«Η μέριμνα διά το φυσικόν περιβάλλον δεν είναι μία πρόσθετος δραστηριότης εις την εκκλησιαστικήν ζωήν, αλλά ουσιαστική έκφρασις αυτής», τονίζει μεταξύ των άλλων ο Πατριάρχης στέλνοντας το μήνυμα για ενεργοποίηση της Εκκλησίας για την προστασία του πλανήτη.
Το μήνυμα
Ευδοκία και χάριτι του πανδώρου Θεού συμπληρούνται σήμερον 30 έτη από της καθιερώσεως υπό της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας της εορτής της Ινδίκτου και πρώτης ημέρας του εκκλησιαστικού έτους ως «Ημέρας προστασίας του περιβάλλοντος». Η ευλογημένη αύτη πρωτοβουλία έσχε δαψιλή καρποφορίαν. Δεν απηυθύνθημεν μόνον προς τους ορθοδόξους πιστούς, ούτε μόνον προς τους χριστιανούς ή τους εκπροσώπους άλλων θρησκειών, αλλά και προς πολιτικάς προσωπικότητας, προς περιβαλλοντολόγους και άλλους επιστήμονας, προς τους διανοουμένους και κάθε άνθρωπον καλής θελήσεως, επιζητούντες την συμβολήν των.
Αι περιβαλλοντικαί δράσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου ελειτούργησαν ως έναυσμα διά την θεολογίαν, να προβάλη με έμφασιν την αλήθειαν της χριστιανικής ανθρωπολογίας και κοσμολογίας, την ευχαριστιακήν θεώρησιν και χρήσιν της δημιουργίας και το πνεύμα του ορθοδόξου ασκητισμού ως βάσιν διά την κατανόησιν των αιτίων και αντιμετώπισιν του οικολογικού προβλήματος. Η σχετική με την θεολογικήν οικολογίαν ή οικολογικήν θεολογίαν βιβλιογραφία είναι εκτενεστάτη και συγκροτεί εν τω συνόλω της αξιόλογον ορθόδοξον μαρτυρίαν έναντι μίας εκ των μεγαλυτέρων προκλήσεων διά την σύγχρονον ανθρωπότητα και την ζωήν επί της γης. Η ενασχόλησις με το οικολογικόν πρόβλημα και τας κοσμολογικάς διαστάσεις και επιπτώσεις της αμαρτίας, αυτής της αλλοτριωτικής εσωτερικής «ανατροπής αξιών» εις τον άνθρωπον, έφερεν εις το προσκήνιον την συνάφειαν περιβαλλοντικών και κοινωνικών προβλημάτων και την ανάγκην κοινής προσεγγίσεώς των. Στράτευσις διά την προστασίαν της ακεραιότητος της δημιουργίας και διά την κοινωνικήν δικαιοσύνην είναι δράσεις αλληλένδετοι και αδιαίρετοι.
Το ενδιαφέρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου διά την προστασίαν της κτίσεως δεν εγεννήθη ως αντίδρασις εις την σύγχρονον οικολογικήν κρίσιν, δεν είναι δημιούργημά της. Αυτή ήτο απλώς η αφορμή και η ευκαιρία διά να εκφράση, να αναπτύξη, να διακηρύξη και να προβάλη η Εκκλησία τας οικοφιλικάς αρχάς της. Θεμέλιον της αδιαπτώτου μερίμνης της Εκκλησίας διά το φυσικόν περιβάλλον είναι αυτή αύτη η εκκλησιολογική ταυτότης και η θεολογία της. Ο σεβασμός και η προστασία της κτίσεως είναι διάστασις της πίστεώς μας, περιεχόμενον της ζωής μας εν Εκκλησία και ως Εκκλησίας. Η ιδία η ζωή της Εκκλησίας είναι «βιωμένη οικολογία», έμπρακτος σεβασμός και μέριμνα διά την δημιουργίαν και πηγή των οικολογικών δραστηριοτήτων της. Κατ᾿ ουσίαν, το ενδιαφέρον της Εκκλησίας διά την προστασίαν της κτίσεως είναι προέκτασις της Θείας Ευχαριστίας εις όλας τας διαστάσεις της σχέσεώς της με τον κόσμον. Η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, το ασκητικόν ήθος, η ποιμαντική διακονία, η σταυροαναστάσιμος βιοτή των πιστών, ο άσβεστος πόθος της αιωνιότητος, συγκροτούν μίαν κοινωνίαν προσώπων διά την οποίαν η φυσική πραγματικότης δεν είναι αντικείμενον, χρηστικόν υλικόν διά την κάλυψιν των αναγκών του ατόμου και της ανθρωπότητος, αλλά ενέργημα, πεπραγμένον, δημιούργημα του προσωπικού Θεού, ο οποίος μας καλεί να το σεβασθώμεν και να το προστατεύσωμεν, καθιστάμενοι «συνεργοί» αυτού, «οικονόμοι», «φύλακες» και «ιερείς» της δημιουργίας, να καλλιεργήσωμεν ευχαριστιακήν σχέσιν με την κτίσιν.
Η μέριμνα διά το φυσικόν περιβάλλον δεν είναι μία πρόσθετος δραστηριότης εις την εκκλησιαστικήν ζωήν, αλλά ουσιαστική έκφρασις αυτής. Δεν έχει κοσμικόν, αλλά αμιγή εκκλησιαστικόν χαρακτήρα, είναι «λειτουργική διακονία». Ολαι αι πρωτοβουλίαι και αι δράσεις της Εκκλησίας είναι «εφηρμοσμένη εκκλησιολογία». Εν τω πνεύματι τούτω, η θεολογική οικολογία δεν αναφέρεται μόνον εις την ανάπτυξιν οικολογικής ευαισθησίας και εις την αντιμετώπισιν των περιβαλλοντικών προβλημάτων επί τη βάσει των αρχών της χριστιανικής ανθρωπολογίας και κοσμολογίας, αλλά επεκτείνεται εις την εν Χριστώ ανακαίνισιν συμπάσης της κτίσεως, όπως αυτή πραγματώνεται και βιούται εν τη Θεία Ευχαριστία, ως εικόνι και προγεύσει της εσχατολογικής πληρώσεως της Θείας Οικονομίας εν τη δοξολογική πληρότητι και φωτοχυσία της Βασιλείας του Θεού.
Τιμιώτατοι αδελφοί και προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω,
Το οικολογικόν πρόβλημα αποκαλύπτει ότι ο κόσμος μας αποτελεί ενότητα, ότι τα προβλήματά μας είναι παγκόσμια και κοινά. Διά την αντιμετώπισιν των κινδύνων απαιτείται πολύπλευρος κινητοποίησις, σύγκλισις, συμπόρευσις, σύμπραξις. Είναι αδιανόητον, η ανθρωπότης να γνωρίζη την σοβαρότητα του προβλήματος και να συνεχίζη να συμπεριφέρεται ως να μη εγνώριζεν. Ενώ κατά τας τελευταίας δεκαετίας, το κυρίαρχον πρότυπον οικονομικής αναπτύξεως εν τω πλαισίω της παγκοσμιοποιήσεως, με πρόσημον τον φετιχισμόν των οικονομικών δεικτών και την μεγιστοποίησιν του κέρδους, ώξυνε τα οικολογικά και κοινωνικά προβλήματα, εξακολουθεί να κυριαρχή ευρέως η άποψις ότι «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική επιλογή» και ότι η μη συμμόρφωσις προς την άτεγκτον νομοτέλειαν της οικονομίας θα οδηγήση εις ανεξελέγκτους κοινωνικάς και οικονομικάς καταστάσεις. Τοιουτοτρόπως, αγνοούνται και δυσφημίζονται αι εναλλακτικαί μορφαί αναπτύξεως και η ισχύς της κοινωνικής αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης.
Ημείς οφείλομεν να δραστηριοποιηθώμεν έτι περαιτέρω διά την εφαρμογήν εν τη πράξει των οικολογικών και κοινωνικών συνεπειών της πίστεώς μας. Είναι εξόχως σημαντικόν ότι αι καθ᾿ ημάς αρχιεπισκοπαί και μητροπόλεις, πολλαί ενορίαι και ιεραί Μοναί, έχουν αναπτύξει οικολογικάς πρωτοβουλίας και πρακτικάς διά την προστασίαν του περιβάλλοντος, και ποικίλα προγράμματα περιβαλλοντικής αγωγής. Πρέπει να δοθή ιδιαιτέρα έμφασις εις την εν Χριστώ διαπαιδαγώγησιν των νέων, ώστε αύτη να λειτουργή ως χώρος καλλιεργείας και αναπτύξεως οικολογικού ήθους και αλληλεγγύης. Η παιδική και η εφηβική ηλικία αποτελούν ιδιαιτέρως ευνοϊκάς περιόδους της ζωής του ανθρώπου δι᾿ οικολογικήν και κοινωνικήν ευαισθητοποίησιν. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, εν επιγνώσει της σπουδαιότητος της περιβαλλοντικής εκπαιδεύσεως, συνεχίζον την σειράν των σχετικών σεμιναρίων, αφιέρωσε την εν τη Εδρα αυτού οργανωθείσαν Γ΄ διεθνή «Διάσκεψιν της Χάλκης διά την Θεολογίαν και την Οικολογίαν» (31 Μαΐου – 4 Ιουνίου 2019), εις το θέμα της εντάξεως εις τα προγράμματα των Θεολογικών Σχολών μαθημάτων και προγραμμάτων σχετικών με την οικολογίαν και την οικολογικήν παιδείαν. Η λύσις των μεγάλων προβλημάτων της ανθρωπότητος είναι ανέφικτος χωρίς πνευματικόν προσανατολισμόν.