«O Άγιος Θεός να φωτίσει τους ισχυρούς της γης να ενεργήσουν για την επανένωση της Κύπρου. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, αυτή η αδικία που συνέβη πριν από πενήντα χρόνια θα αποκατασταθεί και οι πληγές που προκάλεσε στο νησί ο Τούρκος εισβολέας θα θεραπευθούν. Μόνο με αυτόν τον τρόπο Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα μπορέσουν να ζήσουν ειρηνικά, όπως άλλωστε ειρηνικά ζούσαν πριν από την αδικαιολόγητη τουρκική εισβολή. Οι λαοί μπορούν να ζουν ειρηνικά μεταξύ τους. Οι ηγέτες τους, τους παρασύρουν σε πολεμικές συρράξεις και καταδικάζουν τα έθνη να αλληλοσπαράζονται, μολύνοντας τις καρδιές των ανθρώπων με το μίσος και την αντιπαλότητα. Ελπίζουμε και προσευχόμαστε στα επόμενα χρόνια η Κύπρος να είναι και πάλι ένα ενιαίο κράτος», τόνισε από τον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Λυσιμαχείας, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνός, την Κυριακή 21 Ιουλίου 2024.
Ο Σεβασμιώτατος χοροστάτησε στην Ακολουθία του Όρθρου, προεξήρχε στην Θεία Λειτουργία και τέλεσε το ιερό Μνημόσυνο, υπέρ αναπαύσεως των πεσόντων Κυπρίων και Ελλήνων και των μέχρι σήμερα αγνοουμένων κατά την τουρκική εισβολή, τον Ιούλιο του 1974.
Την ώρα του Κοινωνικού ο Εφημέριος της Ενορίας, π. Φώτιος Σωφρόνης ανέγνωσε το Μήνυμα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για την συμπλήρωση πενήντα ετών από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Κατά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας ο Μητροπολίτης κ. Δαμασκηνός αναφέρθηκε στην μαύρη και θλιβερή αυτή επέτειο, λέγοντας ότι: «Η θλίψη όλων μας είναι μεγάλη, διότι συμπληρώθηκαν πενήντα ολόκληρα χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο, της αποβίβασης του τουρκικού στρατού στην μεγαλόνησο και της καταλήψεως του 1/3 του νησιού μέχρι και σήμερα. Οι περισσότεροι από εσάς ενθυμίστε τα γεγονότα αυτά και πόσο οδύνη και πόνο προκάλεσε αυτή η εγκληματική και πολεμική ενέργεια της Τουρκίας στον Κυπριακό λαό. Χιλιάδες Κύπριοι αδελφοί μας πανικοβλημένοι, υπό την απειλή του θανάτου, εγκατέλειψαν βίαια τις πατρογονικές τους εστίες. Κύπριοι και Έλληνες στρατιώτες έπεσαν στα πεδία των μαχών, υπερασπιζόμενοι κάθε σπιθαμή της Κυπριακής γης. Κύπριοι αδελφοί μας αιχμαλωτίστηκαν και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν σε φυλακές στην Τουρκία και θανατώθηκαν εκεί και μέχρι σήμερα θεωρούνται αγνοούμενοι, αφού δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να πιστοποιεί, ότι βρίσκονται στη ζωή. Ερημώθηκαν πόλεις και χωριά, καταστράφηκαν ναοί και μοναστήρια. Η Αμμόχωστος παραμένει μέχρι και σήμερα μία πόλη φάντασμα, η οποία μαρτυρεί τη βαναυσότητα του Τούρκου κατακτητή, το παράλογο του εγχειρήματος του, αλλά και την ανοχή των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες μέχρι και σήμερα εκδίδουν ψηφίσματα μέσα από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, αλλά ανέχονται να παραμένει η Κύπρος διχοτομημένη. Εμείς, ως Έλληνες ομόψυχοι και ομοαίματοι με τους Κυπρίους αδερφούς μας, όλα αυτά τα χρόνια συσταυρωνόμαστε μαζί τους. σηκώνουμε στους ώμους μας και τον δικό τους Σταυρό και στηρίζουμε ποικιλοτρόπως το δίκαιο αίτημα για την επανένωση της αγιοτόκου και μαρτυρικής νήσου Κύπρου».
Ο Σεβασμιώτατος προέτρεψε τους πιστούς «να προσευχηθούμε για την ανάπαυση των ψυχών όλων των Κυπρίων και Ελλήνων αγωνιστών που ηρωικά πολέμησαν και ένδοξα έπεσαν στο πεδίο των μαχών κατά την τουρκική εισβολή. Να προσευχηθούμε για την ανάπαυση των ψυχών όλων όσων θανατώθηκαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Να προσευχηθούμε και για όλους όσοι μέχρι σήμερα θεωρούνται αγνοούμενοι, καθώς και για τις οικογένειές τους που μέχρι σήμερα αγνοούνται οι δικοί τους άνθρωποι, τους οποίους ποτέ δεν παρέλαβαν ως νεκρούς ούτε τα οστά, ούτε τις σωρούς τους για να τα κηδεύσουν και να ανάβουν ένα καντήλι μνήμης στον τάφο τους».
Τέλος, εξέφρασε τη χαρά του, γιατί επισκέφθηκε την Ενορία και τέλεσε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, μια Κυριακή πριν την ετήσια πανήγυρη του Ναού και συνεχάρη το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο και τους Ενορίτες για την συμμετοχή τους στην Θεία Λειτουργία. Ιδιαιτέρως ευχαρίστησε και επήνεσε τον Εφημέριό τους, τον π. Φώτιο «ο οποίος είναι ένας εκ των εθελοντών κληρικών και ασκεί τα ιερατικά του καθήκοντα παράλληλα με το επάγγελμα του λογιστού, προσφέροντας θυσιαστικά τον ελεύθερο χρόνο του και εξυπηρετώντας τις λατρευτικές ανάγκες της Ενορίας και των πιστών»