«Επιδιώκεται με την πρόταση χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, η περιθωριοποίησις της Εκκλησίας, η οποία για τους επιδιώκοντας τον λεγόμενο χωρισμό είναι άχρηστη μέσα στην κοινωνία και συνεπώς ένας χωρισμός θα υποκρύπτει “κρυφό διωγμό” και θα συνδράμει με την πάροδο του χρόνου ώστε η Εκκλησία να οδηγηθή, κατά τη γνώμη τους, σε μαρασμό. Οι “καλοί” όμως αυτοί “πόθοι” στερούνται σοβαρότητος, γιατί αγνοούν το πασίδηλο γεγονός ότι οι πολίτες είναι συγχρόνως και θρησκευτικές προσωπικότητες και δεν μπορούν να χωρισθούν στα δύο, ώστε το Κράτος να πάρει τον “πολίτη” και η θρησκεία τον “θρησκευτικό πολίτη”», αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, σε άρθρο του αποκλειστικά στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας».
Ο κ. Σεραφείμ αναφέρεται εν γένει στο ζήτημα που, κατά διαστήματα, έρχεται στο δημόσιο διάλογο και αφορά το χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, υπογραμμίζοντας με ιδιαίτερο μεστό και εμβριθή τρόπο τις συνθήκες εκείνες που καθιστούν κάθε συζήτηση περί χωρισμού, ανεδαφική και αίολη.
Ακολουθεί το κείμενο του Σεβ. κ. Σεραφείμ:
Η επαναφορά, ευκαίρως ακαίρως, ως δήθεν θέματος μεταρρυθμιστικής αξίας, του λελυμένου Συνταγματικώς ζητήματος χωρισμού Εκκλησίας-Πολιτείας στην Ελλάδα, μας υποχρεώνει να αναφέρουμε κάποιες σκέψεις.
Μιλούν για χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, διάβαζε Έθνους, επικαλούμενοι δήθεν προοδευτικά συνθήματα. Οι αντιλήψεις, ωστόσο, περί χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα που γεννήθηκαν κάτω από μισαλλόδοξο αντιθρησκευτικό πνεύμα που δεν συμβιβάζεται με τις σημερινές κοινωνικές, πολιτειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις και που αναπτύχθηκε σε προτεσταντικές και παπικές χώρες που δεν έχουν καμία σχέση με τον πολιτισμό και την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη του Ελληνικού έθνους. Το πρότυπο των δυτικών κοινωνιών αλλά και του αθεϊστικού ανατολικού μπλοκ που κατέρρευσε παταγωδώς, με το θρησκευτικό συγκρητισμό και με τον χωρισμό, παράγει μόνο διαλυτικά κοινωνικά φαινόμενα και επιτρέπει την άλωση των κοινωνιών από την παραθρησκεία, την ειδωλολατρεία, τον σατανισμό και τα εγκληματικά φαινόμενα. Οι αντιλήψεις περί χωρισμού δεν συμβιβάζονται με τα ελληνικά ιδεώδη και την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη που πότισε τις ρίζες του Έθνους μας.
Οι αντίθετοι, οι έξω του χριστιανισμού, οι αντί-χριστοι, η απιστία γενικώς, αντιπαρέρχονται μία παγκόσμια πραγματικότητα, την πραγματικότητα της αλλαγής του κόσμου από τον Χριστιανισμό.
Η πρότασις του χωρισμού, περνά και από την θύρα της ειδικής επιστήμης της Κοινωνιολογίας. Η εφαρμογή της αρχής «η θρησκεία είναι μία ιδιωτική υπόθεση» κατέληξε πάντοτε στην καταδίωξη και καταπίεσιητης θρησκευτικής πίστεως. Άμεσες συνέπειες της τακτικής αυτής είναι ο προοδευτικός εκφυλισμός της προσωπικής και κοινωνικής ηθικής, η σχετικοποίησις της εθνικής παραδόσεως και η εισβολή ξένων ιδεολογιών με επικίνδυνο για την εθνική επιβίωση περιεχόμενο. Η συλλειτουργία των θεσμών του έθνους και της Εκκλησίας στην ιστορική πορεία μας, έχει ως συνέπεια να είναι αδύνατον να αυτονομηθούν οι θεσμοί αυτοί και να παύσουν να συλλειτουργούν χωρίς το άμεσο ενδεχόμενο αρνητικών συνεπειών στην εθνική πορεία και επιβίωση. Ο ομ. Καθηγητής του Α.Π.Θ. κ. Β. Γιούλτσης παρουσίασε εναργέστατα την θεωρία του φονξιοναλισμού δηλ. της συλλειτουργίας των κοινωνικών θεσμών. Όταν στην αθεϊστική Γαλλία συνομολογήθηκαν «κονκορδάτα» αμοιβαιοτήτων που οδήγησαν προοδευτικά στα διατάγματα 91/1955, 654/1968 και 1024/1983 με τα οποία ουσιαστικά η εθνική Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία» της Γαλλίας επέστρεψε στα επίπεδα συλλειτουργίας με τους πολιτικούς θεσμούς και επίσης στην άλλοτε κραταιά Σοβιετική Ένωση το διάταγμα της 5/2/1918, με το οποίο επεβλήθη ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, αντικατεστάθη με μια σειρά διαταγμάτων όπως 1102/1972, 69/1973, 85/1973 και με την γνωστή ημισυνταγματική αναθεώρηση του 1972, με τα οποία αναγνωρίστηκε ως ανεπίσημη θρησκευτική επισημότητα η Ορθόδοξος Εκκλησία, αποτελεί ή όχι ανεπίτρεπτο κρετινισμό η συνθηματολογία για τον χωρισμό στην Ελλάδα, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί την ψυχή του Έθνους;
Όσοι μιλάνε για χωρισμό, στην ουσία στοχεύουν στον θρησκευτικό αποχρωματισμό των Ελλήνων, θέλουν να πάψουν οι πολίτες να είναι θρησκεύοντα μέλη του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι είναι αντίθετοι προς την χριστιανική πίστη. Την απουσία, όμως, του θρησκευτικού στοιχείου από τον πολίτη θα την υποκαταστήσει ένα άλλο στοιχείο το οποίο έχει και αυτό θρησκευτικό χαρακτήρα γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, αφού από τον άνθρωπο, κατά τον θεωρητικό των Σοβιέτ Λουνατσάρσκι, «τρία πράγματα δεν μπορείς να αφαιρέσης, την ελευθερία, την ιδιοκτησία και την μεταφυσική αγωνία» και αυτό το στοιχείο ονομάζεται αντιχριστιανός ή αντιθρησκευτικός πολίτης ή άθεος που στρατεύεται στην «θρησκεία» της αθεΐας. Αυτό είναι το πρότυπο του πολίτου αυτών που θέλουν τον λεγόμενο χωρισμό. Τον αποκαλούν με πολλά ονόματα, φιλικό ή έντιμο χωρισμό δεν έχει σημασία. Με αυτόν τον τρόπο λένε ότι το κράτος θα είναι ανεξίθρησκο ή ουδέτερο προς την θρησκεία και αυτό θα είναι δήθεν καλύτερο για την κοινωνία. Τεχνητός, όμως, χωρισμός της ανθρώπινης προσωπικότητας στην κοινωνική της διάσταση και λειτουργία μπορεί να είναι από νομοθετικής πλευράς δυνατός, θα αποτελεί, εντούτοις, κατ’ ουσίαν κατασκευή ενός «ανθρωπίνου τέρατος», ενός «κοινωνικού θηρίου». Οι κοινωνίες δεν οργανώνονται μόνο με νόμους ή συντάγματα, οργανώνονται και με εξωνομικούς κανόνες που από πλευράς αξίας και πρακτικού κοινωνικού αποτελέσματος είναι οι σημαντικότεροι.
Ο χωρισμός χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν η συλλειτουργία των κοινωνικών θεσμών, η ιδιομορφία του πολιτιστικού και εθνικού παρελθόντος, οι αντιλήψεις και η ιδιοσυγκρασία του ελληνικού λαού είναι μία αφελής συνθηματολογία που περιέχει μόνο άγνοια και προκατάληψη.
Το σύστημα της συναλληλίας που ισχύει σήμερα με το Σύνταγμα του 1975 και τον Καταστατικό Χάρτη είναι καθεστώς χωρισμού, αφού Εκκλησία και Πολιτεία είναι κοινωνίες διάφορες, συναφείς όμως και συνεχόμενες με συνεργασία κοινωνικά αναγκαία και αναπόφευκτη. Η ιστορική εμπειρία εφαρμογής του συστήματος τόσο στην χιλιόχρονη βυζαντινή περίοδο και την οθωμανική κατοχή, όσον και στην περίοδο του νεωτέρου Ελληνικού κράτους, αποδεικνύει ότι η νομική αυτή κατάστασις δεν έβλαψε ούτε την ελληνική κοινωνία, ούτε τα δικαιώματα των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων και επί τέλους θέτει το ερώτημα, η μετατροπή της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος στην οποία πολυειδώς οφείλει το Έθνος από ΝΠΔΔ σε απλό Σωματείο ή Ένωση προσώπων θα συμπαρασύρει και το υφιστάμενο νομικό καθεστώς των Μουφτειών της Μουσουλμανικής θρησκευτικής παραδοχής που προβλέπεται από την Συνθήκη της Λωζάνης και του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων;
Η Αρχή της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, υπερτέρα της Αρχής της ανεξιθρησκείας που διέπει τον θεμελιώδη Νόμο του Κράτους, το Σύνταγμά μας (αρ. 13), πηγάζει όχι μόνο από την ιδιοπροσωπία μας αλλά κυρίως από την θρησκευτική μας πίστη και τις Ευαγγελικές Αρχές της θεοσδότου ελευθερίας του ανθρώπου και ασφαλώς από την αιώνια διακήρυξη του Δομήτορος της Εκκλησίας «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» (Μαρκ. 8, 34). Η ευλογημένη χώρα μας είναι μία χώρα στην οποία οι πάντες απολαμβάνουν της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος ουδέν πλεονέκτημα έχει πέραν της διά τους γνωστούς ιστορικούς λόγους αναγνωρίσεως ότι τα Νομικά Αυτής Πρόσωπα κατά τας νομικάς των σχέσεις είναι ΝΠΔΔ (αρθρ. 1 Ν. 590/1977 ΦΕΚ τ. Α΄ 146) που συνεπιφέρει, ωστόσο, και τον κατασταλτικό έλεγχο των ελεγκτικών οργάνων του Κράτους! Την αυτή, όμως, νομική προσωπικότητα πάλι δι’ ιστορικούς λόγους έχει, όπως προαναφέραμε, και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδος και οι Εβραϊκές κοινότητες Ν. 2456/1920 (ΦΕΚ Α΄ 173) ΑΝ2544/1940 (ΦΕΚ Α΄287), ΑΝ 846/1946 (ΦΕΚ Α΄144), ΝΔ 301/1869 (ΦΕΚ 195), ΠΔ 182/1978 (ΦΕΚ Α΄40) ενώ οι 3 Μουσουλμανικές Μουφτείες Ξάνθης, Κομοτηνής και Διδυμοτείχου είναι «δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους» με πλήρη δικαιοδοτική αρμοδιότητα ασκουμένη κατά τις επιταγές του Μουσουλμανικού δικαίου (Σαρία). Ο Μουφτής «ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφερείας του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής εφ’όσον οι σχέσεις ταύται διέπονται από τον Μουσουλμανικό Νόμο» (άρθρο 5 Νόμου 1920/1991 (ΦΕΚ 182 Α΄ 24.12.1990) όπως προβλέπει η διεθνής Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 (άρθρα 14 και 37-44). Κατά ταύτα με ποίο νόμιμο τρόπο θα υποβιβασθεί η Εκκλησία της Ελλάδος σε Νομικό Πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ή ιδίου δικαίου (Θρησκευτικό Πρόσωπο) του Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/17.1.2014) την στιγμή που θα παραμείνουν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδος και οι Ισραηλιτικές Κοινότητες και δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους οι Μουσουλμανικές Μουφτείες; Και με ποίο νομικό τρόπο κατ’ επιταγή της αρχής της ισότητος του Συντάγματος θα υποβιβασθούν οι Μουσουλμανικές Μουφτείες σε ΝΠΙΔ για να παρακολουθήσουν την υποβάθμιση της νομικής προσωπικότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος και την ίδια στιγμή θα διατηρήσουν τη δικαιοδοσία ως υπηρεσίες του Κράτους απονομής δικαίου σε Έλληνες Μουσουλμάνους πολίτες; Κι ακόμη, υφίσταται σήμερα νομική δυνατότης αναθεωρήσεως της Συνθήκης της Λωζάνης και υποβαθμίσεως της νομικής προσωπικότητος της μουσουλμανικής μειονότητος της Ελλάδος, που δικαίως θα διεκδικήσει πλέον την εκλογή αντί του διορισμού από το κράτος των Μουφτήδων; Σήμερα το Ελληνικό Δημόσιο αντιμετωπίζει διεθνώς το πολύ ευαίσθητο νομικό θέμα του διορισμού αντί της εκλογής από την Μουσουλμανική μειονότητα, στηριζόμενο στο γεγονός ότι οι Μουσουλμανικές Μουφτείες είναι δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους και έχει το Δημόσιο την αρμοδιότητα του διορισμού των ασκούντων την σχετική δικαιοδοσία. Εάν η οποιαδήποτε Κυβέρνησή δεν έχει πρόβλημα με την «εκλογή» των Μουφτήδων από το Τουρκικό Προξενείο της Κομοτηνής, η «Κοσοβοποίηση» της Θράκης θα είναι θέμα ολίγων μηνών.
Αυτοί που επιδιώκουν τον λεγόμενο χωρισμό επιζητούν:
Α. Η Εκκλησία να πάψη να είναι η επικρατούσα θρησκεία των Ελλήνων,
Β. Οι Κληρικοί και οι εργαζόμενοι σε Αυτήν να μην έχουν κοινωνικά δικαιώματα και οικονομική βοήθεια από το Κράτος,
Γ. Η Εκκλησία να μεταβληθή σε ένα κοινό Σωματείο ιδιωτικού δικαίου,
Δ. Να καταργηθούν οι Θεολογικές Σχολές στα Πανεπιστήμια και η Εκκλησιαστική Εκπαίδευση.
Ε. Να καταργηθή το μάθημα των Θρησκευτικών στα Σχολεία.
Με ένα λόγο, επιδιώκεται με την πρόταση η περιθωριοποίησις της Εκκλησίας, η οποία για τους επιδιώκοντας τον λεγόμενο χωρισμό είναι άχρηστη μέσα στην κοινωνία και συνεπώς ένας χωρισμός θα υποκρύπτει «κρυφό διωγμό» και θα συνδράμει με την πάροδο του χρόνου ώστε η Εκκλησία να οδηγηθή, κατά τη γνώμη τους, σε μαρασμό. Οι «καλοί» όμως αυτοί «πόθοι» στερούνται σοβαρότητος, γιατί αγνοούν το πασίδηλο γεγονός ότι οι πολίτες είναι συγχρόνως και θρησκευτικές προσωπικότητες και δεν μπορούν να χωρισθούν στα δύο, ώστε το Κράτος να πάρει τον «πολίτη» και η θρησκεία τον «θρησκευτικό πολίτη».
Η πλήρης απόδειξις των απολύτως διακριτών ρόλων Εκκλησίας-Πολιτείας στην Συνταγματική μας έννομη τάξη είναι το γεγονός ότι η Πολιτεία νομοθετεί συνεχώς εις βάρος της ανθρωπολογίας, της οντολογίας και του ήθους της Εκκλησίας με εξόχως αντι-Εκκλησιαστικά νομοθετήματα όπως: πολιτικός γάμος, αποποινικοποίησις της μοιχείας, αμβλώσεις, σύμφωνο συμβίωσης, καύσις νεκρών, η επέκτασις του πολιτικού γάμου στα λεγόμενα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, κάτι που θα ήτο αδιανότητο και αδύνατο σε ένα θεοκρατικό καθεστώς.
Αδαώς φερόμενοι οι επιζητούντες τον χωρισμό ισχυρίζονται, επιπροσθέτως, ότι θα απαλλαγή δι’ αυτού η Πολιτεία από την μισθοδοσία του κλήρου και θα ιδιοποιηθή την Εκκλησιαστική λεγόμενη περιουσία, αγνοούν, όμως, απαράδεκτα ότι ακόμη η Ελλάδα αποτελεί κράτος δικαίου και ότι την απάντηση στους «ευσεβείς πόθους» τους έδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ) που υποχρέωσε την Ελληνική Πολιτεία να άρει τις συνέπειες των Νόμων 1700/1987 και 1811/1988. Με την απόφαση 10/1993/305/483-484/9.12.1994 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επιλύεται οριστικά η νομική θέσις της Εκκλησίας της Ελλάδος μέσα στην Ελληνική Πολιτεία και αναγνωρίζεται η δικαιϊκή αρχή του άρθρου 51 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικος «Η απόκτησις κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά περιστατικά για την απόκτησή τους» και δι’ αυτών ουσία η Σύμβασις του έτους 1952 μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Επομένως με τον τυχόν χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας εφ’ όσον η χώρα επιθυμεί να βρίσκεται εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και να είναι υποκείμενο του Ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού και Δικαίου θα πρέπει να συνεχισθή η μισθοδοσία του κλήρου κατά τις συμβατικές υποχρεώσεις της χώρας ως αντίδοση για το 96% της Εκκλησιαστικής περιουσίας που, κατά καιρούς, από του έτους 1833 με διαφόρους τρόπους προσέλαβε ή να διακοπή η μισθοδοσία του κλήρου και να επιστραφή το σύνολο της περιουσίας ή να αποζημιωθή δι’ αυτήν η Εκκλησία. Συνεπώς, ομιλούμε για τρισεκατομμύρια Ευρώ, όταν μόνον για την αποζημίωσι της περιουσίας των πέντε Ι.Μονών που προσέφυγαν στο Ε.Δ.Α.Δ. επεδικάσθη το ποσόν των 8,9 δισ. €, που καθιστά το γεγονός της αμφισβητήσεως της μισθοδοσίας του κλήρου εν συνδυασμώ προς την οικονομική πραγματικότητα, πλήρως ανεδαφικό και ανόητο. Άλλωστε, με τον πρόσφατο Ν.4957/2022 νομοθετήθηκαν οι Οργανικές Εφημεριακές Θέσεις των Κληρικών και των Εκκλησιαστικών υπαλλήλων. Παρεμπιπτόντως, η συγκεκριμένη απόφασις του Ε.Δ.Α.Δ. αποτελεί νομολογία και πρόκριμα για ομοειδείς υποθέσεις στο μέλλον.