Του Ιωσήφ Κόκκινου

Tα Βαλκάνια δοκιμάζονται για μία ακόμη φορά με αφορμή την ορθόδοξη Εκκλησία.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται πως αντιμετωπίζει η εκκλησία της Σερβίας η οποία με δυσκολία διατηρεί στην περιοχή τα μεγάλα και ιερά προσκυνήματά της και τον ελάχιστο ορθόδοξο πληθυσμό.

Πριν το 1999 αριθμούσε πάνω από 1000 ναούς, μοναστήρια και παρεκκλήσια στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου. Οι Αλβανοί κατέστρεψαν τα μισά σχεδόν από αυτά. Την ίδια τύχη είχαν και πολλά κοιμητήρια, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο ορθόδοξης παρουσίας.

 

Η εκκλησία των Σκοπίων

Για να ενισχυθεί ιδρύθηκε το 1958 η «Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία», με έδρα τα Σκόπια, προκειμένου να αποσχιστεί από τη Σερβία.

Στην Οχρίδα βρίσκεται σήμερα η έδρα της στην οποία ανήκει το 80% των ορθοδόξων χριστιανών (52% του πληθυσμού), αλλά δεν αναγνωρίζεται επισήμως, από καμία ορθόδοξη εκκλησία.

Με τη δημιουργία όμως του κράτους των Σκοπίων και την αναγνώρισή του από τη διεθνή κοινότητα, κρίθηκε αναγκαίο να δοθεί μία λύση στο εκκλησιαστικό πρόβλημα.

Ετσι ξεκίνησε μεταξύ του Πατριαρχείου της Σερβίας και της αποσχισθείσας εκκλησίας των Σκοπίων, ένας διάλογος με σκοπό την εξεύρεση ενός ονόματος, που δεν θα περιείχε τον όρο Μακεδονία.

 

Η εκκλησία της Ρουμανίας

Αν και έζησε κάτω από κομμουνιστικό καθεστώς για πάνω από σαράντα χρόνια (1948-1989), κατάφερε να έχει τα λιγότερα προβλήματα σε σχέση με τις υπόλοιπες εκκλησίες των Βαλκανίων.

Σήμερα η Εκκλησία της Ρουμανίας παρουσιάζει μεγάλη δραστηριότητα σε όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής και γενικότερα της πνευματικής ζωής. Το συνοδικό σύστημα διοικήσεώς της λειτουργεί με τρόπο υποδειγματικό.

Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο μορφωμένος κλήρος. Ολοι οι ιερείς είναι θεολόγοι και πολλοί από αυτούς, είναι κάτοχοι δύο και τριών πτυχίων. Μεγάλη άνθηση παρουσιάζει και ο μοναχισμός. Τα μοναστήρια παρουσιάζουν ενδιαφέρον τόσο για την πνευματικότητά τους, όσο και για την αρχιτεκτονική και τον ζωγραφικό τους διάκοσμο.

Βασικό στοιχείο της σύγχρονης Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας είναι η πλούσια λειτουργική της ζωή.

 

Η εκκλησία της Βουλγαρίας

Ανήκει και αυτή στις πλέον ταλαιπωρημένες εκκλησίες των Βαλκανίων. Οι κληρικοί της υπέστησαν τα πάνδεινα, η εκκλησιαστική περιουσία κατασχέθηκε, το μάθημα των θρησκευτικών καταργήθηκε, τα μοναστήρια έγιναν μουσεία ενώ απαγορεύθηκε και η ανέγερση νέων εκκλησιών.

Η εκκλησία είχε χάσει τον απολυτρωτικό της ρόλο και είχε μετατραπεί σε προπαγανδιστικό όργανο του κομμουνισμού.

 

Η εκκλησία της Αλβανίας

Ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1937. Δέχθηκε τα περισσότερα πλήγματα από όλες τις άλλες εκκλησίες των Βαλκανίων, οι οποίες τελούσαν κάτω από έναν πρωτοφανή, απάνθρωπο ολοκληρωτισμό. Λόγω του σαρανταεξάχρονου διωγμού από το αθεϊστικό καθεστώς του Εμβέρ Χότζα και των διαδόχων του, καταστράφηκε τελείως.

Το 1991 το Οικουμενικό Πατριαρχείο όρισε -λόγω έλλειψης Ιεραρχίας- τον Μητροπολίτη Ανδρούσης Αναστάσιο, να φροντίσει για την ανασυγκρότηση και αναδιοργάνωση της μαρτυρικής αυτής εκκλησίας.

Η Αλβανική Κυβέρνηση, ενώ δέχθηκε την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, αρνήθηκε την εγκατάσταση στη χώρα άλλων τριών ελλήνων μητροπολιτών.

Η στάση αυτή ανάγκασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να βρει άλλη λύση στο πρόβλημα, αποδεκτή από την κυβέρνηση. Ετσι συγκροτήθηκε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Αλβανίας η οποία εξέλεξε μητροπολίτη Κορυτσάς τον Αρχιμανδρίτη Ιωάννη Πελούσι και Επίσκοπο Απολλωνίας τον Οικονόμο π. Κοσμά Κίριο. Τοποτηρητής ανέλαβε ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος.

Μετά από τεράστιες προσπάθειες και με τη συμβολή πολλών Ελλήνων πολιτών, η εκκλησία της Αλβανίας ζει τα τελευταία χρόνια τη χαρά της ανασυγκροτήσεώς της.

Από το 1992 λειτουργεί η Εκκλησιαστική Σχολή του Δυρραχίου. Ανοικοδομήθηκαν πάνω από 70 νέοι ναοί, ανακαινίστηκαν πάνω από 63 και επισκευάσθηκαν πάνω από 100, από το 1998 λειτουργεί στο Αργυρόκαστρο εκκλησιαστικό Λύκειο, και επίσης ιδρύθηκαν ελληνικά εκπαιδευτήρια σε πολλές πόλεις.

Εξίσου σημαντικό είναι και το κοινωνικό έργο, που περιλαμβάνει τη δημιουργία πολυϊατρείων και διαγνωστικών κέντρων σε Τίρανα, Κορυτσά και Αργυρόκαστρο, καθώς και ορφανοτροφείο και οικοτροφείο στις ίδιες περιοχές.

Το πιο σημαντικό όμως επίτευγμα για την εκκλησία της Αλβανίας, είναι ότι έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη της αλβανικής κοινωνίας, γεγονός που της δίνει τη δυνατότητα να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη συνεργασία και στη συναδέλφωση των λαών της Βαλκανικής.

 

Ολες οι Εκκλησίες τα τελευταία χρόνια έχουν καταφέρει να οργανωθούν σε όλα τα επίπεδα, ωστόσο παραμένουν οικονομικά ανίσχυρες σε σχέση με την Ελλάδα, την Κύπρο ή τις άλλες Εκκλησίες. Η αδυναμία αυτή έχει προκαλέσει πολλές φορές την ανάγκη να προσφύγουν για βοήθεια στη Ρωσία ή και σε χώρες όπως τον Καναδά, την Αμερική ή την Αυστραλία. Ειδικά η Ρωσική Εκκλησία έχει όλα αυτά τα χρόνια προχωρήσει σε παρεμβάσεις οι οποίες έχουν συμβάλει τα μέγιστα για την στήριξη της ορθόδοξης κοινότητας, χρηματοδοτώντας ανεγέρσεις ναών αλλά και κάθε είδους δράσεις που ενισχύουν τον κλήρο.

Το τελευταίο διάστημα και με αφορμή την κρίση που έχει ξεσπάσει μεταξύ Μόσχας και Φαναρίου για το Ουκρανικό, οι Εκκλησίες στα Βαλκάνια έχουν μπει σε φάση εσωστρέφειας καθώς είναι υποχρεωμένες να διαλέξουν στρατόπεδο ανάμεσα σε Ρωσία και Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Για τη Μόσχα η θρησκεία ήταν και παραμένει εργαλείο της γεωπολιτικής της, το μέσο χειραγώγησης των ορθόδοξων πληθυσμών σε ευαίσθητες για τα συμφέροντά της περιοχές, όπως η Βαλκανική, η Βαλτική, η Μέση Ανατολή αλλά και ο Καύκασος και το χρησιμοποιεί ποικιλοτρόπως για να επηρεάζει πολιτικές και εθνοτικές ισορροπίες προς το συμφέρον της. Στη Σερβία, για παράδειγμα, κατεξοχήν εξέδρα μεγιστοποίησης της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια, η Εκκλησία χρηματοδοτείται απευθείας από τη Ρωσία, η οποία στηρίζει τις ακραίες θέσεις του Πατριαρχείου για το Κόσοβο.

Εντονες αντιδράσεις στον πολιτικό κόσμο της Βουλγαρίας προκάλεσαν οι νουθεσίες του πατριάρχη Κυρίλλου κατά την τελευταία επίσκεψή του στη Σόφια, με αφορμή τις εορτές για την απελευθέρωση της χώρας –στον ρωσοτουρκικό πόλεμο– από τους Τούρκους. Ο Κύριλλος επέπληξε δημόσια την ηγεσία γιατί τόλμησε να συμπεριλάβει και τους Ουκρανούς, όπως και άλλες εθνότητες, στις στρατιές του Τσάρου, προκαλώντας θύελλα διαμαρτυριών με τον πρόεδρο της χώρας Ράντεφ να αποδοκιμάζει την «αλαζονεία» του Ρώσου ιεράρχη, τονίζοντας πως «ήρθε ως θρησκευτικός ηγέτης και φεύγει ως πολιτικός...».

«Για την κυβέρνηση της Ρωσίας η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι απλά ένα εργαλείο, μία κανονιστική δύναμη που μπορεί να αλλάξει τη στάση και τελικά να αναδιαμορφώσει το μετακομμουνιστικό ευρωπαϊκό γεωπολιτικό πλαίσιο προς όφελος της Ρωσίας», ανέφερε σε ανάλυσή της η ιστοσελίδα worldaffairsjournal.org.

Αλλά παιχνίδι θρησκευτικής επιρροής και δι’ αυτής γεωπολιτικής, δεν κάνει μόνο η Ρωσική Εκκλησία στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Το Βατικανό και μαζί του η Καθολική Δύση ασκούν ιστορικά θρησκευτική διπλωματία στην περιοχή και ο Πάπας Φραγκίσκος έχει περιοδεύσει σε όλες τις χώρες της Βαλκανικής, πλην της Σερβίας.

Την περασμένη εβδομάδα ο Φραγκίσκος επισκέφθηκε Ρουμανία, Βουλγαρία και Βόρεια Μακεδονία, από όπου εξέπεμψε μηνύματα αδελφοσύνης προς τις εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες. Το ίδιο διάστημα, αρχής γενομένης από την Αθήνα και το Αγιον Ορος, περιοδεύει στη ΝΑ Ευρώπη και ο αρμόδιος για θρησκευτικά θέματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ υψηλόβαθμος διπλωμάτης, Σάμουελ Μπράουνμπακ.

Επισκεπτόμενος τα Σκόπια ο Ποντίφικας προσκύνησε στο σπίτι όπου γεννήθηκε η Μητέρα Τερέζα την οποία εσχάτως το Βατικανό αγιοποίησε, προκαλώντας κύμα συμπάθειας και δυνάμει πεδίο ανάπτυξης του Καθολικισμού στους αλβανικούς πληθυσμούς της περιοχής, ενώ ως καλός διπλωμάτης, ερωτηθείς για την απόφαση της Αγίας Εδρας να αγιοποιήσει τον αμφιλεγόμενο Κροάτη καρδινάλιο Στέπινατς, άφησε ανοιχτό το θέμα. Ο Στέπινατς είναι για τους Σέρβους ορθοδόξους «κόκκινο πανί», καθώς τον κατηγορούν ότι ευλόγησε το φασιστικό κράτος των Κροατών Ουστάσι στην Κατοχή.

Στην κορύφωση της κρίσης για την Αυτοκεφαλία μάλιστα, ο πατριάρχης Κύριλλος κάλεσε τους πιστούς ορθοδόξους «να αντισταθούν στην απορρόφηση της Ουκρανίας από τη βέβηλη Δύση...».