Με τον πανηγυρικό εορτασμό της ενδόξου Αναστάσεως του Κυρίου μας την περασμένη Κυριακή, η καρδιά και ο νους μας στρέφονται στην δυναμική απεικόνιση αυτής της ιερής αυτής στιγμής της σωτηρίας μας. Στρέφονται στη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη. Σε όλο τον κόσμο, ανά τους αιώνες η Ιερή αυτή Εικόνα που κοσμεί το Παρεκκλήσι της Μονής, έχει εμπνεύσει εκατομμύρια ανθρώπων με την ελπίδα της Αναστάσεως.
Η ίδια η εικόνα έχει αναπαραχθεί επανειλημμένα, για να αποτελέσει την απόλυτη εικαστική έκφραση της “Εις Άδου Καθόδου” του αναστημένου Κυρίου. Την έχουμε τοποθετήσει ακόμη και στον Άγιο Νικόλαο στο Σημείο Μηδέν, όπου αυτών που ο αναστημένος Χριστός λυτρώνει από τον θάνατο, απεικονίζονται και οι ήρωες εκείνης της μοιραίας ημέρας της 11ης Σεπτεμβρίου.
Με βαριά καρδιά, επομένως, πληροφορηθήκαμε από την επίσημη ανακοίνωση της τουρκικής κυβέρνησης για την εκ νέου μετατροπή της Μονής της Χώρας, ενός φάρου πολιτιστικής κληρονομιάς ανοιχτού σε όλους τους ανθρώπους, από μουσείο σε τζαμί. Εκεί, δηλαδή, όπου η λαμπρή αυτή αγιογραφία τώρα πλέον επικαλύπτεται για άγνωστο σε εμάς λόγο. Η απόφαση αυτή, η οποία προστίθεται σε εκείνη της εκ νέου μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τέμενος, αποτελεί παραφωνία στη συμφωνία του αμοιβαίου σεβασμού και κατανόησης μεταξύ των ανθρώπων όλων των θρησκειών.
Η λογική του “δικαίου της κατάκτησης” πάνω στο οποίο βασίστηκε η εκ νέου μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος τον Ιούλιο του 2020, αποτελεί στην ουσία μια υποχώρηση του ανθρώπινου πολιτισμού, σε μεσαιωνικές πρακτικές. Η δε προσευχή στα «κατακτημένα μνημεία», της οποίας ηγείται σήμερα, στον 21ο αιώνα, ο θρησκευτικός λειτουργός κραδαίνοντας ξίφος, επαναφέρει το στοιχείο της βίας και το συνδέει το θρησκευτικό συναίσθημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η Μονή της Χώρας, γνωστή για τα εκπληκτικά βυζαντινά ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες της, κατέχει μια μοναδική θέση στην εικαστική θρησκευτική τέχνη. Ο αποκλεισμός από την κοινή θέα των θησαυρών αυτών αποτελεί απώλεια όχι μόνο για τους Ορθόδοξους αδελφούς μας, αλλά για όλους τους πιστούς ανθρώπους που αναγνωρίζουν την ομορφιά και το περιεχόμενο της ιερής τέχνης.
Ασφαλώς και είναι δικαίωμα της τουρκικής κυβέρνησης να λαμβάνει αποφάσεις όπως εκείνη κρίνει σκόπιμο. Η Αγία Γραφή, όμως, μας δίνει μία χρήσιμη συμβουλή: “«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει», που σημαίνει ότι «όλα μπορεί να είναι δυνατά για μένα, αλλά δεν με συμφέρουν όλα» (Α’ Κορινθίους 10:23). Η εξυπηρέτηση εφήμερων πολιτικών συμφερόντων δεν είναι σωστό να αποκρύπτει τις μακροπρόθεσμες απώλειες. Ο πόνος και ο διχασμός που προκαλούν τέτοιου είδους αποφάσεις είναι περιττός και αχρείαστος, και καλούμαστε όλοι οι εχέφρονες να αναλάβουμε τις ευθύνες μας εν προκειμένω.
Καλείται η τουρκική κυβέρνηση να επαναξιολογήσει την απόφαση μετατροπής της Μονής της Χώρας σε τέμενος, αναγνωρίζουσα τη βαρύτητα και τις συνέπειες αυτής της ενέργειας, ειδικά από τη στιγμή που το παγκόσμιο κέντρο της Ορθοδοξίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, σε μια χώρα όπου πολλοί από τους πολίτες ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες και δόγματα.
Τέλος, η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να δείξει ενδιαφέρον για αυτές τις εξελίξεις. Πρώτον διότι αντιβαίνει σε μια από καιρό αναγνωρισμένη αρχή του πλήρους διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους. Και δεύτερον, διότι αυτές οι αποφάσεις της τουρκικής κυβέρνησης (η εκ νέου μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας καθώς και άλλων μνημείων σε τεμένη), μπορούν να υπονομεύσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες καθώς και να επικυρώσουν την εργαλειοποίηση της θρησκείας.