Μνήμη των 318 Αγίων Πατέρων
της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας
Καλαμαριά, 16 Ιουνίου 2024
«Τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ χορός, ἐκ τῶν τῆς οἰκουμένης περάτων συνδραμών, Πατρός, καὶ Υἱοῦ, καὶ Πνεύματος ἁγίου, μίαν οὐσίαν ἐδογμάτισε καὶ φύσιν, καὶ τὸ μυστήριον τῆς θεολογίας, τρανῶς παρέδωκε τῇ Ἐκκλησίᾳ˙».
Δοξαστικό των Αίνων.
Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου σήμερα, της Νικαίας τὸ καύχημα και της οἰκουμένης το ἀγλάϊσμα, όπως όρισε η Εκκλησία μας, να εορτάζουμε την Κυριακή πριν από την Πεντηκοστή. Το σωτήριο έτος 325 μ.Χ. (μετά Χριστόν) στη Νίκαια της Βιθυνίας αποτέλεσε σταθμό για όλη την ανθρωπότητα, γιατί γιορτάζουμε την ενότητα και τον κοινό αγώνα για την υπεράσπιση της αλήθειας και τους μαχητές αυτής, εναντίον της εωσφορικής αλαζονείας που διχάζει όσα η αγάπη ενώνει στο φως του Θεού.
Μία σύνοδος αποτελούμενη από σπουδαίες μορφές της Εκκλησίας, που διακρίθηκαν ως «Πόλου νοητοῦ ἀστέρες σελασφόροι». Ακτινοβολούντες Πατέρες υπήρξαν όλες εκείνες οι προσωπικότητες οι τόσο ιδιαίτερες και συνάμα διαφορετικές μεταξύ τους, που ενώθηκαν –αφήνοντας στην άκρη τα ανθρώπινα πάθη, τις όποιες διαφορές και διαφωνίες– σε μία φωνή για να μην κομματιαστεί ακόμη μία φορά το Σώμα του Κυρίου.
Η σημερινή ημέρα είναι μεγάλης σπουδαιότητας, καθώς μας φανερώνει ακόμη μια κορυφαία αλήθεια: τη σπουδαιότητα της ενότητας γενικότερα, αλλά και ειδικότερα εκείνη της Εκκλησίας μέσω των Συνόδων, με την αρχή της συνοδικότητας να αποτελεί θεμέλιο λίθο της προάσπισης της αλήθειας που πρεσβεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία ως φορέας της. Την ενότητα αυτή εκφράζουμε ως συλλειτουργούντες αδελφοί όλοι εμείς που συναχθήκαμε επί τω αυτώ για να συνεορτάσουμε την εξόχως σημαντική επέτειο των 50 ετών ζωής και διακονίας από την ίδρυση της Μητροπόλεως Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς.
Την ίδια εκκλησιαστική ενότητα κουβάλησαν και οι πρόσφυγες μαζί με τον εκούσιο σταυρό τους και τα ιερά κειμήλια, διασώζοντας την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και οδηγούμενοι από το Πάθος στην Ανάσταση. Γιατί η αγάπη για τη ζωή στάθηκε μεγαλύτερη από κάθε εμπόδιο στην πορεία τους. Προχωρούσαν με το μαχαίρι στον λαιμό, μα πάντα τραγουδούσαν:
Βρήκανε, λέει, ένα τραγούδι,
που ‘χε στο στήθος μαχαιριά
σε κάποιο βρόμικο πεζούλι,
μια νύχτα στην Καλαμαριά.[1]
Προσφυγομάνα. Ποντιομάνα. Η καλή μεριά της πόλης, η Καλαμαριά των ποιητών και των τραγουδιών, των σπουδαίων καλλιτεχνών, όπως ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης, ο γνωστός σε όλους μας Χάρρυ Κλυνν. Γέννημα θρέμμα της Καλαμαριάς, που με το ανατρεπτικό του χιούμορ χάριζε απλόχερα το γέλιο ως αντίσταση, γιατί γνώρισε τον πόνο των προσφύγων γονιών του, εκφράζοντας παράλληλα το ανικανοποίητο της φυλής μας: «Oι Έλληνες δεν ξέρουν τι θέλουν και δε θα ησυχάσουν ποτέ αν δεν το αποκτήσουν».
Διαβάζουμε στις συγκλονιστικές μαρτυρίες προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Καλαμαριάς: «…H Καλαμαριά, όταν ήρθαμε ’δω, ήταν ένα λασποχώρι θα μπορούσε να πει κανείς, δεν είχαμε φως, δεν είχαμε νερό, παρά από δημόσιες βρύσες, οι οποίες η μία με την άλλη απείχανε 500 με 600 μέτρα. Δε μπορούσαμε, όταν έβρεχε κι είχε λάσπη, να βαδίσουμε, θα μπορούσε να πει κανείς, αλλά συν τω χρόνω, με τη δραστηριότητα των κατοίκων και τη βοήθεια της πολιτείας που, όσο μπορούσε, μας βοηθούσε, άρχισε και ’δω, η Καλαμαριά, η παραγκούπολις, να παίρνει μια μορφή πόλεως, η οποία, συν τω χρόνω, εξελισσόταν…».[2]
Οι ψωριάρες φτωχογειτονιές, κατά τον ποιητή, είχαν τη δική τους ένδοξη Ιστορία να διηγηθούν. Και αργότερα όταν το χρέος το απαιτούσε, η Καλαμαριά έταξε τον ανθό των ανθρώπων της, προσφύγων και γηγενών, στην Εθνική Αντίσταση, αποτίοντας τον δικό της φόρο αίματος με το θρυλικό Μπλόκο της Καλαμαριάς:
Καλαμαριά, Καλαμαριά
λεβέντες μεγαλώνεις
κι όταν γλεντούν και τραγουδούν
ως τ’ άστρα εσύ ψηλώνεις.
Όταν ξυπνούν οι μνήμες, τότε οι αλάνες ζωντανεύουν και πάλι από τις φωνές των παιδιών, τα γιασεμιά μυρίζουν πιο έντονα, το πράσινο της γης συναντά το κυανό της θάλασσας και τα τσαμούρια –οι λάσπες των δρόμων– μαρτυρούν τις δυσκολίες της εποχής, τη φτώχεια και την τέλεια εγκατάλειψη.
Οι πρόσφυγες της Καλαμαριάς είχαν ανάγκη να δημιουργήσουν εκ του μηδενός καινούργια πατρίδα, να γίνουν και πάλι οι νοικοκυραίοι και οι άρχοντες που υπήρξαν κάποτε και να εγκαταστήσουν το δικό τους σπιτικό, στο ανατολικό άκρο της πόλης. Η ομορφιά φανερώνεται στα ταπεινά, γι’ αυτό και η Καλαμαριά του μεροκάματου και του καθημερινού αγώνα κατάφερε να διατηρήσει το ανθρώπινο πρόσωπό της και να στολίσει την Ανατολική Θεσσαλονίκη:
Τ’ άστρα μετρούν τον πόνο σου
κι η νύχτα τα όνειρά σου
ο ήλιος φυλάει τις στέγες σου
κι ο μόχθος τη χαρά σου.
Ο σπουδαίος Σταύρος Κουγιουμτζής, που έζησε στην Καλαμαριά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, έμελλε να χαρίσει τη μουσική του στους παραπάνω στίχους.[3] Για τον συνθέτη η Καλαμαριά υπάρχει ως ένας τόπος με ανοιχτά παράθυρα ακόμα, όπως οι καρδιές των ανθρώπων της.
Άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι, μεγαλόψυχοι και φιλότιμοι, ενωμένοι σε αρραγή δεσμό πορεύτηκαν μαζί στα φωτεινά και σκοτεινά μονοπάτια της Ιστορίας. Κι όταν έφυγε το σκοτάδι της δικτατορίας και αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στον τόπο, ιδρύθηκε το 1974 η Ιερά Μητρόπολη Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς, που ως λίκνο του προσφυγικού Ελληνισμού, αιμοδότησε την πανάρχαια ιστορία της περιοχής.
Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος και η αγαπημένη αδελφή μας, Μητρόπολη Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς, συνεορτάζει μαζί μας τον μισό αιώνα της υπέρβασης του πόνου και των δοκιμασιών, της αδιάλειπτης πορείας και πλέον της αναστάσιμης χαράς και βεβαιότητας πως, παρά τις όποιες αντιξοότητες, η ζωή πάντοτε θα νικά τον θάνατο. Οι άνθρωποι της προσφυγιάς είχαν την ευλογία να ποιμαίνονται από Ιεράρχες με γρήγορον νοῦν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν.
Η συνεργασία τους υπήρξε άριστη και ιδανική για τη θεμελίωση ενός έργου σπουδαίου, που κατάφερε να αναστήσει έναν ολόκληρο τόπο. Το έργο της αγάπης προς τον δοκιμαζόμενο άνθρωπο έκαναν πράξη οι πρώτοι Μητροπολίτες Προκόπιος και Διονύσιος, που υπήρξαν αδελφοί και διηκόνησαν σε καιρούς χαλεπούς.
Οι σεπτές μορφές τους μάς εμπνέουν την ενότητα, με την ανεκτίμητη πνευματική παρακαταθήκη να αποτελεί τον πρώτο σπόρο για να ανθοφορήσει ο τόπος. Γιατί οι διάνοιές τους, δεν κυνηγούσαν χίμαιρες, ούτε μαστίζονταν από αεροβασίες. Εργάζονταν πάντοτε σιγανά και ταπεινά, γιατί γνώριζαν καλά πως τα ομορφότερα λουλούδια του τόπου τους ήταν οι ίδιοι οι άνθρωποί του. Ο Θεός με αξίωσε να γνωρίσω προσωπικά την ξεχωριστή μορφή του μακαριστού Μητροπολίτου κυρού Προκοπίου και μου χάρισε την ευλογία να βιώσω εκ του σύνεγγυς τη θυσιαστική διακονία του.
Μακρόθυμος και πολυεύσπλαχνος, πράος και ανυπόκριτος, ο εν λόγω και πράξη θεολόγος, μακαριστός Μητροπολίτης κυρός Προκόπιος εργαζόταν άοκνα για την προκοπή του τόπου που του εμπιστεύτηκε ο Θεός. Στον Χειροτονητήριο Λόγο του αναφέρει: «…δειλιώ ως άλλος Μωυσής. Εις καιρούς δυσχημέρους η συναίσθησις του “εγώ, Κύριε”, με τρομάζει. Το μέγεθος της ευθύνης με συγκλονίζει. Η τιμή της θυσίας είναι ο στέφανος του Eπισκόπου. Έργον εστί, ουκ άνεσις, ου τρυφή αλλά λειτουργία υπεύθυνος. Το λεντίον της Μεγάλης Πέμπτης του Δεσπότου, πρέπει να είναι και δικό μου…».
Η Χάρις και η Πρόνοια του Θεού μας αξίωσε –εμένα τον ελάχιστο και τον αδελφό μου τον Ιουστίνο– να διαδεχθούμε τις δύο μεγάλες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, συνεχίζοντας την αδιατάρακτη παράδοση της πρότυπης σχέσης τους μέχρι σήμερα, μέσα από τη στενή φιλία και την αγαστή συνεργασία μας. Μαζί αγωνιζόμαστε να φανούμε αντάξιοι της ιερής παρακαταθήκης των σεπτών Προκατόχων μας.
Αδελφέ μου, Ιουστίνε, θαυμάζω τον ιεραποστολικό σου ζήλο και καμαρώνω για τη δοτικότητα και την αεικινησία σου, προς δόξαν Θεού και του λαού Του. Σ’ ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας για την συναλληλία, μα κυρίως για τον αγώνα σου ως Επισκόπου που οδηγεί ολοένα στην εν Χριστώ πρόοδο της Μητροπόλεώς σου. Δεν θα μπορούσα να αρνηθώ τη σημερινή τιμητική σου πρόσκληση για τη χαρά της γιορτής της Μητροπόλεώς σου.
Οι δύο Μητροπόλεις μας, λοιπόν, συνεορτάζουν. Και συνεορτάζουν, επειδή συν-διακονούν σε μια παράλληλη αδελφική πορεία, αγωνιζόμενες πάντοτε για την ενότητα της Εκκλησίας και του σύμπαντος κόσμου ως θυσία εσπερινή: «Εκεί που σμίγει η δύση κι η ανατολή / Σε βρήκα μόνη σαν πεντάρφανο πουλί / Κι εγώ που ξέρω απ’ ορφάνια / Κι από ανθρώπων απονιά / Μαζί σου μοίρασα ψωμάκι και γωνιά».[4]
Οι άνθρωποι είμαστε ατελή όντα. Όμως, το μεγαλείο μας κρύβεται στον αγώνα μας για την τελείωση. Η κοινή πορεία Εσπερίας και Εώας Θεσσαλονίκης έρχεται να συναντήσει εκείνη της Κεντρικής Θεσσαλονίκης, ώστε να συμπορευτούν ως αδελφοί και συνοδοιπόροι προς μια άλλη πορεία προς Εμμαούς. Η ιστορική Μητρόπολη Θεσσαλονίκης με τον νέο άξιο Ποιμενάρχη της, κύριο Φιλόθεο, ενώνεται, αγωνίζεται και συνεορτάζει μαζί μας, ολοκληρώνοντας αρμονικά τη γήινη εικόνα της κοινωνίας των προσώπων που ως πρότυπό της έχει την Αγία Τριάδα.
Δεν υπάρχει εδώ κανένας διχαστικός διαχωρισμός ούτε ανόητος ανταγωνισμός, αλλά διάκριση χαρισμάτων και αρμονική συνύπαρξη, εξατομικευμένη διακονία για τις ιδιαίτερες ανάγκες της κάθε περιοχής και των ανθρώπων της. Η τρισυπόστατη μητροπολιτική δομή της πόλης μας εκφράζει στην ουσία την τριαδικότητα και την κοινωνία των προσώπων, καθώς η αλληλοπεριχώρηση των Τριαδικών Προσώπων αποτελεί το κατεξοχήν πρότυπο τέλειας κοινωνίας για τη δική μας ατελή ανθρώπινη κοινωνία. Αυτή την αλήθεια υπερασπίστηκε και η Σύνοδος της Νίκαιας.
Η Μητέρα Θεσσαλονίκη –κατά Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη– καμαρώνει τις δύο πανάξιες κόρες της, Ἑῷα καὶ Ἑσπερία, ατενίζοντας με αναστάσιμη χαρά προς τα μέρη όπου ανατέλλει και δύει ο ήλιος, από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη, τους ακοίμητους φρουρούς της και πια δεν φοβάται να ανοιχτεί στους ουρανούς του μέλλοντός της, μαθαίνοντας από τα λάθη του παρελθόντος και ζώντας αληθινά το παρόν στην κάθε του στιγμή που κουβαλά μέσα της την αιωνιότητα.
[1] Το Μαχαιρωμένο τραγούδι είναι σε ερμηνεία Δημήτρη Μπάση, στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και σύνθεση Γιώργου Καζαντζή από τον δίσκο Σπάει το ρόδι (2006).
[2] Απόσπασμα από προφορική μαρτυρία του Χρήστου Σίμου. Βλ. Η Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο (1920-1940) Πρόσφυγες. Δημιουργώντας τη νέα πατρίδα. Ιστορικό αρχείο προσφυγικού ελληνισμού.
[3] Το πιο χαρακτηριστικό, ίσως, τραγούδι που γράφτηκε για την Καλαμαριά με τίτλο Καλαμαριά, Καλαμαριά είναι σε στίχους Θανάση Παπαδόπουλου ή Μαργαρίτη και μουσική Σταύρου Κουγιουμτζή (1965).
[4] Βλ. Βυζαντινός Εσπερινός (1973) του Απόστολου Καλδάρα.
Φωτογραφία: Ραφαήλ Γεωργιάδης