Μόλις ὁ Χριστὸς ἄρχισε τὸ ἐπίγειο ἔργο Του, οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχαν κοντά Του. Ἤθελαν νὰ τὸν ἰδοῦν, νὰ τὸν ἄκουσουν καὶ νὰ δεχθοῦν κάποια εὐεργετι- κὴ δωρεά Του. Ἀρκετοὶ πίστευαν ὅτι καὶ μ’ ἕνα ἄγγιγμα στὰ ἐνδύματά Του, θὰ δέχονταν τὴν εὐλογία Του. Καὶ πράγματι «ὅσοι ἂν ἤπτοντο αὐτοῦ ἐσώζοντο». Τὸ βλέπουμε καὶ στὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα τοῦ σημερινοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἡ δύστυχη ὑπέφερε δώδεκα χρόνια, διότι οἱ γιατροὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὴ θεραπεύσουν. Τῆς ἔμενε πλέον μόνο μία ἔλπιδα, ὁ Χριστός.
Ὅταν ὁ Κύριος ἐπισκέφθηκε τὸν τόπο της, ἀποφάσισε κι ἐκείνη νὰ Τὸν πλησιάσει. Ἄλλα τὸ πλῆθος τοῦ κόσμου, ποὺ τὸν εἶχε κυκλώσει καὶ συμπορευόταν μαζί Του, δὲν τῆς ἔδινε τὴ δυνατότητα νὰ φθάσει κοντά Του. Ἦταν ἀδύνατο νὰ μπορέσει νὰ τοῦ μιλήσει. Ἡ πίστη της ὅμως βρῆκε λύση. Καθὼς ὁ Χριστὸς βάδιζε ἀνάμεσα στὸ συνωθούμενο πλῆθος, ἔκεινη κατάφερε νὰ πλησιάσει καὶ νὰ ἄγγιξει στὸ πίσω μέρος ἕνα ἄκρο τοῦ ἐνδύματός Του.
Τὴν στιγμὴ αὐτή ἔνιωσε σὰν νὰ τὴν ἄγγιξε ἠλεκτροφόρο καλώδιο. Αἰσθάνθηκε κάτι παράξενο στὸν ὀργανισμό της καὶ κατάλαβε ὅτι ἔλαβε τὸ ποθούμενο, ὅτι θεραπεύθηκε! Ἴσχυσε καὶ στὴν περίπτωσή της τὸ ἀποστολικὸ λόγιο «ἐγγίσατε τῷ Θεῷ καί ἐγγιεῖ ὑμῖν». Ἐγγίζουμε τόν Θεό ἐάν ἔχουμε πίστη καί προσευχόμαστε, ἐάν ἐναρμονίζουμε τή ζωή μας μέ τό θέλημα Του ἤ ἐάν ἐκφράζουμε εὐγνωμοσύνη γιά τίς δωρεές Του. Ἀλλά δέν τόν ἐγγίζουμε καί δέ μᾶς ἐγγίζει μέ τό ἔλεός Του, ἐφόσον ἁμαρτάνουμε καί παραμένουμε ἀμετανόητοι μακριά Του.
Καθὼς πορευόταν ὁ Χριστὸς καὶ Τὸν «συνέθλιβε» πλῆθος κόσμου, ρώτησε: «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε»; Τὸ ἐρώτημά Του τὴν ὥρα αὐτή τοῦ μεγάλου συνωστισμοῦ ἦταν ἀκατανόητο. Στή σχετικὴ ἀπορία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, «Κύριε, τόσοι ἄνθρωποι εἶναι δίπλα σου», ὁ Κύριος ἀπάντησε: «Κάποιος μὲ ἄγγιξε. Κατάλαβα νὰ βγαίνει ἀπὸ πάνω μου δύναμη». Τότε ἡ πιστὴ γυναίκα, ἔντρομη, πλησίασε, ὁμολόγησε τὴν ἐνέργειά της καὶ ἀνέφερε τὸ ἀποτέλεσμα πού εἶχε.
Τὸ ἄγγιγμά της στὸ ροῦχο τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἦταν μόνο ἐξωτερικό, ἦταν κυρίως ἐσωτερικό. Ἦταν ἄγγιγμα μὲ πίστη! Τέτοια περιστατικὰ βλέπουμε καθημερινά στή ζωή μας ὅταν ἀγγίζουμε ἤ ἀσπαζόμαστε μέ πίστη τά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων ἤ κάποια ἀντικείμενα πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἅγιοι στήν ζωή τους.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε τὸ ἐρώτημα γιὰ νὰ ἐλέγξει τὴν πιστὴ γυναίκα, ἄλλα γιὰ νὰ γίνει γνωστὸ τὸ θαῦμα. Παράλληλα ἔδωσε καί τό μήνυμα ὅτι ὁ Θεός δέχεται μέ ἀγάπη ὅλα τά αἰτήματά μας καί ὅποτε Ἐκεῖνος κρίνει, παρέχει τήν εὐλογία Του.