Του Δημητρίου Λυκούδη, Δ/ντου Σύνταξης της εφημ. “Κιβωτός της Ορθοδοξίας”
Στις 17/30 Μαρτίου 2024, συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την εκδημία του μακαριστού Γέροντά μας, πρώην Δικαίου της Σκήτης του Αγίου Ανδρέου, στο Άγιον Όρος, Αρχιμ. Εφραίμ. Ο Γέροντας, το τελευταίο διάστημα της επί γης ζωής του, ταλαιπωρήθηκε από καρκινώματα με ανείπωτους πόνους, σε σημείο να ενσκύπτει το κεφάλι του και να μην μπορεί να εκφέρει ούτε τον παραμικρό λόγο. Μόνον, όταν οι Πατέρες που ήσαν δίπλα του, τού κόμιζαν Ιερά Λείψανα, μόνο τότε τον άκουγες ψιθυριστά και δακρύβρεχτο να λέγει “Ευχαριστώ Κύριε, ευχαριστώ!”.
Τον Γέροντα τον γνωρίσαμε στα 1997, στα μέσα Μαρτίου, όταν τότε ήταν ηγούμενος στη Μονή του Φιλοθέου. Αργότερα παραιτήθηκε και, μετά την παρέλευση μικρού χρονικού διαστήματος εκτός του Όρους, σε φιλική μονή, ο Γέροντας, μετά μικρής συνοδείας, ανέλαβε να επανδρώσει και να ανακαινίσει τη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, το γνωστό στους Αγιορείτες ως Σεράι. «Εδώ θα γίνει Λαύρα, Λαύρα θα γίνει εδώ», θυμάμαι να μου λέγει τις πρώτες ημέρες που είχε εγκατασταθεί στη Σκήτη και ο γράφων αξιώθηκε να είναι ο μόνος προσκυνητής για αρκετές ημέρες. Τότε, έξω από την παλιά κουζίνα της μονής, εκεί μπροστά στο κοιμητήριο, πολλές φορές αξιωθήκαμε να καθόμαστε δίπλα με τον Γέροντα, στο παγκάκι που μέχρι σήμερα υπάρχει εκεί. Ο Γέροντας, με σκυμμένο κεφάλι προσευχόταν και ο γράφων εβίωνε στην ολότητα τα λόγια του μοναχού εκ του Γεροντικού, προς τον Αββά Αντώνιο: «Αρκεί που σε βλέπω, Αββά».
Ο Γέροντας, πανθολογουμένως, προικίστηκε από Θεού με πολλά χαρίσματα, μεταξύ των οποίων το διορατικό και το προορατικό. Υπάρχουν ουκ ολίγες μαρτυρίες, γραπτές και προφορικές, που συμμαρτυρούν ως προς αυτό. Στο ζήτημα όμως της διακρίσεως υπήρξε άριστος και εμβριθής χειρουργός ψυχὠν.
Για να τιμήσει τους πνευματικούς Πατέρες και εξομολόγους, έλεγε: «Όλοι οι άνθρωποι έχουμε έναν φύλακα άγγελο. Οι πνευματικοί, όμως, έχουν δύο: έναν για την ψυχή τους και έναν ένεκα του κόπου και του φόρτου του πνευματικού τους έργου!».
Στα ζητήματα που ο Γέροντας υπήρξε απόλυτος και αυστηρός ήταν στα θέματα κολακείας και αυτοπροβολής. Αυτά αποτελούσαν ξένη φύση, απόκοσμα, αχαρακτήριστα και κρατούσε εξ αρχής αποστάσεις και μάλιστα αυστηρές. Κάποτε τόλμησα να μιλήσω γι᾿ αυτόν σε άλλους προσκυνητές και σε δύο φίλους Επισκόπους. Στην ουσία, αυτό που κατέθεσα ήταν οι μικρές, προσωπικές εμπειρίες μου από εκείνον και της αγιαστικής ζωής του. Λίγες ημέρες μετά, τού τηλεφώνησα, ως είχα συχνά ευλογία να κάνω. Ήταν τόσο αυστηρός και τόσο “παγωμένος” στο τηλέφωνο, σχεδόν εχθρικός. Έσπευσα να τον δω από κοντά! Και, αυτός ο χαρισματικός στάρετς της Ορθοδοξίας, με εκείνον τον απλότατο αλλά αφοπλιστικό του χαριτωμένο τρόπο, αυστηρά, αλλά πατρικά, με έβαλε στη θέση μου: «Μην ξαναμιλήσεις σε κανέναν για εμένα με τον τρόπο που μίλησες!». Έβλεπε, καταλάβαινε, γνώριζε από το μικρό κελλάκι του όσα συνέβαιναν!
Ο Γέροντας πρέσβευε τη διάκριση στην πνευματική ζωή προς όλους, αποφεύγοντας όποιες ακρότητες, απ᾿ όπου και αν προέρχονταν. Συνήθιζε να λέγει χαρακτηριστικά: «Ο Χριστός είναι χαρά, είναι Φως, είναι Παράδεισος. Δε λογίζεται πνευματική ζωή και κατήφεια, δε συμβαδίζει φιλάρετος αγώνας και μίζερη αντιμετώπιση των πάντων. Δεν παραλληλίζεται δοξολογική ενατένιση του Ουρανού και ατέρμονη γκρίνια προς όλους!».
Μάλιστα, ποτέ δεν απαντούσε αμέσως σε καίρια πνευματικά ζητήματα που τον ερωτούσες, εκτός ασφαλώς, ειδικών εξαιρέσεων που η φωτισμένη του κρίση επέλεγε. Όταν τον ρωτούσες για κάτι, έλεγε: «Κάνε το ζήτημα αυτό “θέμα προσευχής” και θα το κάνω και εγώ και μετά θα τα πούμε πάλι», αποφεύγοντας να αυτοπροβάλλεται, ενώ, τις περισσότερες φορές, γνώριζε και μάλιστα εμπειρικά και ορθόπρακτα την απάντηση σε όσα τον ρωτούσες.
Πάντοτε, κατά τη διάρκεια της Εξομολόγησης, συνήθιζε να λέγει: «Λακωνικά η εξαγόρευση των αμαρτημάτων, όχι λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, έκλεψα ένα μήλο, τέλος! Όχι είδα ένα ωραίο μήλο, μού άρεσε, σκέφτηκα να το πιάσω…! Όχι! Λακωνικά! Και εξομολόγηση δεν είναι συζήτηση, αλλά η εξαγόρευση των αμαρτημάτων και η συγχωρητική ευχή υπό ορθόδοξου Αρχιερέως ή ιερέως. Η πνευματική συζήτηση δεν ανήκει στο μυστήριο της Εξομολογήσεως, αλλά ακολουθεί αυτό, ως παραινέσεις και συμβουλές του Πνευματικού προς τον εξομολογούμενο».
Η μεγαλύτερη αρετή, έλεγε ο Γέροντας, αν δεν κοσμείται από διάκριση, δε λειτουργεί, γι᾿ αυτό και κουράζει περισσότερο τον ίδιο που την επιτελεί αλλά και τους άλλους που έρχονται σε επαφή μαζί του. Ειδικά σε θέματα λειτουργικά και ομολογίας Πίστεως, ο Γέροντας υποστήριζε: «Να φωνάζουμε, να διαφωνούμε όπου διαφωνούμε και σε ό,τι αντίκειται της Ορθοδόξου Πίστεως, απ᾿ όπου και αν προέρχεται, αλλά να παραμένουμε εντός της Σωστικής Κιβωτού, εντός της Εκκλησίας. Μέσα στην Εκκλησία να φωνάζουμε, αν χρειασθεί, όχι εκτός Αυτής».
Η μοναστική ζωή του Γέροντα, από νέος και φοιτητής εντός του Αγίου Όρους, υπήρξε χαρισματική, ζωή οσιακή, βίος ενάρετος και διακρίσεως σε όλα! Δίδαξε πολλούς, νουθέτησε περισσότερους, ξεκούρασε αναρίθμητους. Αρχιερείς και ιερείς προσέτρεχαν στο πετραχήλι του να ξεκουραστούν και να ανανήψουν πνευματικά. Προσκυνητές, παλαιοί και νεότεροι, τον αναζητούσαν, έσπευδαν να τον δουν, να του ασπαστούν την δεξιάν. Διάκριση, συνήθιζε να λέγει, διάκριση είναι «όχι να κάνουμε οπαδούς, αλλά να συμβάλλουμε ταπεινά στη διαμόρφωση Εικόνων του Θεού σε αυριανούς Ουρανοπολίτες» και κάθε φορά έλαμπε το ολοφώτεινο πρόσωπό του με εκείνο το χαρακτηριστικό του μειδίαμα, που, τόσος καιρός μετά, ακόμη αντηχεί και φθάνει στα αυτιά μου.
Ο Γέροντας, όσοι τον εγνώριζαν διά ζώσης, κατανοούν, καταλαβαίνουν! Δεν ήθελε πολλά λόγια, και κανέναν λόγο προς τον ίδιο. Τώρα, έναν χρόνο μετά την οσιακή κοίμησή του, τολμώ και πάλι με δισταγμό αλλά και με το “θράσος” της υιικής απύθμενης αγάπης μου προς εκείνον, να παραθέσω όσα παραπάνω έγραψα, προς δόξαν Θεού και παραδειγματισμό όλων όσων τον εσυνάντησαν, αλλά και όσων, πλέον, πρόκειται να τον συναντήσουν…!