Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Παιδική Πασχαλιά (1891)
Τον υιόν της τον καπετάν Κομνιανόν τον επαντρολογούσεν ήδη η γρια-Κομνιανάκαινα, αν 〈και〉 δεν είχε χρονίσει ακόμη η νύμφη της, η μακαρίτις. Τα δύο ορφανά, μία κόρη οκταέτις και εν τετραετές παιδίον, εφόρουν μαύρα, κατάμαυρα, οπού εστενοχώρουν κ᾽ εχλώμιαιναν τα πτωχά κάτισχνα κορμάκια των, και ήτον καημός καρδιάς να τα βλέπη τις. Ενθύμιζαν το δημώδες δίστιχον:
Βαρύτερ᾽ απ᾽ τα σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα,
γιατὶ τα φόρεσα κ᾽ εγὼ για μιαν αγάπη που ᾽χα.
Η γραία έκειτο επί της κλίνης καθ᾽ όλην την εβδομάδα των Παθών, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Εβεβαίου ότι «αγγελιάστηκε», και ητοιμάζετο ν᾽ αποθάνη. Επέβαλλεν εις την Μόρφω, την μικράν εγγονήν της, εργασίας ανωτέρας της ηλικίας του πτωχού κορασίου. Αίφνης, εν μέσω δύο γογγυσμών, έβαλλε μίαν φωνήν, κ᾽ έκραζεν από της κλίνης προς την εκτός του ισογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην και υπηρετούσαν παιδίσκην.
― Μη χύνης στην αυλή τα νερά, χίλιες φορές σ᾽ το είπα· στο νεροχύτη!
Κ᾽ επανελάμβανε τους αφορήτους στεναγμούς, επιτείνουσα μάλιστα αυτούς, οσάκις τυχόν πτωχή γειτόνισσα, μη τολμώσα να εισέλθη, ήρχετο δειλώς μέχρι της θύρας και ηρώτα πώς ήτο η ασθενής.
Βεβαίως η γρια-Κομνιανάκαινα έπασχεν, αλλ᾽ ίσως εμεγαλοποίει το πράγμα. Εκλαιε «τα νιάτα της», έλεγεν ότι δεν θα προφθάση να κάμη εφέτος Πάσχα. Η γειτόνισσα η Μηλιά εβεβαίου ότι η γραία είχε και «κομπόδεμα», αλλά που να εμβάση μέσα καμμίαν εκ των γειτονισσών της! Ελλείψει άλλης ασθενείας ήτον ικανή ν᾽ αποθάνη από την φιλαργυρίαν της. Δεν εβάστα η ψυχή της να δώση κάτι τι εις μίαν πτωχήν γυναίκα διά να την «κοιτάξη», κ᾽ επέβαλλε βαρείαν αγγαρείαν εις την Μόρφω, οκταετή παιδίσκην. Ενίοτε παρελήρει αληθώς. Είτα έβαλλεν αγρίαν κραυγήν. Εκραζε την παιδίσκην να την σκεπάση με το σινδόνιον, αλλά χωρίς αύτη να την εγγίση καν, η γερόντισσα έβαλλε τοιαύτην ωρυγήν, ώστε η μικρά κατετρόμαζε.
Ο καπετάν Κομνιανός έλειπε με το γολετί, κ᾽ επεριμένετο να έλθη. Είχε μαζί του, με το γολετί, και τον πρωτότοκον υιόν του, τον Γεώργην, δωδεκαετή παίδα. Τούτο ήτο ένας από τους καημούς της γραίας, ότι έμελλε ν᾽ αποθάνη, ως έλεγε, χωρίς να επανίδη τον υιόν της, και τον έγγονόν της τον μεγάλον, όστις ωμοίαζε τόσον με τον μακαρίτην τον πάππον του. Και ποίος να της σφαλήση τα μάτια; Αι ανεψιαί της, υπανδρευμέναι και αι δύο, της εβαστούσαν κακίαν διά κάτι κληρονομικάς διαφοράς, και δεν έσπασαν το πόδι «οι λαχταρισμένες, οι αχρόνιαστες!» να έλθουν να την ιδούν. Ούτω της ήρχετο και αυτής ν᾽ αποθάνη εις το πείσμα των, ν᾽ αποθάνη χωρίς να της φιλήσωσι την χείρα.
Ιατρός, πού να ευρεθή; Είχεν αυτή να πληρώνη; Αυτή ώφειλε να κάμνη οικονομίαν διά τα ορφανά, και δεν έπρεπε να φθείρη το βιό του υιού της εις γιατρικά και δεν ξέρω τι. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τη δουλειά σου! Εχουν εμπιστοσύνην τώρα αυταί αι γυναίκες; Ο κόσμος εχάλασε, τι τα θέλεις; Εμβαζε αυτή μες στο βιό της, μες στα καλά της, ξένην γυναίκα; Της ήρχετο να επαναλάβη προς τας γειτονίσσας την ιδίαν κραυγήν, δι᾽ ης απεδίωκε τον πάλαι παρείσακτον όρνιθα από τον ορνιθώνα της. Ξού, ξένη!
Ως τόσον επεθύμει να ήρχετο ο υιός της διά να τον νυμφεύση, να του δώση και την ευχήν της. Σαράντα χρόνων άνθρωπος, κι ο κόσμος είναι πέλαγο, σαν εκείνο που αρμένιζε τώρα. Πώς να περάση τη ζωήν του χωρίς να έλθη εις δεύτερον γάμον; Και τα ορφανά, και αυτά θα εύρισκαν μητέρα, μίαν καλήν οικοκυρά, ήτις από τώρα επροσφέρετο μάλιστα να έλθη να την υπηρετήση εις την ασθένειάν της. Αλλ᾽ η γραία Κομνιανάκαινα, μη θέλουσα να παραβή την αρχήν της, δεν εδέχθη την εκδούλευσιν.
Το βέβαιον είναι ότι εκ των δύο ορφανών, η Μόρφω, ήτις είχεν ήδη αίσθησιν, αν δεν επεθύμει ν᾽ αποκτήση μητέρα, ενθυμείτο κ᾽ ελυπείτο την μητέρα της. Ο Ευαγγελινός, νήπιον τριετίζον εν καιρώ της συμφοράς, ούτε ήξευρε τίποτε ούτε ενθυμείτο. Εκλαιε μόνον όταν η μάμμη τον εβίαζε να φορέση τον κατάμαυρον σάκκον του. Η Μόρφω, λευκή και ωχρά με τα μαύρα φουστανάκια της, και με το μαύρον μανδήλιον το σκεπάζον τα ξανθά της μαλλιά, ήτο κατηφής, κ᾽ ενθυμείτο το περυσινόν Πάσχα, όταν έζη η μήτηρ της. Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνει από την γένναν της, το παρελθόν θέρος, και το βρέφος μετ᾽ αυτής. Τώρα η κορασίς είχεν αντί της καλής και πονετικής μητρός την μάμμην με την αφόρητον παραξενιά της, ήτις, ενώ εβεβαίου ότι όλα της επόνουν, κεφαλή, λαιμός, χείρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση και τα λοιπά, πνιγομένη δε από τον βήχα και γογγύζουσα δυνατά και βάλλουσα κραυγάς αγρίας, εφείδετο να δώση εις ιατρούς και φάρμακα, αίφνης ηγείρετο, υποβαστάζουσα την κοιλίαν της, εξήρχετο μέχρι της θύρας, έρριπτε βλέμμα εις τον εκτός κόσμον, κ᾽ έλεγεν:
― Αχ! τι γλυκιά που ᾽ν᾽ η ζωή!
* * *
Πέρυσι, ω! πέρυσι, την Μεγάλην Πέμπτην πρωί, αφού εγύρισαν από την εκκλησίαν, όπου είχον μεταλάβει όλοι, η καλή και προκομμένη μήτηρ, καίτοι άγουσα ήδη τον έβδομον μήνα της εγκυμοσύνης της, ανεσφουγγώθη και ήρχισε να βάπτη εν τη χύτρα τα αυγά, με ριζάρι, κιννάβαρι και όξος. Είτα ήρχισαν να έρχωνται εις την θύραν ανά ζεύγη τα παιδία της πολίχνης, με τον υψηλόν καλάμινον σταυρόν στεφανωμένον με ρόδα ευώδη και με μήκωνας κατακοκκίνους, με δενδρολίβανον και με ποικιλόχροα αγριολούλουδα, με τον αποσπασθέντα από τ᾽ Οχτωήχι χάρτινον Εσταυρωμένον εις το μέσον του σταυρού, και με ερυθρόν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα το άσμα:
Βλέπεις εκείνο το βουνί με κόκκινη παντιέρα;
Εκεί σταυρώσαν το Χριστό, τον πάντων βασιλέα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σύρε μητέρα μ᾽, στο καλό και στην καλή την ώρα,
κ᾽ εμένα να με καρτερής το Σάββατο το βράδυ·
όταν σημαίνουν εκκλησιές και ψέλνουνε παπάδες,
τότες και συ, μαννούλα μου, να ᾽χής χαρές μεγάλες.
Και τι χαρές μεγάλες τω όντι, τι χαρές δι᾽ όλα τα παιδία! Και η καλή η μήτηρ της προθυμότατα έδιδεν ανά δύο αρτιβαφή αυγά εις όλα τα παιδία· δύο αυγά κόκκινα, και τι ευτυχία! τι νίκη! ενώ η μάμμη εφώναζεν ότι αρκετά παιδία ήλθαν, και αρκετά ετραγούδησαν, και ότι έπρεπε να υπάγουν και αλλού.
Μετά ταύτα η μήτηρ ήρχισε να ζυμώνη, και έπλασεν αρκετές κουλούρες μετ᾽ αυγών διά τον σύζυγον, επιδημούντα τότε, διά την πενθεράν της, δι᾽ εαυτήν, διά τες κουμπάρες, ως και μικρές «κοκώνες» διά την Μόρφω, διά τον Ευαγγελινόν, διά τ᾽ αναδεξίμια της και διά τα πτωχά παιδιά της γειτονιάς.
Κ᾽ επειδή ο μικρός Ευαγγελινός έκλαιε, λέγων ότι δεν είναι αρκετά μεγάλη η κοκώνα του, η μήτηρ του έδιδεν άλλην να εκλέξη, αλλ᾽ αυτός δεν ημέρωνεν ούτε ήθελε να ταιριασθή. Το βέβαιον είναι ότι τας ήθελεν όλας διά τον εαυτόν του. Και τότε η μήτηρ τον επαρηγόρει λέγουσα ότι «το Σαββάτο το βράδυ θα ‘ρθή η κουρούνα (κρα, κρα!), να φέρη το τυρί και το κρέας (τσι, τσι!), και τότε να ιδής χαρές ο Βαγγελινός, σαν ακούση κρα, κρα! την κουρούνα να χτυπά το παραθύρι. Πάρε Βαγγελινέ το τυρί, πάρε και το τσι-τσι, να φάτε!» Και ο μικρός εψέλλιζε και αυτός, «θα ᾽θή κουούνα να φέη του τσι-τσι», και συνάπτων τας χείρας, δακτύλους μεταξύ δακτύλων, κατά το υπόδειγμα της μητρός, εμιμείτο την ειρεσίαν των πτερών της κουρούνας, το δε παιδίον της γειτόνισσας της Μηλιάς, εξαετές, άνιπτον, ρακένδυτον, οκλάζον εις μίαν γωνίαν, κρατούν την κοκώνα του, την οποίαν εσκέπτετο αν δεν ήτο καλόν να την φάγη τώρα που είναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον και λέγον: «Ναί! θα ᾽ρθή η κουρούνα! αμ᾽ δε θα ᾽ρθή!»
Και την Μεγάλην Παρασκευήν, περί την δύσιν του ηλίου, η μήτηρ ωδήγησε τα δύο παιδία εις την εκκλησίαν, όπου, αφού έκαμαν τρεις γονυκλισίας προ του ανθοστεφούς κουβουκλίου, ησπάσθησαν τον μυρόπνουν Επιτάφιον, το αργυρόχρυσον Ευαγγέλιον με τ᾽ αγγελούδια, και τον Σταυρόν με τ᾽ ανθρωπάκια και τις Παναγίτσες (τι χαρά, τι δόξα!), και είτα επέρασαν τρις υπό τον υψηλόν, μεγαλοπρεπή Επιτάφιον, ο δ᾽ Ευαγγελινός (όλα τα ενθυμείτο η μικρά Μόρφω) ανέτρεψεν εξ απροσεξίας πήλινον αμφορέα με ύδωρ, εξ εκείνων ούς θέτουσιν υπό τον Επιτάφιον προς αγιασμόν, διά να μεταχειρισθώσι το ύδωρ εις το καματηρό, ήτοι τους μεταξοσκώληκας, και εις άλλας χρείας, αι νεώτεραι μυροφόροι, γυναίκες διακαώς ποθούσαι «να ξενυχτίσουν τον Χριστόν» μένουσαι άγρυπνοι εν τω ναώ πέραν του μεσονυκτίου, διότι η ακολουθία του Επιταφίου ψάλλεται εκεί το Μέγα Σάββατον, περί όρθρον βαθύν. Ο αμφορεύς πεσών εθραύσθη, η δε γυνή ης ήτο κτήμα ωργίσθη, και είπεν ότι το έχει «σε κακό της». Τότε η μήτηρ του Ευαγγελινού, αφού επέπληξεν αυστηρώς το παιδίον, πειραχθείσα είπεν ότι «αν είναι κακό, ας είναι για μένα!» Και την πτωχήν δεν την ηύρε ο χρόνος!
Το Μέγα Σάββατον δε, μικρόν μετά τα μεσάνυκτα, η μήτηρ εξύπνισε τον Ευαγγελινόν και την Μόρφω, κ᾽ ενώ εσήμαιναν διά μακρών οι κώδωνες, επήγαν εις την εκκλησίαν, όπου εψάλη το «ω γλυκύ μου έαρ» και άλλα ακόμη παθητικά άσματα. Είτα οι πιστοί όλοι με ανημμένας λαμπάδας εξήλθον εις το ύπαιθρον, υπό το αμαυρωθέν φέγγος της φθινούσης σελήνης, ενώ η αυγή έλαμπεν ήδη ροδίνη και ξανθή, προπέμποντες τον Επιτάφιον αγλαόφωτον με σειράς λαμπάδων. Και η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβήνη, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέψαλλε και αυτή, «ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» και η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επανελάμβανεν, «οίμοι γλυκύτατε Ιησού!» Τα δε παιδία προπορευόμενα της πομπής, μεγαλοφώνως έκραζον: Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Ο Ευαγγελινός εψέλλιζε μετά των άλλων: Κύιε έησον! Κύιε έησον!
Και ύστερον, όταν ανέτειλεν ο ήλιος του Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων την απαραίτητον ομίχλην της Μεγάλης Παρασκευής, (ήτις καθιστά μελαψήν μιγάδα την ημέραν και παμμέλαιναν αράβισσαν την νύκτα), ο Ευαγγελινός εξύπνησεν από τα βελάσματα του αρνίου, το οποίον ητοιμάζετο να σφάξη διά την οικογένειαν του καπετάν Κομνιανού ο γείτονας Νικόλας, ο σύζυγος της Μηλιάς. Ο Ευαγγελινός και η Μόρφω εξήλθον εις το προαύλιον. Τι ωραίον, τι ήμερον, τι λευκόμαλλον που ήτο το αρνί! Και πως εβέλαζε (μπε! μπε!) το καημένο. Εν τούτοις δεν εφαίνετο πολύ δυσαρεστημένον, διότι έμελλε να σφαγή. Και άλλος Αμνός άμωμος, Αμνός αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, και άλλος ατίμητος Αμνός εσφάγη…
Την εσπέραν έφερεν οίκαδε ο πατήρ τας πασχαλινάς λαμπάδας, ωραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τι χαρά! τι θρίαμβος! φαντασθήτε ωραίας μικράς λαμπάδας, με άνθη τεχνητά, με χρυσόχαρτα. Ο Ευαγγελινός ήθελε να πάρη την της αδελφής του, λέγων, ότι εκείνη είναι μεγαλυτέρα. Η μήτηρ του την έδωκεν, αλλ᾽ ο μικρός την έσπασε, εκεί που έπαιζε με αυτήν, έσπασε και την ιδικήν του, και ύστερον έβαλε τα κλάματα. Ο πατήρ του ηγόρασεν άλλην, αφού τον υπεχρέωσε να υποσχεθή ότι δεν θα την πιάση εις την χείρα, έως τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν. Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων και χαίρων.
Μετά τα μεσάνυκτα, αφού έγινεν η Ανάστασις, και ήστραψεν ο ναός όλος, ήστραψε και η πλατεία από το φως των κηρίων, τα παιδία ήρχισαν να καίουν μετά κρότου σπίρτα και μικρά πυροκρόταλα έξω εις τον πρόναον, και τινες παίδες δεκαετείς επυροβόλουν με μικρά πιστόλια, άλλοι έρριπτον εντός του ναού επί των πλακών του εδάφους τα βαρέα καρφία με τα καψύλια καταπτοούντες και σκανδαλίζοντες τας πτωχάς γραίας, αίτινες, μεθ᾽ όλον τον διωγμόν ον εκίνουν κατ᾽ αυτών την Μεγάλην Εβδομάδα κατ᾽ έτος οι επίτροποι, αξιούντες να περιορίσωσιν αυτάς εις τον γυναικωνίτην, ουχ ήττον επέμενον και παρεισέδυον εντός του ναού αριστερά, εις την μίαν κόγχην. Είς δ᾽ επίτροπος της επάνω ενορίας, άνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ότι όλοι οι εθελονταί ψάλται, νεανίαι εικοσαετείς, εφοίτων κατά προτίμησιν εις την κάτω εκκλησίαν, εις δε την επάνω ηναγκάζοντο να ψάλλωσιν οι ιερείς, τι εσοφίσθη; Πιάνει και αποσπά από τον γυναικωνίτην τα καφάσια, τα δικτυωτά, δι᾽ ων εφράττοντο τέως αι γυναικείαι μορφαί από της όψεως των ανδρών, και αφήνει τον γυναικωνίτην άφρακτον. Τότε διά μιάς όλοι οι ευλαβείς και μουσόληπτοι νεανίσκοι αφήκαν την κάτω εκκλησίαν έρημον ψαλτών κ᾽ έτρεξαν όλοι εις την επάνω.
Είτα τα μικρά παιδία και τινες παιδίσκαι τετραετείς, με τας κομψάς ποικιλτάς λαμπάδας, ετάχθησαν ανά τον χορόν, περί τα δύο αναλόγια, και παρά το εικονοστάσιον, και ήρχισαν να θορυβώσι, να παίζωσι, να στάζωσιν εις τους λαιμούς αλλήλων, και να τσουγκρίζωσι τα αυγά των. Και έν παιδίον εξαετές, πονηρότερον των άλλων (ήτο ο υιός της Μηλιάς της γειτόνισσας) είχε πλαστόν αυγόν εις τον κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφή, και δι᾽ αυτού έσπαζε τα αυγά όλων των παιδιών, και τα έπαιρνε, κατά την συμφωνίαν, και τα έτρωγε.
Μία παιδίσκη και είς παίς, πενταετής, ήρχισαν να φιλονικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφοτέρα.
―Οχι, η δική μου η λαμπάδα είναι καλύτερη.
―Οχι, η δική μου.
―Εμένα ο πατέρας μ᾽ την εδιάλεξε, κ᾽ είναι πλιό καλή.
―Εμένα η μάννα μ᾽ την εστόλισε μοναχή της.
― Και ξέρει να κάμη λαμπάδες η μάννα σ᾽;
―Οχι, δε ξέρει; Σαν τη δική σ᾽!
― Τέτοια παλιολαμπάδα!
― Ναί, παλιολαμπάδα;… να!…
― Να κ᾽ εσύ!
― Να κι άλλη μια!
Και ήρχισαν να τύπτουν αλύπητα τας κεφαλάς αλλήλων με τας λαμπάδας των, εωσού έβαλαν τα κλάματα και οι δύο.
Το απόγευμα πάλιν, αφού εψάλη η Β´ Ανάστασις κ᾽ έγινεν η Αγάπη, εξήλθαν όλοι εις την πλατείαν κ᾽ εθεώντο την πυρπόλησιν του Εβραίου. Τι άσχημος και τι ευμορφοκαμωμένος που ήτον ο Εβραίος! Είχε μίαν χύτραν ως κεφαλήν, είχε και λινάρι ως γένειον. Εφερε και ζεύγος γυαλιά (η Μόρφω τα ενθυμείτο όλα), όμοια μ᾽ εκείνα που φορεί η γραία μάμμη όταν ράπτη ή εμβαλώνη τα παλαιά ρούχα της. Είχε κ᾽ ένα σακκούλι ή πουγγί κρεμασμένον εις το αριστερόν πλευρόν του. Εφόρει μακριά, μακριά φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Και αφού τον εκρέμασαν υψηλά υψηλά, έως επτά οργυιάς επάνω, ήρχισαν οι άνδρες να τον ματιάζουν, να τον τουφεκίζουν όλοι, εωσότου τον έκαυσαν.
Και ύστερον η μήτηρ έστρωσε την τράπεζαν εις την οικίαν, και παρέθεσε τα αυγά τα κόκκινα, το τυρί, που είχε φέρει η κουρούνα, και το αρνί το ψημένο, και τα παιδία εκάθισαν εις την τράπεζαν και ήρχισαν να τσουγκρίζουν τα αυγά των. Τι χαρά! τι αγαλλίασις!
Εφέτος, δηλαδή κατά το έτος εκείνο της δυστυχίας διά τα δύο ορφανά, δεν ήτο πλέον εκεί ούτε ο πατήρ των, όστις έλειπεν, ούτε η μήτηρ των, ήτις επήγε μακρύτερα ακόμη. Αντί των δύο ήτο η γηραιά μάμμη, ρογχάζουσα επί της κλίνης και γογγύζουσα. Αντί των κοκκίνων αυγών, ήσαν αι φλέγουσαι εκ του πυρετού παρειαί της. Αντί των επιχρύσων λαμπάδων, ήσαν οι δύο τρεμοσβήνοντες και βλοσυροί οφθαλμοί της. Αντί της αθώας χαράς, αντί της αφάτου ευτυχίας του παιδικού Πάσχα, ήτο η λύπη η βαρεία, η ανεπανόρθωτος συμφορά.
Ευτυχώς η γρια-Κομνιανάκαινα δεν απέθανε, και ο υιός της έφθασεν απόπασχα με το γολετί, και ήρχισε να καλλωπίζηται και να στρίβη τον μύστακα αποβλέπων εις δεύτερον γάμον. Αλλά, διά τα δύο παιδία, τάχα θα επανήρχετο πάλιν η χαρά εκείνη, θ᾽ ανέτελλεν εκ νέου γλυκεία η παιδική Πασχαλιά; Διά τον Ευαγγελινόν ίσως, διά την Μόρφω όμως ποτέ. Αύτη ησθάνετο την απουσίαν της μητρός της και ήξευρεν ότι δεν έμελλε να την επανίδη πλέον επί της γης.
Γλυκεία Πασχαλιά, η μήτηρ της χαράς! Γλυκεία μήτηρ, της Πασχαλιάς η ενσάρκωσις!
Αλλ᾽ ο Χριστός υπεσχέθη να πίη με τους εκλεκτούς του καινόν το γέννημα της αμπέλου εν τη βασιλεία του Πατρός Του, και οι υμνωδοί έψαλλον: «Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ! δίδου ημίν εκτυπώτερον, σου μετασχείν, εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας Σου!»