ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Ματθ. ιδ’, 22-34)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος.
Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν.
Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. Ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. Καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν.
Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;
Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, ανάγκασε ο Ιησούς τους μαθητές να μπουν στο πλοιάριο και να πάνε πριν από αυτόν στην απέναντι όχθη, έως ότου διαλύσει τον κόσμο. Και αφού διάλυσε τον κόσμο, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί μόνος του. Όταν δε εβράδιασε, ήταν εκεί μόνος. Το πλοιάριο ευρίσκετο ήδη στο μέσο της λίμνης και επάλευε με τα κύματα, διότι ο άνεμος ήτο αντίθετος.
Κατά την τετάρτη δε νυχτερινή βάρδια ήλθε σε αυτούς ο Ιησούς περπατώντας επάνω στη θάλασσαν. Οι μαθητές, όταν τον είδαν να περπατεί επάνω στη θάλασσα, εταράχθηκαν και έλεγαν ότι είναι φάντασμα και από τον φόβο τους εφώναξαν.
Αμέσως τους μίλησε ο Ιησούς και τους είπε, «Έχετε θάρρος, εγώ είμαι, μη φοβάσθε». Τότε του αποκρίθηκε ο Πέτρος, «Κύριε, εάν είσαι εσύ, τότε δώσε μου διαταγή να έλθω σ’ εσέ επάνω στα νερά». Εκείνος δε είπε, «Έλα». Και όταν ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοιάριο, άρχισε να περπατεί επανω στα νερά, διά να έλθει στον Ιησού.
Αλλά επειδή έβλεπε τον άνεμο δυνατό εφοβήθηκε, και επειδή άρχισε να βυθίζεται, εφώναξε, «Κύριε, σώσέ με». Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι, τον έπιασε και του λέγει, «Ολιγόπιστε, γιατί εδίστασες;».
Και όταν ανέβηκαν στο πλοιάριο, έπαυσε ο άνεμος. Εκείνοι που ήσαν στο πλοιάριο, τον προσκύνησαν και του είπαν, «Αληθινά είσαι Θεού Υιός». Και αφού διέσχισαν την λίμνη, ήλθαν και απεβιβάσθηκαν στην Γεννησαρέτ.