Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια της Λάκκας Σουλίου, τέσσερα χιλιόμετρα από το δρόμο που οδηγεί στα Δερβίζιανα, στην Αχλαδέα. Το χωριό λέγεται και Τόσκεσι, προφανώς γιατί εδώ εγκαταστάθηκαν Χριστιανοί Τόσκηδες από την Αλβανία.
Το καθολικό της μονής κτίστηκε περί τα μέσα του 18ου αιώνα. Το καθολικό της μονής με τον τρούλο του, είναι από τα πιο εντυπωσιακά έργα, ενώ ξεχωρίζουν οι τοιχογραφίες και το τέμπλο. Ο χώρος που έχει κτιστεί είναι μοναδικής φυσικής ομορφιάς δίπλα στον Λακιώτικο Αχέροντα στους πρόποδες του Τόμαρου.
Οπως και σε πολλά μοναστήρια της Ηπείρου, στο “σιάδι” της μονής γίνονταν κάθε είδους εκδηλώσεις, με αποκορύφωμα το μεγάλο πανηγύρι στις 15 Αυγούστου. Ο Σπ. Μαρκόπουλος γράφει: “Δύο τακίμια από οργανοπαίχτες, τραγουδιστές, ντέφια, βιολιά, κλαρίνα, λαούτα, έρχονταν και δούλευσαν στο πανηγύρι….Μετά την ακολουθία του εσπερινού άρχιζαν τα όργανα. Εκαναν την πρώτη εισήγηση με τραγούδια κλέφτικα, μοιρολόγια, βλάχικα. Αλλοι καθισμένοι και όρθιοι γύρω-γύρω στα πρόχειρα από χοντροκομμένους κορμούς δέντρων φτιαγμένα τραπέζια, πίνανε με τα ρακοπότηρα ρακί, τρώγανε μεζέδες, ψητό κοκορέτσι, σπληνάντερο, όλα στα κάρνα ψημένα νόστιμα και καλά”.
Στο μοναστήρι αυτό η παράδοση θέλει να γίνονται και θαύματα. Εδώ, σύμφωνα με τον Μαρκόπουλο, θεραπεύονταν οι δαιμονισμένοι, τους οποίους οι μοναχοί έδεναν στο κούτσουρο της Παναγιάς: “Στο Κατηχουμενείο, τον σημερινό γυναικωνίτη του ναού, οι μοναχοί έχουν εγκαταστήσει ένα ξύλο χοντρό, μια γρεντιά από καρδιά φτελιάς, βαρύ, μήκος 2,75 μέτρα και πάχος 35 εκατοστά, με χοντρές αλυσίδες “μπράγκες”.
Το ξύλο αυτό φτιαγμένο με τσεκούρι χοντροπελεκημένο, σχισμένο οριζόντια από σαρτζήδες, σώζεται με την ονομασία “κούτσουρο της Παναΐας”. Φέρει οκτώ τρύπες στρογγυλές με διάμετρο 8 και 10 πόντους. Δύο-δύο κατά σειρά. Τέσσερις για χέρια και τέσσερις για πόδια. Σ΄ αυτό δένανε χειροπόδαρα τον δυστυχισμένο άρρωστο, τον τρελό, τον δαιμονισμένο που έπασχε από νευρασθένεια. Στις δύο τρύπες τις μεγαλύτερες βάζανε τα πόδια. Στις άλλες δύο μικρότερες βάζανε τα δύο χέρια και τα δένανε με τις χοντρές αλυσίδες τις “μπράγκες”. Κλείδωνε καλά μέσα στις τρύπες τα πόδια, χωμένα λίγο πάνω από τον αστράγαλο. Δεν άνοιγε και ήταν βαρειά, δεν μπορούσε να το σηκώσει ο ζουρλός! Ετσι βασανισμένος ο άρρωστος, δεμένος από τα χέρια ή τα πόδια στο βαρύ κούτσουρο, έμενε ξαπλωμένος στο δάπεδο με τα χοντρολίθαρα στρώμα· μ΄ ένα σάισμα για σκέπασμα νύχτα και μέρα. Από κει βγήκε και η κατάρα “να σε δω στο κούτσουρο δεμένο”. Συγγενείς και μοναχοί δίνανε στον άρρωστο νερό, φαΐ να φάει και τον λύνανε κατά διαστήματα, να εκτελεί τις σωματικές του ανάγκες. Αν ήταν σοβαρά και δεν επιδεχόταν λύσιμο, τον αφήνανε δεμένο, τον ταΐζανε και του σκουπίζανε τις μαγαρισιές.
Μέρα παρά μέρα, γεροδύναμοι μοναχοί και συγγενείς, πηγαίνανε τον άρρωστο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας για προσευχή. Αυτό συνεχιζόταν μία βδομάδα, δέκα πέντε μέρες, έναν μήνα – μήνα, σαράντα μέρες, ώσπου εγένετο καλά ο τρελός και πήγαινε σπίτι του”.