Διηγήθηκαν για τον αββά Μακάριο τον μεγάλο ότι, περπατώντας κάποια φορά στην έρημο, βρήκε παραπεταμένο πάνω στο χώμα ένα κρανίο νεκρού.
Το κούνησε λίγο με το φοινικένιο ραβδί του λέγοντάς του: «Συ, ποιος είσαι; Αποκρίσου με».
Το κρανίο του μίλησε και είπε: «Εγώ ήμουν αρχιερέας των ειδωλολατρών που παρέμειναν σ’ αυτόν τον τόπο, κι εσύ είσαι ο αββάς Μακάριος που έχει μέσα σου το άγιο Πνεύμα. Όποια ώρα λοιπόν σπλαχνίζεσαι αυτούς που είναι στην κόλαση, παρηγορούνται λίγο».
Τον ρωτάει ο αββάς Μακάριος: «Και τι λογής παρηγοριά έχουν;».
Και απαντά το κρανίο: «Όση είναι η απόσταση μεταξύ ουρανού και γης, τόση είναι η φωτιά κάτω από μας. Καθώς λοιπόν στεκόμαστε μέσα στη φωτιά από το κεφάλι ως τα πόδια, δεν είναι δυνατόν ο ένας να δει το πρόσωπο του άλλου, γιατί η ράχη του ενός είναι κολλημένη στη ράχη του άλλου. Όταν όμως προσεύχεσαι για μας, βλέπει εν μέρει ο ένας το πρόσωπο του άλλου».
Έκλαψε τότε ο Γέροντας και είπε: «Αλλοίμονο στην ημέρα που γεννήθηκε ο άνθρωπος, εάν αυτή είναι η παρηγοριά της κόλασης».
Τον ξαναρωτάει ο Γέροντας: «Υπάρχει άλλο χειρότερο βάσανο απ’ αυτό;».
Και λέει το κρανίο: «Το μεγαλύτερο βάσανο είναι κάτω από μας».
«Και ποιοι είναι σ’ αυτό;», ρωτά ο Γέροντας.
«Εμείς – απαντά το κρανίο – που δεν γνωρίσαμε τον Θεό, βρίσκουμε έστω λίγο έλεος. Εκείνοι όμως που γνώρισαν τον Θεό και τον αρνήθηκαν και δεν έκαναν το θέλημά του, αυτοί είναι που βρίσκονται κάτω από μας».
Μετά απ’ αυτά, πήρε ο Γέροντας το κρανίο του, το έθαψε στη γη και συνέχισε τον δρόμο του.
Έλεγε δε, συχνά, ο αββάς Μακάριος, μετά από το γεγονός που συνάντησε: «Να προσέχετε πάντες, να προσέχουμε πάντες. Η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται. Απαιτείται κόπος πνευματικός και αγάπη πολλή, αυταπάρνηση, κούραση και ιδρώτας πνευματικός και σωματικός για να δούμε το Πρόσωπο του Χριστού μας. Μετά ανέσεως δεν πηγαίνεις στον Παράδεισο, αλλά με κόπους και θυσίες, με κοπετούς και θρήνους, με στερήσεις και αγρυπνίες πολλές…».
Και συμπλήρωνε ο Όσιος του Θεού, με παράπονο: «Αχ, και να ξέραμε τι γίνεται μετά το θάνατο, πόσο μάς πολεμούν και εχθρεύονται οι δαίμονες! Δεν θα αφήναμε ημέρα να πάει χαμένη επί της γης, που να μην πράξουμε απολύτως το θείο θέλημα».