1962. Στις 16 Νοεμβρίου 1962 εξελέγη Επίσκοπος Βιέννης και Αυστρίας.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1964 τοποθετήθηκε Επίσκοπος Δημητρώβου, Βικάριος της Επαρχίας Μόσχας και Διευθυντής της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας. Στις 14 Μαΐου 1966 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο και εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Κιέβου και Γαλικίας. Στις 25 Φεβρουαρίου 1968 προήχθη σε Μητροπολίτη. Σύμφωνα με απόφαση της Αρχιερατικής Συνόδου του 1990 ο τίτλος του Μητροπολίτη Κιέβου και Γαλικίας μετονομάστηκε σε Κιέβου και πάσης Ουκρανίας. Το 1992 ο Φιλάρετος Ντενισένκο μετά την παραίτησή του από τη θέση του Μητροπολίτη Κιέβου ίδρυσε δικό του Πατριαρχείο στην Ουκρανία και στις 11 Ιουνίου 1992 καθαιρέθηκε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Ρωσίας.
Η ανακοίνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Συνήλθεν, υπό την προεδρίαν της Α. Θ. Παναγιότητος, η Αγία και Ιερά Σύνοδος εις τας τακτικάς αυτής συνεδρίας κατά τας ημέρας 9-11 τ.μ. Οκτωβρίου 2018. Κατ’ αυτήν εξητάσθησαν και συνεζητήθησαν τα εν τη ημερησία διατάξει περιλαμβανόμενα θέματα.
Το ιερόν σώμα ησχολήθη ιδιαιτέρως και διά μακρών με το εκκλησιαστικόν θέμα της Ουκρανίας, παρόντων και των Εξάρχων των αποσταλέντων εις Ουκρανίαν, ήτοι του Πανιερ. Αρχιεπισκόπου Παμφίλου κ. Δανιήλ και του Θεοφιλ. Επισκόπου Edmonton κ. Ιλαρίωνος, και, κατόπιν διεξοδικών συζητήσεων, απεφάσισε:
1) Να ανανεώση την ήδη ειλημμένην απόφασιν όπως το Οικουμενικόν Πατριαρχείον χωρήση εις την χορήγησιν αυτοκεφαλίας εις την Εκκλησίαν της Ουκρανίας.
2) Να ανασυστήση το εν Κιέβω το γε νυν Σταυροπήγιον του Οικουμενικού Πατριάρχου, εν εκ των πολλών εν Ουκρανία Σταυροπηγίων Αυτού εκ των παρελθόντων αιώνων.
3) Κατά τας κανονικάς προνομίας του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως όπως δέχηται εκκλήτους προσφυγάς αρχιερέων και άλλων κληρικών εκ πασών των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, να δεχθή τας σχετικάς αιτήσεις του Φιλαρέτου Ντενισένκο και του Μακαρίου Μαλετίτς και των συν αυτοίς, οίτινες ευρέθησαν εν σχίσματι όχι διά δογματικούς λόγους, και να αποκαταστήση αυτούς μεν εις τον αρχιερατικόν ή ιερατικόν αυτών βαθμόν, τους δε
πιστούς αυτών εις εκκλησιαστικήν κοινωνίαν.
4) Να άρη την ισχύν του Συνοδικού Γράμματος Εκδόσεως του έτους 1686, του εκδοθέντος διά τας τότε περιστάσεις, διά του οποίου εδίδετο, κατ’ οικονομίαν, το δικαίωμα εις τον Πατριάρχην Μόσχας να χειροτονή τον εκάστοτε Μητροπολίτην Κιέβου, εκλεγόμενον υπό της Κληρικολαικής Συνελεύσεως της Επαρχίας αυτού και οφείλοντα να μνημονεύη «εν πρώτοις» του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου εις ένδειξιν κανονικής εξαρτήσεως.
5) Να κάμη έκκλησιν προς πάσας τας εμπλεκομένας πλευράς να αποφεύγουν καταλήψεις Ναών, Μονών και άλλων περιουσιακών στοιχείων, ως και πάσαν πράξιν βίας και εκδικητικότητος, εις επικράτησιν της ειρήνης και της αγάπης του Χριστού.
Ο Ποροσένκο «Ο Κύριος είδε τον αγώνα του ουκρανικού λαού για την ανεξαρτησία του, και εισάκουσε τις προσευχές μας», δήλωσε αμέσως μετά την ανακοίνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο Πρόεδρος της Ουκρανίας κ. Πέτρο Ποροσένκο. Οπως είπε «η απόφαση να χορηγηθεί Αυτοκεφαλία έχει ήδη ληφθεί! Το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας υπερβαίνει τα όρια της Εκκλησιαστικής ζωής, είναι ένα ζήτημα ανεξαρτησίας για όλους μας, της εθνικής ασφάλειας, της κρατικής υπόστασης και της παγκόσμιας γεωπολιτικής. Ο Τόμος είναι στην πραγματικότητα μια άλλη πράξη δήλωσης της ανεξαρτησίας μας», τόνισε χαρακτηριστικά ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο. Επίσης ο Ουκρανός Πρόεδρος ανέφερε: «Η αυτοκρατορία χάνει έναν από τους τελευταίους μοχλούς επιρροής στην πρώην αποικία της. Αυτή είναι η πτώση της Τρίτης Ρώμης, ως το πιο αρχαίο εννοιολογικό αίτημα της Μόσχας για παγκόσμια κυριαρχία».
Η αντίδραση της Μόσχας
Αμεση ήταν η αντίδραση του Πατριαρχείου Μόσχας. Ο εκπρόσωπος Τύπου του Πατριαρχείου Μόσχας π. Αλέξανδρος Βολκώφ μιλώντας στο Πρακτορείο TASS ανέφερε ότι «το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την απόφασή του να επαναφέρει τον Πατριάρχη Φιλάρετο νομιμοποιεί το σχίσμα, κάτι που θα προκαλέσει ανεπανόρθωτες συνέπειες για την παγκόσμια ορθοδοξία». «Αυτό είναι νομιμοποίηση του σχίσματος! Η Κωνσταντινούπολη με τις ενέργειές της ξεπέρασε τις κόκκινες γραμμές και παραβιάζει την ενότητα της παγκόσμιας Ορθοδοξίας» δήλωσε επίσης ο π. Αλέξανδρος Βολκώφ.