Τῷ καιρῷ εκείνω, ἄρχων τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου.
Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
Νεοελληνική Απόδοση:
Τον καιρό εκείνο, κάποιος άρχων προσήλθε στον Ιησού και τον ερώτησε, «Διδάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω διά να κληρονομήσω ζωήν αιώνιον;». Ο Ιησούς του είπε, «Γιατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνος ο Θεός. Τας ξέρεις τας εντολάς, Να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μην κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Εκείνος δε είπε, «όλα αυτά τα εφύλαξα από την νεανική μου ηλικία».
Όταν άκουσε αυτό ο Ιησούς είπε, «Ένα ακόμη σου λείπει· πώλησε όλα όσα έχεις και μοίρασέ τα εις τους πτωχούς και θα έχεις θησαυρό εις τους ουρανούς και έλα, ακολούθησέ με». Αλλ’ αυτός όταν το άκουσε, ελυπήθηκε πολύ, διότι ήτανε πολύ πλούσιος. Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσον λυπημένο, είπε, «Πόσο δύσκολο είναι δι’ εκείνους που έχουν τα χρήματα να μπουν εις την Βασιλεία του Θεού. Είναι ευκολότερο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας παρά να μπει ένας πλούσιος εις την Βασιλεία του Θεού».
Εκείνοι που το άκουσαν είπαν, Τότε ποιος μπορεί να σωθή;». Αυτός δε είπε, «Εκείνα που είναι αδύνατα εις τους ανθρώπους, είναι δυνατά εις τον Θεόν».