Eκοιμήθη τη Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019, μία από τις σημαντικότερες μορφές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός, σε ηλικία 83 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με την επάρατη νόσο.
Το Γραφείο Τύπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου δημοσιοποίησε δήλωση του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό.
Η δήλωση έγινε από την Κοινοτική Αίθουσα του πανηγυρίζοντα Ι.Ν. Ευαγγελιστρίας της Θεοτόκου Βαφεοχωρίου, μετά τη Θεία Λειτουργία, στην οποία χοροστάτησε.
«Σήμερα στην ώρα της Λειτουργίας πληροφορηθήκαμε την κοίμησιν εν Κυρίω του μακαριστού πλέον Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού. Ο Άγιος Αυστραλίας ήταν από την Κρήτη, ένας πάρα πολύ μορφωμένος Ιεράρχης του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, απόφοιτος της Χάλκης, με πολλά χρόνια ανωτέρων σποδών εις την Γερμανία, γλωσσομαθής, συγγραφεύς πολλών βιβλίων και σαράντα χρόνια και πλέον, δεν θυμούμαι ακριβώς, ήταν στην Αυστραλία ως Αρχιεπίσκοπος.»
» Εκεί έχουμε περίπου ένα εκατομμύριο πιστούς. Ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός είχε γύρω του τέσσερις βοηθούς Επισκόπους, δύο εις την Μελβούρνη, έναν εις το Σίδνεϊ και έναν εις την Αδελαΐδα και με πολλούς άλλους κληρικούς, φυσικά, προσπαθούσε να εξοικονομήσει τα πράγματα, διότι όταν μετέβη εκεί βρήκε ένα σχίσμα, τους λεγομένους κοινοτικούς. Ευτυχώς, αυτό το σχίσμα εξέλειπε στην Μελβούρνη και στο Σύδνεϋ, όμως εξακολουθεί δυστυχώς να υπάρχει εις την Αδελαΐδα όπου ο αδελφός Άγιος Δορυλαίου κ. Νίκανδρος αγωνίζεται να επουλώσει αυτήν τη πληγήν του σχίσματος.»
» Τώρα, με την κοίμησιν του Αρχιεπισκόπου Στυλιανού δημιουργούνται νέες συνθήκες, η Μητέρα Εκκλησία, η Αγία και Ιερά Σύνοδος, θα προσπαθήσει να λάβει τας καλυτέρας αποφάσεις. Ομολογώ και δημοσία ότι μας προβληματίζει το εάν θα πρέπει να συνεχίσει η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας να είναι και εις το μέλλον μία ενιαία εκκλησιαστική οργάνωσις, μία Αρχιεπισκοπή, με έναν Αρχιεπίσκοπο και με βοηθούς Επισκόπους, φυσικά, ή αν πρέπει να κατατμηθεί σε επιμέρους ανεξάρτητες Μητροπόλεις. Αυτό θα το αποφασίσει τελικώς η Αγία και Ιερά Σύνοδος, αφού προηγουμένως θα ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά εκατέρας των δύο πιθανών εναλλακτικών λύσεων.»
» Εμείς ευχόμεθα για την ανάπαυσιν της ψυχής του αδελφού Στυλιανού, ο οποίος πέραν των άλλων προσόντων και της λιπαράς θεολογικής μορφώσεώς του είχε και το λογοτεχνικόν τάλαντον, ήταν σπουδαίος ποιητής, έχουν εκδοθεί πολλές ποιητικής συλλογές του, και προχθές ακόμη έγινε στην Αθήνα μία εκδήλωσις από έναν καθηγητή της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Πατριαρχικής Ακαδημίας του Ηρακλείου για την ποίησιν του Αρχιεπισκόπου Στυλιανού. Διάβασα τα σχετικά σε ένα δελτίο που περιήλθε εις χείρας μου με πολλήν συγκίνησιν, αλλά και πολλήν υπερηφάνεια για έναν άξιο Ιεράρχην του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου.»
» Ας είναι αιωνία η μνήμη του, ας έχουμε την ευχή του όλοι, από το υπερπέραν πλέον, και ας φωτίσει ο Άγιος Θεός τον ομιλούντα και την Αγία και Ιερά Σύνοδο να πάρουμε τις καλύτερες και σωστότερες αποφάσεις για την εκκλησιαστικήν πρόοδον και τη σταθερότητα και άνοδον του ποιμνίου μας, αυτού του πολυαρίθμου ποιμνίου μας, εις τους αντίποδες, εις την πέμπτην ήπειρον. Χρόνια πολλά σε όλους».
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ
Ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός γεννήθηκε στο Ρέθυμνο της Κρήτης στις 29 Δεκεμβρίου 1935. Σπούδασε θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου αποφοίτησε το 1958.
Χειροτονήθηκε διάκονος το 1957 και ιερέας το 1958. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη συστηματική θεολογία και τη φιλοσοφία της θρησκείας στη Βόννη της Γερμανίας, από το 1958 έως το 1966.
Στους διδασκάλους του συμπεριλαμβανόταν ο Καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσινγκερ, ο οποίος αργότερα έγινε ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄.
Έγραψε τη διατριβή του στην ιδέα πως η Ορθόδοξη Εκκλησία κατείχε το αλάθητο όταν ενεργούσε από κοινού με συνοδικότητα (π.χ. τα Οικουμενικά Συμβούλια).
Τη περίοδο αυτή, η ιδέα του αλάθητου φαινόταν πως ανήκε αποκλειστικά στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, και ήταν εντελώς ξένη στην Ορθόδοξη.
Το 1965, ενώ ολοκλήρωνε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, ανακυρήχθηκε καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 1966 ορίστηκε ηγούμενος στη Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ιδρυτικό μέλος, στη συνέχεια αντιπρόεδρος και εν τέλει πρόεδρος, του Πατριαρχικού Ινστιτούτου Πατερικών Μελετών στη μονή.
Από το 1969 έως το 1975, δίδαξε συστηματική θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Το 1970, εξελέγη Τιτουλάριος Μητροπολίτης Μιλητουπόλεως (ενώ παρέμενε στην Ιερά Μονή Βλατάδων) ως έξαρχος υπεύθυνος για θέματα που απασχολούσαν τη βόρεια Ελλάδα και το Άγιον Όρος.
Το 1975, ο Στυλιανός Χαρκιανάκης εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας και Έξαρχος Ωκεανίας. Κατέχοντας αυτή τη θέση, συμμετείχε σε αρκετούς διαλόγους μεταξύ της Ορθοδοξίας και άλλων Χριστιανικών ομάδων.
Η πλέον περίοπτη θέση που κατείχε ήταν αυτή του αντιπροέδρου του θεολογικού διαλόγου με τη Ρωμαικαθολική Εκκλησία, αλλά και ως αντιπρόεδρος με τις Αγγλικανικές εκκλησίες.
Δίδασκε θεολογία και πνευματικότητα στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ από το 1975. Το 1986, αναγορεύθηκε ο πρώτος κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ανδρέα, όπου επίσης κατέχει τη θέση του διδάκτορα στη Συστηματική Θεολογία.
Το 1973, του απονεμήθηκε το Διεθνές βραβείο Χέρντερ. Επίσης του απονεμήθηκε το Βραβείο Ποίησης από την Ακαδημία Αθηνών το 1980, ως ένας αξιοσημείωτος ποιητής με εκτενή βιβλιογραφία.
Το 1985 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ από το Πανεπιστήμιο του Λούμπλιν στη Πολωνία. Ακόμη, ένα από τα ποιήματα του, το «Μετά Εφιάλτου», μελοποιήθηκε από τον Κώστα Τσικαδέρη.
Το 2014 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης.