Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Ο χρόνος στον Άθωνα σταματά. Δεν είναι μόνο γιατί οι προσκυνητές θέλουν και έχουν την ανάγκη να αλλάξουν περιβάλλον, κάτι να πάρουν από την αγιορείτικη Πολιτεία. Το αγιορείτικο τυπικό, το καθημερινό πρόγραμμα των μονών, η ιλαρότητα των προσώπων τους, το αβίαστο και αναγχώδες των κινήσεών τους, εξαιρέτως δε, η χάρις που αποπνέει το Περιβόλι της Κυρίας Θεοτόκου, όλα συνηγορούν και μεταρσιώνουν τους πιστούς, προβληματίζουν τους επισκέπτες, επηρεάζουν και τους πλέον αδιάφορους.
Ο χρόνος στον Άθωνα σταματά. Εδώ, τίποτε δε βιάζεται. Η ησυχία του τόπου, το φυσικό κάλλος της ευρύτερης αγιορείτικης φύσης, πιότερο η έσω ανάπαυση και ησυχία του νοός των μοναχών είναι ικανά να “αλλοιώνουν” κάθε προσκυνητή και να κάνουν πολλούς να θέλουν να έρθουν και πάλι, και πάλι να σπεύσουν προσκυνητές στην Αγιώνυμη Πολιτεία.
Στις προτερόχρονες περιηγήσεις μας στα μονοπάτια του Άθωνα συναντήσαμε μοναχούς και ερημίτες βγαλμένους από το Γεροντικό. Με τον φτωχό ντορβά στην πλάτη, παλαιωμένα ράσα και σκονισμένα από την οδοιπορία τους, άλλα πάλι σχεδόν ξεφτισμένα, τρύπια υποδήματα που έβγαιναν τα δάκτυλα των ποδιών τους έξω και όμως ένα ατελείωτο γλυκό και ουράνιο μειδίαμα δεν απουσίαζε, δεν έλειπε σχεδόν ποτέ από αυτές τις ασκητικές μορφές, ακόμη και στους πλέον αυστηρούς που συναντούσαμε.
Άλλοι πάλι, μόλις καταλάβαιναν την παρουσία μας στο ίδιο μονοπάτι με αυτούς, αμέσως, άλλαζαν πορεία, χάνονταν μέσα στους θάμνους και, είναι αλήθεια, όσο και αν προσπαθήσαμε να τους ακολουθήσουμε, κάθε προσπάθεια απέβαινε άκαρπη και εκ των πραγμάτων αδύνατη.
Άλλοτε πάλι ακούγαμε λυγμούς και ικετευτικές φωνές να φωνάζουν σαν ερημοπούλια το Θεό, εκζητώντας και ικετεύοντας για το θείο Του έλεος: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με και τον κόσμο σου» και δάκρυα ασταμάτητα πότιζαν το βρώμικο από την πολυκαιρία ζωστικό τους και μαζί κατέβρεχαν αυτή την ευλογημένη αγιορείτικη γη, μεταμορφώνοντας το χώμα σε νωπό και ευλογημένο. Αυτούς ποτέ δεν τολμήσαμε να τους ενοχλήσουμε! «Να φεύγετε, να φεύγετε μακριά, μην ενοχλείτε ποτέ και κανέναν από τους μοναχούς και ερημίτες», μάς έλεγε ο μακαριστός Γέροντας μου, πρώην Δικαίος της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα στο Σεράι, Αρχιμ. Εφραίμ. «Γι᾿ αυτούς εγγράφει ότι η πνευματική ομιλία είναι ασήμι, αλλά η εν Χριστώ σιωπή είναι χρυσός», συμπλήρωνε ο Γέροντας και, πράγματι, έκτοτε, ποτέ δεν ενοχλήσαμε ή μιλήσαμε σε κάποιον άγνωστο μοναχό που συναντήσαμε στο αγιορείτικο διάβα μας, παρά μόνον κάναμε υπόκλιση με σεβασμό και ταπείνωση και, συνήθως, λαμβάναμε και εμείς την ίδια απάντηση!
Ο χρόνος στον Άθωνα σταματά. Εδώ, τίποτε δε βιάζεται. Όσα χρόνια όμως και αν περάσουν, αυτές οι αποστεωμένες μορφές των ασκητών, αυτά τα μοναστικά αναστήματα που μάς αξίωσε ο Θεός να γνωρίσουμε, έστω και εξ όψεως, παραμένουν ανεξίτηλα στη μνήμη μας και μπορούν και σήμερα να μάς διδάσκουν και μόνο με την αμυδρά θύμηση της θέας της ιλαρότητας του προσώπου τους!