Τον προβληματισμό του για το μέλλον της Αρχιεπισκοπής της Αυστραλίας εξέφρασε ο οικουμενικός Πατριάρχης, με αφορμή την κοίμηση του αρχιεπισκόπου Στυλιανού.

«Με την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου Στυλιανού δημιουργούνται νέες συνθήκες. Η Αγία και Ιερά Σύνοδος θα προσπαθήσει να λάβει τις καλύτερες αποφάσεις.Ομολογώ και δημοσίως ότι μας προβληματίζει το εάν θα πρέπει να συνεχίσει η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας να είναι και στο μέλλον μία ενιαία εκκλησιαστική οργάνωση, μία Αρχιεπισκοπή, με έναν Αρχιεπίσκοπο και βοηθούς Επισκόπους, ή εάν πρέπει να κατατμηθεί σε επιμέρους ανεξάρτητες Μητροπόλεις» ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Βαρθολομαίος.

Ο μακαριστός Στυλιανός εκοιμήθη ανήμερα της 25 Μαρτίου σε ηλικία 83 ετών, νικημένος από τον καρκίνο.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός γεννήθηκε στο Ρέθυμνο της Κρήτης στις 29 Δεκεμβρίου 1935.

Σπούδασε θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου αποφοίτησε το 1958.

Χειροτονήθηκε διάκονος το 1957 και ιερέας το 1958. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη συστηματική θεολογία και τη φιλοσοφία της θρησκείας στη Βόννη της Γερμανίας, από το 1958 έως το 1966.

Στους διδασκάλους του συμπεριλαμβανόταν ο Καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσινγκερ, ο οποίος αργότερα έγινε ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’.

Εγραψε τη διατριβή του στην ιδέα πως η Ορθόδοξη Εκκλησία κατείχε το αλάθητο όταν ενεργούσε από κοινού με συνοδικότητα (π.χ. τα Οικουμενικά Συμβούλια).

Την περίοδο αυτή, η ιδέα του αλάθητου φαινόταν πως ανήκε αποκλειστικά στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, και ήταν εντελώς ξένη στην Ορθόδοξη.

Το 1965, ενώ ολοκλήρωνε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, ανακηρύχθηκε καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το 1966 ορίστηκε ηγούμενος στη Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη. Ηταν ιδρυτικό μέλος, στη συνέχεια αντιπρόεδρος και εν τέλει πρόεδρος του Πατριαρχικού Ινστιτούτου Πατερικών Μελετών στη μονή.

Από το 1969 έως το 1975 δίδαξε συστηματική θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Το 1970 εξελέγη Τιτουλάριος Μητροπολίτης Μιλητουπόλεως (ενώ παρέμενε στην Ιερά Μονή Βλατάδων) ως έξαρχος υπεύθυνος για θέματα που απασχολούσαν τη βόρεια Ελλάδα και το ΑγιονΟρος.

Το 1975, ο Στυλιανός Χαρκιανάκης εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας και Εξαρχος Ωκεανίας.

Κατέχοντας αυτή τη θέση, συμμετείχε σε αρκετούς διαλόγους μεταξύ της Ορθοδοξίας και άλλων Χριστιανικών ομάδων.

Η πλέον περίοπτη θέση που κατείχε, ήταν αυτή του συμπροέδρου του θεολογικού διαλόγου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά και ως αντιπρόεδρος με τις Αγγλικανικές εκκλησίες.

Δίδασκε θεολογία και πνευματικότητα στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ από το 1975. Το 1986 αναγορεύθηκε ο πρώτος κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ανδρέα, όπου επίσης κατέχει τη θέση του διδάκτορα στη Συστηματική Θεολογία.

Το 1973 του απονεμήθηκε το Διεθνές βραβείο Χέρντερ. Επίσης του απονεμήθηκε το Βραβείο Ποίησης από την Ακαδημία Αθηνών το 1980, ως ένας αξιοσημείωτος ποιητής με εκτενή βιβλιογραφία.

Το 1985 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ από το Πανεπιστήμιο του Λούμπλιν στην Πολωνία. Ακόμη, ένα από τα ποιήματά του, το «Μετά Εφιάλτου», μελοποιήθηκε από τον Κώστα Τσικαδέρη.

Το 2014 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης.