Του Πάνου Ευαγγέλου
Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναφέρεται σε σφαγές και εκτοπισμούς εναντίον Ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων κατά την περίοδο 1914-1923. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η εκτόπιση, η εξάντληση στις κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, και πορείες θανάτου στην έρημο. Υπολογίζεται ότι εξαιτίας των διωγμών έχασαν τη ζωή τους περίπου 100 ως 150 χιλιάδες άτομα. Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Ανω Πόντο (στην ΕΣΣΔ) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα.
Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών εμπεριέχουν πλήθος μαρτυριών για τη γενοκτονία που διαπράχθηκε κατά των Ποντίων κατοίκων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η γενοκτονία πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες εις βάρος και άλλων πληθυσμών, δηλαδή των Αρμενίων και των Ασσυρίων, με αποτέλεσμα ορισμένοι ερευνητές να θεωρήσουν τις επιμέρους διώξεις ως τμήματα μίας ενιαίας γενοκτονικής πολιτικής εις βάρος των Ελλήνων, ή γενικότερα, των Χριστιανών της Μικράς Ασίας.
Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994, και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο». Το 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Πέρα από το ελληνικό κράτος, ο διωγμός των Ποντίων αναγνωρίζεται επισήμως ως γενοκτονία από την Κύπρο, την Αρμενία, τη Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, οκτώ πολιτείες των ΗΠΑ, τη βουλή της πολιτείας της Νότιας Αυστραλίας, την Αυστρία, την Ολλανδία, και από τη Διεθνή Ενωση Μελετητών Γενοκτονιών.
Η διαδικασία εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου διακρίνεται ιστορικά σε τρεις συνεχόμενες φάσεις: η πρώτη αρχίζει από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (1914-1916), η δεύτερη τελειώνει με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1916-1918) και η τελευταία ολοκληρώνεται με την εφαρμογή του Συμφώνου για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1918-1923).
Α’ και Β’ φάση
Το κύμα μαζικών διώξεων ξεκίνησε στον Πόντο με την μορφή εκτοπίσεων το 1915. Η τουρκική ήττα κατά τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο στην περιοχή, στο Σαρικαμίς στην βόρεια περιοχή της Μικράς Ασίας το 1915, αποδόθηκε στους Ελληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό. Ως συνέπεια αυτού, όλοι οι στρατολογημένοι Πόντιοι εξαναγκάστηκαν σε στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας. Ετσι δεν άργησαν να εκδηλώνονται κύματα λιποταξίας, με τον κόσμο να καταφεύγει στα βουνά. Μάλιστα στην επαρχία Κερασούντας, για αυτό τον λόγο, κάηκαν 88 χωριά ολοσχερώς μέσα σε τρεις μήνες. Οι Ελληνες της επαρχίας, περίπου 30.000, αναγκάστηκαν να διανύσουν πεζοί, πορεία προς την Αγκυρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αναπόφευκτα το ένα τέταρτο αυτών πέθαναν καθ’ οδόν.
Οι εκτοπίσεις συνεχίζονταν ακατάπαυστα και κατά την εποχή που τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στην Τραπεζούντα στις αρχές του 1916. Ιδιαίτερα με το πρόσχημα ότι οι Πόντιοι υποστήριζαν τις κινήσεις των Ρώσων, μεγάλος αριθμός κατοίκων από τις περιοχές της Σινώπης και της Κερασούντας εκτοπίστηκαν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Σημειώθηκαν επίσης και εξαναγκαστικοί εξισλαμισμοί γυναικών.
Πόντιοι αντάρτες
Οι διώξεις προκάλεσαν τη δημιουργία θυλάκων αντίστασης από τους Πόντιους. Τελικά οι διώξεις εντάθηκαν με την έκδοση διατάγματος, τον Δεκέμβριο του 1916, που προέβλεπε την εξορία όλων των ανδρών από 18 ως 40 ετών και τη μεταφορά των γυναικόπαιδων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου ξεκίνησε από την Ανω Αμισό και στην Μπάφρα. Στην επαρχία Αμάσειας 72.375 Ελληνες, από τους συνολικά 136.768, εκτοπίστηκαν, από τους οποίους το 70% πέθανε από τις κακουχίες. Πολλοί Πόντιοι θέλησαν να αντισταθούν οργανώνοντας στις ορεινές εκτάσεις του Πόντου αντάρτικα εναντίον του τακτικού στρατού, όπως στη Σάντα.
Στον Αγιο Γεώργιο Πατλάμ της Κερασούντας είχαν συγκεντρωθεί 3.000 Έλληνες, οι οποίοι έγκλειστοι και σε συνθήκες ασιτίας από τις οθωμανικές αρχές, βρήκαν αργό θάνατο. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εξορίστηκαν συνολικά 235.000 Πόντιοι, ενώ 80.000 μετανάστευσαν στη Ρωσία. Ταυτόχρονα όμως, λιγότερο έντονες ήταν οι διώξεις που υπέστησαν τότε, οι Ελληνες του ανατολικού Πόντου, στην περιοχή της Τραπεζούντας, κυρίως λόγω της ικανότητας του μητροπολίτη Χρύσανθου να συνδιαλλάσσεται με τις τοπικές αρχές, αλλά και από το γεγονός ότι από τον Απρίλιο του 1916 η περιοχή καταλήφθηκε από τον ρωσικό στρατό.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του επίσκοπου Τραπεζούντας, ο αριθμός των θυμάτων αυτών των πολιτικών ανήλθε, για εκείνο το διάστημα, σε 100.000 περίπου. Δεν έπαψαν και οι διαμαρτυρίες από Αυστριακούς και Αμερικανούς διπλωμάτες κατά της οθωμανικής κυβέρνησης.
Γ’ φάση
Υστερα από την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού από την περιοχή, εντάθηκαν οι διώξεις στην περιοχή. Με την άφιξη του Κεμάλ Ατατούρκ, τον Μάιο του 1919 στην περιοχή και την έξαρση του κινήματός του, εντάθηκε η δράση ατάκτων ομάδων (τσετών) κατά των χριστιανικών πληθυσμών.
O Τοπάλ Οσμάν
Στις 29 Μαΐου ο Κεμάλ ανέθεσε στον τσέτη Τοπάλ Οσμάν την επιχείρηση για τη διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων κατά του τοπικού πληθυσμού. Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι εκτοπίσεις των Ελλήνων στη Σαμψούντα και σε 394 χωριά της περιοχής, κατοικημένα από ελληνικούς πληθυσμούς. Σχετικές αναφορές έχουν καταγραφεί από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και από τον Αμερικανό πρέσβη Χένρυ Μοργκεντάου.
Μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 1920 πραγματοποιήθηκε η πυρπόληση της Μπάφρας και η μαζική εξόντωση των 6.000 Ελλήνων που είχαν σπεύσει να βρουν προστασία στις εκκλησίες της περιοχής. Συνολικά από τους 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε, ενώ από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Οι προύχοντες και οι προσωπικότητες του πνεύματος, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από τα αποκαλούμενα “Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας” στην Αμάσεια, κατά το Σεπτέμβριο του 1921. Παράλληλα, σημειώνονταν και εξαναγκαστικές αποσπάσεις νεαρών κοριτσιών και αγοριών από τις οικογένειές τους, τα οποία δίνονταν για τα χαρέμια των εύπορων Τούρκων.
Πλήθος θυμάτων
Το ζήτημα του πλήθους των θυμάτων των διωγμών κατά τη δεκαετία που διήρκεσε ως και τη Μικρασιατική Καταστροφή, απασχολεί μελετητές και ακτιβιστές που επιζητούν την αναγνώριση των γεγονότων ως γενοκτονίας και συναρτάται με το ερώτημα του πλήθους των Ελλήνων που ζούσαν στη Μικρά Ασία την περίοδο έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην περίπτωση του Πόντου, ο μελετητής και πρόσφυγας, ο ίδιος ο Γεώργιος Βαλαβάνης, καθιέρωσε το 1925 τον αριθμό των 353 χιλιάδων θυμάτων, τον οποίο εν συνεχεία αναπαρήγαγαν οι ακτιβιστές της ποντιακής γενοκτονίας, με αποτέλεσμα να γίνει επίσημα αποδεκτός και να επαναλαμβάνεται σε όλες τις σχετικές τελετές μνήμης. Ο πολιτικός επιστήμονας Ρούντολφ Ράμμελ εκτιμά ότι στοίχισε τη ζωή περίπου 326.000-382.000 Ελλήνων. Τον αριθμό των 350.000 νεκρών στον Πόντο κατά την περίοδο της Αρμενικής γενοκτονίας, 1915-1923, επαναλαμβάνουν οι μελετητἐς γενοκτονιών Σάμιουελ Τότεν και Πωλ Μπάρτροπ. Οπως απέδειξε ωστόσο, ο δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος, ο αριθμός αυτός του Βαλαβάνη προέκυψε με την αυθαίρετη πρόσθεση 50.000 στον αριθμό των 303.238 εκτοπισθέντων που ανέφερε ένα φυλλάδιο του 1922, οι οποίοι παρουσιάζονταν όχι ως εκτοπισμένοι αλλά ως εξολοθρευθέντες. Ο Κωστόπουλος υπολογίζει σε περίπου 100-150.000, τους εξολοθρευθέντες την περίοδο 1912-1924 στον Πόντο.
Διεθνής αναγνώριση
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Επίσης, το 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος».
Τον Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ενωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων, και εξέδωσε το εξής ψήφισμα:
«ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας, και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες,
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ενωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των ετών 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Ελλήνων της Ανατολίας.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ η Ενωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη, και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση (μη επανάληψη).»
Η γενοκτονία των Ποντίων είναι αναγνωρισμένη ως τέτοια επισήμως από τέσσερα κράτη, την Ελλάδα με νόμο του 1994 (N. 2193/1994), τη Σουηδία με υπερψήφιση στο Σουηδικό κοινοβούλιο στις 11 Μαρτίου 2010, την Αρμενία τον Μάρτιο του 2015, μαζί με τη γενοκτονία των Ασσυρίων, και την Ολλανδία, μαζί με τη γενοκτονία των Αρμενίων και Ασσυρίων, στις 9 Απριλίου 2015.
Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ότι υπήρξε γενοκτονία και αποδίδει τους θανάτους σε απώλειες πολέμου, σε λοιμό και σε ασθένειες και δεν παραδέχεται ότι υπήρξε γενοκτονία. Ωστόσο, Τούρκοι επιστήμονες έχουν δημοσίως χαρακτηρίσει τα γεγονότα ως γενοκτονία.
Η Γενοκτονία των Ποντίων
Ενα ξεχωριστό βιβλίο του Θεοδόσιου Κυριακίδη, που εκδόθηκε από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Για πρώτη φορά η Εκκλησία της Ελλάδος επιχειρεί να αναδείξει όλα εκείνα τα στοιχεία που αφορούν τη Γενοκτονία των Ποντίων. Το ξεχωριστό βιβλίο του Θεοδόσιου Κυριακίδη, που εκδόθηκε από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, με τίτλο: «Συμβολή στην Ερευνα της Γενοκτονίας του Ελληνορθόδοξου Πληθυσμού και της Αντιχριστιανικής Πολιτικής στον Πόντο, μέσα από τις αρχειακές συλλογές του Βατικανού και ιεραποστολικών ταγμάτων», είναι από τις σημαντικότερες προσπάθειες που έχουν γίνει, αφού, εκτός των άλλων, στηρίζεται στα αρχεία του Βατικανού.
Οπως αναφέρει ο συγγραφέας, «η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, αλλά και των υπολοίπων Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, αποτελεί μία όχι ιδιαίτερα γνωστή περίπτωση γενοκτονίας για την επιστημονική κοινότητα (…) Η μεγάλη αυτή τραγωδία που βίωσαν οι Ελληνες αποτυπώθηκε αρχικά σε διηγήματα, βιογραφίες, ημερολογιακές αφηγήσεις, οικογενειακές ιστορίες. Πολύ αργότερα απασχόλησε ορισμένους μελετητές».
Μεταξύ των ερευνητών ήταν ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, καθηγητής Ιστορίας στα Πανεπιστήμια της Αυστρίας και της Γερμανίας, τη δεκαετία του ’60. Την έρευνα, σύμφωνα με τον ίδιο τον κ. Ενεπεκίδη, προσπάθησαν να εμποδίσουν τότε οι Έλληνες πολιτικοί Ευάγγελος Αβέρωφ και Παναγιώτης Πιπινέλης.
Πλέον, όπως γράφει ο κ. Κυριακίδης, είναι ευρέως γνωστό και παραδεκτό από την επιστημονική κοινότητα ότι κατά τα τελευταία έτη της οθωμανικής αυτοκρατορίας συντελέστηκε μία σειρά από εγκλήματα κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, τα οποία είχαν ως στόχο την ολοκληρωτική εξάλειψή τους από τα εδάφη τους: «…Με άλλα λόγια, οι εθνότητες που ζούσαν στην επικράτειά του, είτε θα μεταστρέφονταν, είτε θα εκτοπίζονταν, ή τέλος, θα εξολοθρεύονταν. Το σχέδιο λοιπόν της ομογενοποίησης δεν αφορούσε μόνο την εξολόθρευση των Αρμενίων ή μόνο την εξολόθρευση των Ελλήνων, αλλά όλων των χριστιανικών πληθυσμών και όχι μόνο, αφού εξολοθρεύθηκαν και μουσουλμανικά, μη τουρκικά έθνη».
Η στάση των Ελλήνων
Αναφορικά με το γεγονός της ποντιακής γενοκτονίας, η ελληνική πλευρά, σε αντίθεση με τους Αρμένιους, δεν αντέδρασε δυναμικά: «…Η επιλογή της Ελλάδας να μην κάνει λόγο για γενοκτονία, σε αντίθεση με τους Αρμένιους, που επέμεναν στον όρο και δεν δέχονταν τον υποβιβασμό των γεγονότων με γενικές ονομασίες, όπως “τραγωδία”, “καταστροφή” κ.λπ., οφείλεται στις διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες που υπογράφτηκαν μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας το 1923 και το 1930, καθώς και στην ειλικρινή διάθεση της Ελλάδος να αποφύγει κάθε εμπλοκή στις σχέσεις τους. Μόνο κατά τη δεκαετία του ’90 μη κυβερνητικές οργανώσεις Ποντίων, μέλη των οποίων ήταν απόγονοι θυμάτων, αγωνίστηκαν για την αναγνώριση της γενοκτονίας».
Η έρευνα αυτή της έκδοσης της Αποστολικής Διακονίας περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία εκείνα που προέρχονται από τα μυστικά αρχεία του Βατικανού. Οπως επισημαίνεται, «αποτελεί μία εξειδικευμένη μελέτη της καταστροφής των χριστιανικών κοινοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως τη βίωσαν οι καθολικοί ιεραπόστολοι που δρούσαν στην επικράτειά της, καθώς και οι δελεγάτοι και επιτετραμμένοι του Πάπα, οι οποίοι πληροφορούσαν ανελλιπώς για την κατάσταση των Χριστιανών, τόσο την προπαγάνδα όσο και τη Γραμματεία του κράτους του Βατικανού».
Η γενοκτονία
Στο προσωπικό του ημερολόγιο, ο p. Lorenzo, προϊστάμενος της ιεραποστολής στην Τραπεζούντα, σημειώνει: «Ο διοικητής της πόλης ανακοίνωσε οδηγίες για την τύχη των Ελλήνων, οι οποίες, όπως σημειώνει, έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με αυτές, έπρεπε όλοι οι Έλληνες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, παιδιά, να εξοριστούν στο εσωτερικό. Ασφαλώς, εξορία στο εσωτερικό σημαίνει αργός θάνατος». Στην ερώτηση του Μητροπολίτη Χρύσανθου τι φοβόταν η κυβέρνηση από τις γυναίκες και τα παιδιά, ο κυβερνήτης τού απάντησε ότι είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τις διαταγές που του στέλνουν από την Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ άλλων, σε αυτές γινόταν λόγος για τις χειρωνακτικές εργασίες. Και σε αυτό το σημείο ο Χρύσανθος διαμαρτυρήθηκε, προσπαθώντας να προστατεύσει το ποίμνιό του σημειώνοντας πως δεν ήταν όλοι οι Έλληνες κατάλληλοι για τέτοιου είδους εργασίες.
Από την άλλη μεριά, τουρκικές ομάδες ατάκτων είχαν μαζευτεί στα χωριά γύρω από την Τραπεζούντα καίγοντας, σκοτώνοντας, καταστρέφοντας και πραγματοποιώντας μικρές επιδρομές και λεηλασίες, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Η συγκέντρωση των ομάδων αυτών γύρω από την Τραπεζούντα προκάλεσε τον τρόμο στους ελληνικούς πληθυσμούς, πολλοί από τους οποίους έφυγαν προς το Βατούμ, ακολουθώντας την υποχώρηση του ρωσικού στρατού…
Η κατάσταση για τους Ελληνες χειροτέρεψε με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, τον Μάιο του 1919. Η αποβίβαση τελικά του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου, σηματοδότησε την τελευταία βίαιη φάση της εξολόθρευσης του ελληνικού στοιχείου του Πόντου. Ο αποστολικός επιτετραμμένος στην Κωνσταντινούπολη, mons Dolci, έγραφε στις 2 Οκτωβρίου του 1919 ότι δεν επιθυμούσε να απομακρυνθεί από την έδρα του, εξαιτίας της ανώμαλης κατάστασης που επικρατούσε στην Ανατολή. Ηθελε και με τον τρόπο αυτό να εξασφαλίσει την ασφάλεια των Χριστιανών. Οπως σημείωνε, η Ανατολή βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του Μουσταφά Κεμάλ πασά, ο οποίος συγκέντρωσε υπό τις διαταγές του έναν δυνατό στρατό και ανεξαρτητοποιήθηκε από την κεντρική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης. Εγραφε ότι είχε επικρατήσει πανικός στους Χριστιανούς της Ανατολής, ο ίδιος όμως πίστευε ότι ήταν υπερβολική αυτή η ανησυχία, διότι θεωρούσε ότι ο Κεμάλ δεν θα ήθελε να προκαλέσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη επαναλαμβάνοντας σφαγές Χριστιανών, η οποία θα έδινε το τελειωτικό χτύπημα στην τουρκική αυτοκρατορία.
Ο p. Cirillo (ένας εκ των ιεραποστόλων), έγραφε πως τον Δεκέμβριο του 1920 ξεκίνησαν οι θλίψεις για τον Χριστιανισμό του Πόντου. Μεταξύ άλλων, εξορίστηκαν στο Βατούμ και δεκατρείς καθολικοί Ελληνες, τους οποίους στάθηκε αδύνατο να σώσουν. Φρόντισαν όμως με τη βοήθεια του προτεστάντη πάστορα και της Near East Relief, να τους εφοδιάσουν με τα απαραίτητα χρήματα, ρούχα και φάρμακα… Οι άντρες άνω των 16 χρόνων εξορίστηκαν και πολλοί πέθαναν από την πείνα και την εξάντληση. Σε εκείνες τις στιγμές του πανικού η Καθολική Εκκλησία δέχτηκε αρκετές φορές τους φοβισμένους Ελληνες στο μοναστήρι, προσπαθώντας να τους διασώσει. Η δικαιολογία που διατύπωναν οι κεμαλικές Αρχές για τους διωγμούς και την εξολόθρευση των Ελλήνων Ποντίων, ήταν η προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητου ποντιακού κράτους. Ο mons Dolci προώθησε στον καρδινάλιο Van Rossoum μία εγκύκλιο επιστολή, την οποία είχε στείλει ο υπουργός Εξωτερικών, Yusuf Kemal, στους διπλωματικούς αντιπροσώπους των ξένων δυνάμεων. Σε αυτή, ο Kemal κατηγορούσε τον ελληνικό στρατό για σφαγές άμαχου πληθυσμού και επιπλέον έγραφε για την περίφημη οργάνωση «Πόντος», η οποία ανέφερε πως επιθυμούσε, όπως και στη Σμύρνη, να εξουσιάζει την πολυπληθέστερη μουσουλμανική κοινότητα, ιδρύοντας ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Πρόσθετε ακόμη ότι οι ομάδες της συγκεκριμένης οργάνωσης έσφαζαν τον πληθυσμό στα μουσουλμανικά χωριά. Οπως υποστήριζε, αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ορίστηκε η μετακίνηση όλου του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής, ενώ θεωρούσε τους Ελληνες και τις μυστικές τους οργανώσεις υπεύθυνους για τα αντίποινα του τουρκικού πληθυσμού εναντίον των Ελλήνων.
Και ενώ ο Kemal αναζητούσε άλλοθι για τις σφαγές, η κατάσταση, όπως αναφέρει ο Θεοδόσης Κυριακίδης, «είχε εκτροχιαστεί σε τέτοιο βαθμό, που οι φόβοι για γενική σφαγή είχαν αρχίσει να επιβεβαιώνονται. Προσπαθώντας να διασώσει τους Χριστιανούς για τους οποίους επληροφορείτο ότι σφαγιάζονται, ο ίδιος ο Πάπας Βενέδικτος, διά μέσου του γραμματέα του κράτους, καρδινάλιου Gasparri, τον Μάρτιο του 1921 απηύθυνε έκκληση προς τον Μουσταφά Κεμάλ, να δώσει το γρηγορότερο δυνατό αυστηρές διαταγές για να εξασφαλιστεί ο σεβασμός της ζωής και των αγαθών των Χριστιανών του Καυκάσου, της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας, σχετικά με την τύχη των οποίων λάμβαναν από διάφορες πλευρές επώδυνες ειδήσεις»…