H Iερά Μονή Ομπλού βρίσκεται 15 χιλιόμετρα και σε υψόμετρο 750 μέτρων από την Πάτρα, την πόλη όπου μαρτύρησε ο απόστολος Ανδρέας. Τιμάται στα Εισόδια της Θεοτόκου και πανηγυρίζει στις 21 Νοεμβρίου.
Η Ιερά Μονή ιδρύθηκε το 1315 από τον ιερομόναχο Ιωακείμ και τους δύο μοναχούς μαθητές του Ιωάσαφ και Παρθένιο. Στην περιοχή αυτή υπήρχε ένα εκκλησάκι, δίπλα στο οποίο οι πατέρες έκτισαν δύο κελλιά και ξεκίνησαν την κοινοβιακή ζωή της Μονής.
Στον μικρό αυτό Ναό υπήρχε μία εικόνα της Θεοτόκου η οποία είχε πολύ γλυκό πρόσωπο. Οι αρβανίτες κάτοικοι της ορεινής περιοχής των Πατρών ονόμασαν την Θεοτόκο «Ομπιλε» που σημαίνει γλυκιά Παναγιά. Από παραφθορά αυτής της λέξης πήρε και την ονομασία της η Μονή (ΟΜΠΙΛΕ — ΟΜΠΛΟΣ). Το έτος 1581 ο ηγούμενος της μονής Παχώμιος κατάφερε με έγγραφο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία του Β΄ του τρανού να αναγνωρισθεί η μονή ως σταυροπηγιακή.
Κατά την διάρκεια των ετών 1601-1612 κτίσθηκε από τον γαιοκτήμονα Γεώργιο Δεμένικα και τον μάστορα Δημήτριο, το σημερινό καθολικό στην θέση του παλαιού που υπήρχε πριν το 1315 το οποίο και εγκαινιάσθηκε από τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Τιμόθεο (Μαρμαρινό), τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη.
Τα γύρω κτίσματα της Μονής κτίσθηκαν το 1689 εκτός από τη βόρεια πτέρυγα που κτίσθηκε το 1754. Το 1770 στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και έπειτα από μία αποτυχημένη επανάσταση των Ελλήνων, οι Τούρκοι έκαψαν τη μονή και το καθολικό σε αντίποινα. Ομως οι πατέρες σύντομα έφτιαξαν πάλι τη μονή όπως ήταν πρώτα.
Η Μονή βοήθησε αρκετά στην προετοιμασία της επανάστασης του 1821 και για αυτό οι Τούρκοι την έκαψαν πάλι τον Ιούνιο του 1821. Μία μεγάλη καταστροφή για το μοναστήρι αφού χάθηκαν πολλά ιστορικά κειμήλια, έγγραφα και εικόνες. Μετά τη φωτιά, οι πατέρες μάζεψαν ό,τι πολύτιμο είχε διασωθεί και έφυγαν για άλλες μονές στα Επτάνησα που ήταν στη κατοχή των Αγγλων.
Επέστρεψαν στη Μονή το 1828 όταν δημιουργήθηκε το πρώτο ελληνικό κράτος και άρχισαν σιγά – σιγά να φτιάχνουν τα κατεστραμμένα κελλιά και το καθολικό. Τότε (1865) χτίσθηκε για πρώτη φορά το καμπαναριό αφού οι Τούρκοι απαγόρευαν τις κωδωνοκρουσίες.
Η τρίτη καταστροφή του μοναστηριού έγινε από τους Γερμανούς, αυτή τη φορά το 1943 στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, καίγοντας τη μία πτέρυγα των κελλιών, εκεί που κρύβονταν Ελληνες αντάρτες. Μάλιστα από θαύμα της Παναγίας δεν κάηκε το καθολικό και οι άλλες πτέρυγες της Μονής, γιατί όταν ο Γερμανός διοικητής μπήκε στην εκκλησία να βάλει φωτιά, βγήκε μετά από λίγο μετανιωμένος και διέταξε τους στρατιώτες του να φύγουν αμέσως από το μοναστήρι χωρίς να πειράξουν τους πατέρες.
Στο αρχείο της Μονής σώζονται σιγίλλια, σιγιλλιώδη γράμματα, δικαιοπρακτικά και άλλα έγγραφα, λειψανοθήκες και εικόνες.
Σήμερα στη Μονή ζουν και εργάζονται πνευματικά έξι πατέρες με Ηγούμενο τον αρχιμανδρίτη Νεκτάριο Κωτσάκη.