Τήν Δευτέραν, 15ην/ 28ην Ὀκτωβρίου 2024, ἐτελέσθη Δοξολογία εἰς τό Καθολικόν τοῦ Πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ὡς εὐχαριστία πρός τόν Θεόν διά τήν βοήθειαν Αὐτοῦ εἰς τήν ἀπελευθέρωσιν τοῦ ἔθνους ἡμῶν ἐκ τῆς Γερμανικῆς καί Ἰταλικῆς Κατοχῆς τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου καί ὡς φόρος τιμῆς πρός τούς ἥρωας ἀγωνιστάς τοῦ Ἔθνους ἡμῶν καί ἰκεσία διά τήν ἀνάπαυσιν τῶν ψυχῶν αὐτῶν καί ὅλων τῶν θυμάτων τῆς δοκιμασίας ταύτης.
Τῆς Δοξολογίας προέστη η Α.Θ.Μ ὁ Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος, συνιερουργούντων Αὐτῷ Ἁγιοταφιτῶν Ἀρχιερέων, Ἱερομονάχων καί διακόνων, ἐν προσευχητικῇ συμμετοχῇ μοναχῶν καί μοναζουσῶν καί μελῶν τῆς Ἑλληνικῆς Παροικίας.
Τήν Δοξολογίαν ἐτίμησεν ἰδιαιτέρως διά τῆς παρουσίας αὐτοῦ ὁ Γενικός Πρόξενος τῆς Ἑλλάδος εἰς τά Ἱεροσόλυμα κ. Δημήτριος Ἀγγελοσόπουλος μετά τοῦ προσωπικοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ Γενικοῦ Προξενείου.
Μετά τήν Δοξολογίαν εἰς τήν αἴθουσαν τοῦ Πατριαρχείου ὁ Μακαριώτατος προσεφώνησε διά τῆς κάτωθι προσφωνήσεως Αὐτοῦ:
“Ἐκλαμπρότατε Γενικέ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος κ. Δημήτριε Ἀγγελοσόπουλε,
Σεβαστοί Ἅγιοι Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἡ σημερινή ἐπέτειος τοῦ “Ὄχι” τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 ἀποτελεῖ ὁρόσημον οὐχί μόνον εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀλλά ὅλων τῶν ἐθνῶν, τά ὁποῖα ἐνεπλάκησαν εἰς τόν Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον. Οἱ λαοί ἐθαύμασαν τόν ἡρωϊσμόν τῶν Ἑλλήνων κατά τῶν ἰσχυρῶν ἐξωπλισμένων στρατιωτικῶν δυνάμεων τοῦ Ναζισμοῦ καί τοῦ Φασισμοῦ.
Ἡ 28η Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 δέν ἦτο μία ἁπλῆ πολεμική σύρραξις. Ἦτο ἕνας τιτάνιος ἀγών καί μία ὑπεράνθρωπος ἀντίστασις τῶν Ἑλλήνων κατά τῶν ἀδιστάκτων ἐπιβούλων τῆς ἐλευθερίας αὐτῶν. Ἦτο ἀγών αὐτοθυσίας πρός ὑπεράσπισιν τῆς ἐθνικῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητος, τῆς ἀνεξαρτησίας καί τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν τῶν ἐχουσῶν τήν γενεσιουργόν αὐτῶν αἰτίαν εἰς τήν πίστιν εἰς Χριστόν ἐσταυρωμένον καί ἀναστάντα. “Τῷ δέ Θεῷ χάρις τῷ διδόντι ἡμῖν τό νῖκος διά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ” , (Α´ Κορ. 15, 57), κηρύττει ὁ Ἅγιος Παῦλος.
Πρός τοῦτο ἡ ἡμετέρα Μετριότης, συνοδευομένη ὑπό τῶν σεβαστῶν καί τιμίων μελῶν τῆς Γεραρᾶς Ἁγιοταφιτικῆς ἡμῶν Ἀδελφότητος ὡς καί εὐσεβῶν τέκνων τοῦ Χριστεπωνύμου ποιμνίου ἡμῶν, κατήλθομεν ἐν τῷ Πανιέρῳ Ναῷ τῆς Ἀναστάσεως, ἔνθα εὐχαριστήριον δοξολογίαν ἀνεπέμψαμεν τῷ Ἁγίῳ Τριαδικῷ Θεῷ “τῷ ποιήσαντι θαυμάσια μεγάλα” (Ψαλμ. 135,4) τῷ ἔθνει ἡμῶν.
Προσέτι δέ ἐδεήθημεν ὑπέρ αἰωνίας μνήμης καί μακαρίας ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν ἐν τοῖς ἱεροῖς ἡμῶν ἀγῶσιν ὑπέρ πίστεως καί Πατρίδος ἀγωνισαμένων καί ἐνδόξως πεσόντων Πατέρων καί ἀδελφῶν ἡμῶν.
Ἡ ἐποποιΐα τοῦ 1940 παραμένει ἀνεξάλειπτος εἰς τήν σύγχρονον ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος, διότι κατέδειξεν ἐναργέστατα, ἀφ᾽ ἑνός μέν τό ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως τῆς πίστεως εἰς τόν Θεόν τῆς Δικαιοσύνης, κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Θεολόγον λέγοντα: ” Δίκαιος εἶ, ὁ ὤν καί ὁ ἦν” (Ἀποκ. 16, 5)· ἀφ᾽ ἑτέρου δέ τήν ὕβριν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ὁμοιωθέντος τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις, κατά τόν Προφήτην Ἡσαΐαν ἀναφωνήσαντα: “Ἡμέρα γάρ Κυρίου Σαβαώθ ἐπί πάντα ὑβριστήν καί ἐπί πάντα ὑψηλόν καί μετέωρον”, (Ἡσ. 2,12).
Λέγομεν δέ τοῦτο, διότι ἡ ὕβρις τοῦ Ναζισμοῦ καί τοῦ Φασισμοῦ κατά τῶν θείων ἀκαταλύτων ἀξιῶν, ἀλλά καί κατά τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἐπανεμφανίζεται ἀπό τάς ἀρχάς καί τάς ἐξουσίας τοῦ παρόντος αἰῶνος, μετασχηματιζομένου εἰς δῆθεν πρόοδον καί ἀπελευθέρωσιν: “Οὐ μέγα οὖν εἰ καί οἱ διάκονοι τοῦ πονηροῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης”, (Β´ Κορ. 11, 15), κηρύττει ὁ θεῖος Παῦλος.
Ἡ 28η Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 εἶναι ἡ σημαντική φωνή, διά τῆς ὁποίας διετρανώθη οὐχί μόνον εἰς τήν ἑλληνικήν ἐπικράτειαν ἀλλά καί εἰς τόν ἀπανταχοῦ ἑλληνισμόν τό Ἑλληνοχριστιανικόν καί δή τό Ἑλληνορθόδοξον (Ρούμ Ὀρθοντόξ) φρόνημα, τό ὁποῖον προβάλλει σήμερον ἡ ἑόρτιος αὕτη ἐθνική ἐπέτειος. Τό φρόνημα δέ τοῦτο ἀφορᾷ εἰς τήν ὁμολογίαν πίστεως εἰς τόν Θεόν τῆς δικαιοσύνης καί τῆς εἰρήνης, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν καί τήν ὑπερευλογημένην Θεοτόκον καί Μητέρα Αὐτοῦ, τήν ἀειπάρθενον Μαρίαν.
Ἀξιοσημείωτος καί ἡ πανθομολογουμένη συμβολή τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος ἱερόν ἀγῶνα κατά τῶν εἰσβολέων τοῦ βαρβαρικοῦ ἄξονος διά τῆς ἐνεργοῦς συμμετοχῆς τῶν ἀνωτέρων καί κατωτέρων κληρικῶν αὐτῆς καί δή τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων, τῶν ὁποίων τό φλογερόν καί πατριωτικόν ἐν Χριστῷ κήρυγμα αὐτῶν ἐνεψύχωνεν καί ἐνίσχυεν τό ἀγωνιστικόν φρόνημα τῶν Ἑλλήνων πολεμιστῶν. Περιττόν νά εἴπωμεν, ὅτι μεταξύ τῶν ἡρωϊκῶς πεσόντων ἀγωνιστῶν διακρίνονται οἱ ἀναρίθμητοι διά μαρτυρικοῦ θανάτου ἐκτελεσθέντες ἱερεῖς.
Τό σημερινόν γεγονός τῆς ἐπετείου τοῦ ὄντος ἐνδόξου ἔπους τοῦ 1940 ἑορτάζεται εἰς καιρόν, κατά τόν ὁποῖον σκληρῶς δοκιμάζεται ἡ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς περιοχή ἡμῶν ὑπό πολεμικῶν καί βιαίων συρράξεων. Καί τοῦτο εἰς βάρος “τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης” (Ἐφεσ. 6,15) τοῦ Χριστοῦ τοῦ εἰρηνοποιήσαντος διά τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ Αὐτοῦ, “δι᾽ αὐτοῦ εἴτε τά ἐπί τῆς γῆς εἴτε τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς”, (Κολ. 1,20), κατά τόν σοφόν Παῦλον.
Ἡμεῖς, φύλακες καί διάκονοι ὄντες τῶν ἱερῶν προσκυνημάτων τῶν μαρτυρίων “τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης” δεόμεθα ὅπως “Αὐτός ὁ Κύριος τῆς εἰρήνης δῴη ἡμῖν τήν εἰρήνην διά παντός καί ἐν παντί τρόπῳ”, (Πρβλ. Β´ Θεσ. 3,16).
Αἱ δέ ψυχαί τῶν μαρτύρων ἀδελφῶν καί Πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν τῷ πολέμῳ τοῦ 1940 πεσόντων καί ἀναιρεθέντων, καλοῦν ἡμᾶς ἀφ᾽ ἑνός μέν εἰς ἐπαγρύπνυσιν, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ εἰς διαφύλαξιν τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης τῆς Ἑλληνορθοδόξου ἡμῶν πίστεως καί ἱερᾶς παραδόσεως, “εἰδότες ὅτι εἰς τοῦτο ἐκλήθημεν, ἵνα εὐλογίαν καί εἰρήνην κληρονομήσωμεν” (Πρβλ. Α´ Πετρ. 3,9) κατά τόν Ἀπόστολον Πέτρον.
Κατακλείοντες ἀναβοήσωμεν:
Ζήτω τό “Ὄχι” τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940!
Ζήτω τό εὐσεβές γένος τῶν Ρωμαίων Ὀρθοδόξων!
Ζήτω ἡ Ἑλλάς!
Ζήτω ἡ Ἁγιοταφιτική ἡμῶν Ἀδελφότης!
Ὁμοίως προσεφώνησεν ὁ κ. Γενικός Πρόξενος διά τῆς κάτωθι προσφωνήσεως αὐτοῦ:
“Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί πατέρες και μέλη της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος,
Αξιότιμοι συμπατριώτες και φίλοι,
Αποτελεί πολύτιμο προνόμιο η συμμετοχή μας στην τέλεση της σημερινής δοξολογίας στον Πανίερο Ναό της Αναστάσεως, προς τιμήν της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940. Προς τιμήν εκείνων που αφιερώθηκαν στον πλέον ευγενή αγώνα και θυσιάστηκαν για την ελευθερία και τα ιδανικά των Ελλήνων, αλλά και για τις πανανθρώπινες αξίες που διαχρονικά έχουν συνδεθεί με τη λαμπρότητα του ονόματος της Ελλάδας.
Αυτή την ημέρα, πριν 84 χρόνια, οι φλόγες του φοβερού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που ήδη κατέκαιαν την Ευρώπη, την Βόρεια Αφρική, την Άπω Ανατολή, έφθαναν πλέον στο κατώφλι την Ελλάδας. Τις πρώτες, σκοτεινές ώρες εκείνης της ημέρας, που έμελλε να γραφτεί με χρυσά γράμματα στην Ιστορία, η Ελλάδα παραλάμβανε ένα αδυσώπητο τελεσίγραφο από μία από τις πανίσχυρες δυνάμεις του Άξονα, ο οποίος είχε ήδη καθυποτάξει μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Ανατρέχοντας κανείς σε εκείνες τις στιγμές, όπως εξιστορούνται από όσους τις έζησαν, συγκλονίζεται από την δραματική τους διάσταση. Στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ένα αυτοκίνητο με διπλωματικές πινακίδες ήλθε και σταμάτησε μπροστά σε μια μάλλον δωρική κατοικία, στην Κηφισιά. Μπορεί κανείς να την επισκεφθεί και σήμερα. Το αυτοκίνητο ήταν του Πρέσβεως της Ιταλίας και η κατοικία του Πρωθυπουργού της Ελλάδας. Ξαφνιασμένος ο φρουρός χτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι από τη σκοπιά του για να ειδοποιήσει. Όλοι στο σπίτι κοιμούνταν. Τελικά, ξυπνώντας ο Πρωθυπουργός και απορημένος για το ασυνήθιστο της ώρας, κατέβηκε ο ίδιος στον κήπο. Αναγνωρίζοντας τον επισκέπτη του, κατάλαβε. Η Ιστορία, για άλλη μία φορά, καλούσε την Ελλάδα να μετρηθεί.
Ο Πρωθυπουργός προσεκάλεσε τον Πρέσβυ να περάσει μέσα. Κάθισαν σε ένα πολύ απλό σαλονάκι. Η σύντομη συνομιλία που ακολούθησε καταγράφεται με λεπτομερή και δραματικό τρόπο στα απομνημονεύματα του Ιταλού Πρέσβεως. Το τελεσίγραφο που επέδιδε απαιτούσε να επιτραπεί σε ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις να εισέλθουν στην Ελλάδα και να καταλάβουν διάφορα σημεία στρατηγικής σημασίας που δεν διευκρινίζονταν. Ισοδυναμούσε με απαίτηση παραίτησης της Ελλάδας από την ανεξαρτησία και κυριαρχία της. Σιωπηλός, ο Έλληνας Πρωθυπουργός διάβασε προσεκτικά την διακοίνωση. Και με απόλυτη σταθερότητα παρατήρησε ότι σήμαινε πόλεμο, αρνούμενος να εξετάσει οιαδήποτε άλλη επιλογή, παρά την επιμονή του συνομιλητή του. Τέλος, ο Πρωθυπουργός συνόδευσε τον Πρέσβυ στην έξοδο και τον αποχαιρέτησε, λέγοντάς του μόνο «είσθε οι πιο δυνατοί», σαν να έκανε απλώς μια εκτίμηση για τον αγώνα που άρχιζε. Στα απομνημονέυματά του, ο Πρέσβυς καταλήγει ότι, τη στιγμή εκείνη, μίσησε το επάγγελμά του. Και υπεκλίθη με σεβασμό στον γέροντα που στεκόταν εμπρός του, ο οποίος, την υπέρτατη ώρα της κρίσης, με νηφαλιότητα και αξιοπρέπεια είχε εκφράσει την βούληση του έθνους του να διαλέξει τον δρόμο της θυσίας από τον δρόμο της ατίμωσης.
Για την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας μας δεν υπήρχε αμφιβολία ότι, εάν η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με ένα μέλος του Άξονα, αργά ή γρήγορα θα είχε να αντιμετωπίσει συνδυασμένη όλη τη συντριπτική ισχύ του. Ο ελληνικός λαός το καταλάβαινε επίσης. Και όμως, παρά την τεράστια διαφορά δύναμης, ουδέποτε τέθηκε σοβαρά ζήτημα να παραιτηθεί από την ανεξαρτησία και τα δίκαιά του. Η είδηση της έναρξης του πολέμου έγινε δεκτή με υπερηφάνεια, με αυτοπεποίθηση, με αποφασιστικότητα για την υπεράσπιση της Πατρίδας. Την ατμόσφαιρα περιγράφει εύγλωττα ο Άγγελος Τερζάκης, στην «Ελληνική Εποποιΐα» του: «Διαφορετικό είχε πέσει να κοιμηθεί το έθνος τη νύχτα που πέρασε, διαφορετικό ξυπνούσε τώρα…Κι ο καθένας, ο πιο ταπεινός, ένιωθε να ξυπνάει μέσα του μια επίγνωση πως τρεις χιλιάδες χρόνια τον καλούν με τ’ όνομά του να τα δικαιώσει, να τα υπερασπίσει. Η Ιστορία έπαυε να είναι λόγια των σχολικών βιβλίων και των πανηγυρικών λόγων, γινόταν πράξη ζωής… Η εκλογή της Μοίρας ήταν βαρειά, αλλά για τούτο και η τιμή πολύ μεγάλη». Ασυγκράτητος ο ενθουσιασμός και στις ελληνικές παροικίες. Στην Κωνσταντινούπολη, στην Κύπρο, στην Αίγυπτο, εδώ στα Ιεροσόλυμα, Έλληνες στρατεύσιμοι και εθελοντές παρουσιάζονταν στις προξενικές αρχές, ζητώντας να πάνε στην Ελλάδα να πολεμήσουν. Η γενναιότητα με την οποία διατυπώθηκε η απόλυτη άρνηση στη βάναυση απαίτηση για υποταγή γινόταν παράδειγμα παγκόσμιο και άλλαζε το ήθος του Πολέμου.
Την δύσκολη ώρα, την ώρα της ιστορικής κρίσης και της γυμνής αλήθειας, που δεν μπορεί να καλυφθεί με δικαιολογίες και ρητορικά σχήματα, η Ελλάδα και οι πολίτες της, αντιμέτωποι με την πλέον αντίξοη και δυσοίωνη πραγματικότητα, επέλεξαν χωρίς δισταγμό την δύσκολη οδό της αξιοπρέπειας και της τιμής. Αυτό είναι το υπέρτατο νόημα της σημερινής εορτής. Γι΄ αυτό στην Ελλάδα, μόνη ίσως από όλες τις χώρες του κόσμου, εορτάζουμε την επέτειο της ημέρας που εισήλθε αμυνόμενη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις οδυνηρές δοκιμασίες που υπέστη στη συνέχεια.
Υπάρχει, ωστόσο, ένα ακόμη σημαντικό δίδαγμα από τη σημερινή επέτειο. Δεν ήταν μόνο το υψηλό φρόνημα και η προσήλωση στις αρχές της που επέτρεψαν στην Ελλάδα να γράψει νέες λαμπρές σελίδες στην Ιστορία της και να φανεί αντάξια του αιώνιου παραδείγματός της στον αγώνα για την ελευθερία. Ήταν και η ψύχραιμη και συστηματική προπαρασκευή που είχε προηγηθεί, εν όψει της λαίλαπας που πλησίαζε. Μπαίνοντας στον πόλεμο, η Ελλάδα ήταν μικρότερη, πτωχότερη, ασθενέστερη από τον αντίπαλο, τραυματισμένη από τη Μικρασιατική Καταστροφή και από εσωτερικές πολιτικές αναταράξεις. Αλλά δεν ήταν απροετοίμαστη. Το προηγούμενο διάστημα, η χώρα, με όσες δυνάμεις διέθετε, ετοιμαζόταν μπροστά στον κίνδυνο, ανασυγκροτώντας τις ένοπλες δυνάμεις της και προετοιμάζοντας ένα υποδειγματικό σχέδιο ταχείας επιστράτευσης. Τους μήνες που είχαν προηγηθεί της έναρξης του πολέμου, αντιμετώπιζε με λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς τις κλιμακούμενες προκλήσεις των αντιπάλων της, που έφθασαν στο αποκορύφωμά τους με τον τορπιλισμό του ελληνικού πολεμικού πλοίου «Έλλη», μέσα στο λιμάνι της Τήνου, ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο του 1940. Έτσι ώστε να είναι στην καλύτερη δυνατή θέση, όταν θα έφθανε η ώρα του αγώνα.
Το δίδαγμα αυτό είναι επίσης σημαντικό, καθώς εξακολουθούμε να διανύουμε νέα περίοδο διεθνούς αναταραχής και προκλήσεων. Καθώς εορτάζαμε πέρυσι την ίδια ημέρα, η φονική σύγκρουση στην Γάζα ήταν στην τρίτη εβδομάδα της. Ένα χρόνο μετά, όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά έχει διαχυθεί στην ευρύτερη περιοχή. Αυτόν τον δύσκολο χρόνο, έχουμε δοκιμασθεί με κινδύνους, με ανασφάλεια, με απώλειες. Στην Γάζα, η Μονή του Αγίου Πορφυρίου εξακολουθεί αποκλεισμένη να παρέχει καταφύγιο, στέγη και τροφή σε εκατοντάδες αμάχους. Θα συνεχίσουμε να να διερχόμαστε μαζί αυτή την δοκιμασία, η δε υποστήριξη της Ελλάδας θα παραμείνει αταλάντευτη.
Αντιμέτωποι με τις δύσκολες αυτές συνθήκες και έως ότου η Ειρήνη επιστρέψει, ας συνεχίσουμε να ακολουθούμε τα διδάγματα της σημερινής ημέρας, την ενότητα, την ομοψυχία, την οργανωμένη συνεργασία και προπαρασκευή και προ πάντων την προσήλωση στις αρχές και στις αξίες μας, που παραμένουν εξίσου ασφαλείς οδηγοί σήμερα, όπως και εκείνο το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940.
Χρόνια πολλά. Ζήτω η Ελλάδα”.
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας