Μετά την πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντίου), κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, παρατηρείται ευρέως στον ελλαδικό χώρο το σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο-δομή του “κλεφταρματωλισμού”.
Οι “κλέφτες” ήταν ένοπλες ομάδες που αποσύρονταν σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές, συνήθως για να αποφύγουν τη βαριά φορολογία των Τούρκων και των Κοτζαμπάσηδων. Η επίσημη κατακτητική εξουσία προσπαθούσε να υποτάξει το κλέφτικο στοιχείο με διάφορους τρόπους. Ο πλέον αναίμακτος ήταν το να προσφέρει στους ενόπλους κάποια εδαφική έκταση με μία σχετική αυτονομία, το ονομαζόμενο “αρματωλίκι”. Συχνά λοιπόν οι “κλέφτες” γίνονταν “αρματωλοί”, αλλά και οι “αρματωλοί” πολλές φορές επέστρεφαν στην “κλέφτικη” παρανομία.
Απ’ ό,τι φαίνεται και από τη δημοτική ποίηση, οι “κλέφτες” είχαν σταδιακά γίνει ένας ηρωικός θρύλος στη συνείδηση των καταπιεσμένων λαών. Σημειωτέον ότι το φαινόμενο δεν υπήρξε μόνον στον ελλαδικό χώρο. Παρόμοιες ομάδες συναντάμε σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο, όπως για παράδειγμα στην τουρκοκρατούμενη Σερβία, τους ονομαζόμενους Χαιντούκους (Hajduk). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ομάδες αυτές ενσάρκωναν τον θρύλο του Ρομπέν των Δασών, ο οποίος σύμφωνα με τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη θα μπορούσε να είναι ένας ορθόδοξος επαναστάτης! (βλ. στο έργο του «The cure of the neurological sickness of religion»). Φυσικά η πραγματικότητα δεν ήταν πάντα τόσο επική και ρομαντική, όπως στον θρύλο του Ρομπέν.
Ενας τέτοιος περιβόητος “κλέφτης” και “αρματωλός” ήταν και ο Νίκος Τσάρας, γνωστότερος ως Νικοτσάρας. Ο Κωνσταντίνος Ζησίου, φιλόλογος και συγγραφέας, αναφέρει περίφημους “κλέφτες” της περιόδου της τουρκοκρατίας.
Γράφει λοιπόν: «Οι επισημότεροι εξ αυτών υπήρξαν από το 1479 επί είκοσι έτη ο Κροκόδειλος Κλαδάς, το 1585 ο Θεόδωρος Μπούας Γρίβας, ο Πούλιος Δράκος και ο Μαλάμος, το 1686 ο Κούρμας, ο Λιβίνης, ο Μεϊτάνης, ο Σουμίλας, το 1769 οι Γριβαίοι και ο Μητρομάρας, το 1790 ο Ανδρίτσος και το 1808 ο Παπαθύμιος Βλαχάβας (…). Επίσημοι ωσαύτως υπήρξαν ο Γιάννης Μπουκουβάλας Κατσαντώνης διά τους ενδόξους αγώνας των και ο Νικοτσάρας διά τα ναυτικά τρόπαια και την πολυθρύλητον αυτού εκστρατείαν.
Ο Νικοτσάρας, εξίσου ικανός και ετοιμοπόλεμος σε στεριά και σε θάλασσα, γεννήθηκε το έτος 1774 «εις το κατά τας υπωρείας του (όρους Ολυμπος) χωρίον Γιαννωτά… ο υιός του αρματωλού καπετάν (Πάνου) Τσάρα… Ο καπετάν (Πάνος) Τσάρας είχε το αρματωλίκι του Βλαχολειβάδου».
Μετά την δολοφονία του πατρός του Πάνου Τσάρα, ο Νικοτσάρας κατάφερε να αναλάβει το αρματωλίκι του Βλαχολειβάδου. Πήρε μέρος με την ομάδα του σε πολλές συμπλοκές. Ξεκίνησε με πολυμελή συνοδεία να βοηθήσει τον Καραγεώργη στην εξέγερσή του στη Σερβία, αλλά δεν κατάφερε να φτάσει εκεί. Οι Τούρκοι τον κυνήγησαν και τον εγκλώβισαν στο Πράβι, όπου έγινε μεγάλη μάχη. Για την κίνησή του αυτή, να βοηθήσει τον Καραγεώργη, ο Αλή-πασάς του αφήρεσε το αρματωλίκι του Βλαχολειβάδου. Εξέπνευσε, κατά τον Μωραϊτίδη, τον Ιούλιο του έτους 1808 σε ηλικία 36 ετών και ετάφη πλησίον της μονής του Ευαγγελισμού Σκιάθου, χαμηλά στο ρέμα της Αγαλλιανούς.
Οι περιστάσεις της εποχής, το κυνήγι που εξαπέλυσε ο Αλή-πασάς εναντίον των κλεφταρματωλών, οδήγησαν πολλούς εξ αυτών να ζητήσουν καταφύγιο στη νήσο Σκιάθο. Την περίοδο αυτή στη Σκιάθο μεσουρανεί ο παπα-Νήφων και η ιερά μονή του, η μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Σκιάθου, «στης Αγαλλιανούς το πλατανοφύτευτο ρεύμα».
Πρόκειται περί του οσίου Νήφωνος του Χίου, ενός εκ των “φυγάδων” μοναχών του Αγίου Oρους επί της “κολλυβαδικής έριδος”. Μετά τη φυγή τους εξ Αγίου Oρους ο Oσιος εγκαταβίωσε «επί βραχύ» σε διάφορες νήσους του Αιγαίου πελάγους. Ο πρώτος μεγάλος σταθμός ήταν επί 20ετία η νήσος Ικαρία και ο δεύτερος επί 15ετία η νήσος Σκιάθος, όπου και εκοιμήθη οσιακώς. Ευλαβείτο πολύ την Υπεραγία Θεοτόκο. Αξίζει να σημειωθεί η θεοτοκοφιλής λεπτομέρεια που διασώζει ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης: «Ο παπα-Νήφων, καθ’ α παρελάβομεν, έχων μεγάλην ευλάβειαν προς την Θεοτόκον και ιδίως προς τον Θείον αυτής Ευαγγελισμόν, όλας τας μονάς του, ας έκτισεν, είχε καθιερώσει εις μνήμην της μεγάλης αυτής εορτής. Συνήθιζε δε ο ίδιος κατά την ιεράν αγρυπνίαν της εορτής να βάλη την ανάγνωσιν, αναγινώσκων από χειρογράφου τον ωραιότατον πανηγυρικόν της εορτής Λόγον Γερμανού του Νέου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, συντεθειμένον διαλογικώς μεταξύ της Κυρίας Θεοτόκου και του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, ου το χειρόγραφον είδομεν σωζόμενον ακόμη εν τω Σκευοφυλακείω της Μονής».
Ενα θαυμαστό περιστατικό έλαβε χώρα σε αυτό το ιερό κοινόβιο του Ευαγγελισμού της Σκιάθου, με κύριους πρωταγωνιστές τον όσιο Νήφωνα τον Χίο και τον «των ληστών καθηγούμενο, αιμοβόρο Τζάρα». Η μεταστροφή πολλών «από τα παλληκάρια των αρματωλών» μετά από τις συμβουλές του παπα-Νήφωνα να αφήσουν την κλέφτικη ζωή και να κάνουν οικογένειες ζώντας χριστιανικά, εξόργισε τον θερμόαιμο Νικοτσάρα. Ετσι αυτός προτίμησε «να σφάξει τον πνευματικόν» παρά να χάσει τους πολεμιστές του.
Το περιστατικό αυτό μνημονεύεται κατ’ αρχάς υπό του Σαμίου ιερομονάχου Ισιδώρου Κυριακόπουλου, βιογράφου του οσίου Νήφωνος και ηγουμένου της μονής Ευαγγελισμού Ικαρίας, της οποίας κτήτωρ υπήρξε ο όσιος Νήφων, και κατά δεύτερον υπό του Σκιαθίτη διηγηματογράφου Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου, του μετέπειτα μοναχού Ανδρονίκου. Θα παραθέσουμε κατ’ αρχάς τη γλαφυρή διήγηση του Αλ. Μωραϊτίδου, που προέρχεται από το πόνημά του «Με του Βορηά τα κύματα, σειρά Δ΄» και στη συνέχεια την πιο αδρή, αλλά και ιστορικά πιο πιστή διήγηση του Ισιδώρου Κυριακόπουλου. Παρ’ όλη τν χρονική απόσταση των δύο κειμένων τα κεντρικά σημεία της διηγήσεως είναι κοινά.
*
Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου, «Με του Βορηά τα κύματα, σειρά Δ΄», σελ. 59-62:
Αρματωλοί και κλέπται. – Παπα-Νήφων και Νικοτσάρας
– Αγνωστον θαυμαστόν επεισόδιον:
«… Κατά τους χρόνους αυτούς οπού εκτίσθη το ιερόν Κοινόβιον του Ευαγγελισμού, η Σκίαθος, κειμένη εγγύς Θεσσαλίας και Μακεδονίας, κατέστη το κοινόν ορμητήριον των περιωνύμων της Στερεάς Ελλάδος αρματωλών, Σταθά, Βλαχάβα, Νικοτσάρα, και άλλων, οίτινες καταδιωκόμενοι υπό των Τούρκων και μάλιστα υπό του Αλή-πασά, κατέφευγον εις Σκίαθον με όλα τα παλληκάρια των και έμενον εκεί. Ετροφοδοτούντο δε συνήθως υπό του ευπορούντος Κοινοβίου του Ευαγγελισμού, το οποίον παρείχεν εις αυτούς αγογγύστως άρτους, κρέατα, τυρούς και οίνον. Εάν κατά τους χρόνους εκείνους διέπρεψαν πλείστοι Ελληνες εις άλλα μέρη της ελληνικής Πατρίδος λαβόντες επίσημα βραβεία της φιλοπατρίας των, με το να δαπανήσουν τας στέρνας του χρυσίου των διά την ελευθερίαν της Ελλάδος, ένα εκ των πρώτων βραβείων ανήκει και εις την Μονήν του Ευαγγελισμού, προηγηθείσαν εις τας ιεράς θυσίας, πριν έτι αναλάμψη η πυρκαϊά της Μεγάλης Επαναστάσεως.
Τότε, λοιπόν, εις τους δεινούς εκείνους χρόνους, οπού οι νησιώται μετά δισταγμών επλησίαζον τους παραχειμάζοντας εκείνους Καπετανέους, αι δε Σκιαθίτισσαι μετά τρόμου πολλού, καμμιά φορά, κατέβαινον εις τον Κάμπον να επισκεφθούν τους αμπελώνας των, έτρεμον προς πάσαν κίνησιν θάμνου, φανταζόμεναι ελλοχεύοντα εκεί Κλέφτην ή Λιάπην. Τότε ο Αλή-πασάς ορκισθείς να πνίξη εις το αίμα τον πλήρη κλεφτών Ολυμπον, απέστειλεν εις Μακεδονίαν τον αιμοχαρή υιόν του Μουχτάρ πασάν, φρυάττων διά τας νίκας των αρματωλών, όστις κατανικήσας αυτούς ηνάγκασε τους καταδιωχθέντας αποινώς από την Θεσσαλίαν να καταφύγουν εις Σκίαθον, εν οις οι αρχηγοί Νικοτσάρας, Σταθάς, και Βλαχάβας και άλλοι. Και έμενον εκεί.
Κατά το διάστημα εκείνο πολλά από τα παλληκάρια των αρματωλών, αναβαίνοντα εις το μοναστήριον του Ευαγγελισμού, εκκλησιάζοντο, εξωμολογούντο εις τον παπα-Νήμφωνα, ετραπεζώνοντο και εκαλοπερνούσαν.
Ο παπα-Νήφων κατά την εξομολόγησιν συνεβούλευε βέβαια τους κλέφτας, να παύσωσι τας δηώσεις και ληστείας, έστω και προς Τούρκους γινομένας, να ακολουθώσι δε μίαν χριστιανικήν ζωήν, και να προτιμήσουν αντί του πλάνητος βίου εκείνου οπού ήτο γεμάτος κινδύνους και φόβους, να αποκατασταθώσιν εις τα ελληνικά χωρία και να διάγουν του λοιπού ζωήν ειρηνικήν. Πολλοί τούτων επείθοντο εις τας πνευματικάς συμβουλάς του αγίου εκείνου πνευματικού, και ήρχοντο εις γάμον, αποκαθιστάμενοι ειρηνικοί πολίται, τινές δε έγιναν και μοναχοί εις το Κοινόβιόν του.
Ο Νικοτσάρας βλέπων τας τάξεις των μαχητών του αραιουμένας και μαθών τα καθέκαστα, αναβαίνει μίαν πρωίαν εις την Μονήν πλήρης θυμού και οργής, με την απόφασιν να σφάξη τον πνευματικόν. Προχωρεί κατ’ ευθείαν εις το χθαμαλόν, ισόγειον σχεδόν, κελλίον του Γέροντος, κείμενον εις την βορειοανατολικήν γωνίαν της αρχικής μονωρόφου πτέρυγος, διπλούν δε. Ανοίγει την εξώθυραν και προβαίνει εις το δεύτερον κελλίον, με γυμνήν την σπάθην, δεινά βουλευσάμενος. Πλησιάζει και ακροάται. Και κρυφοκυττάζει από την οπήν των κλείθρων. Ο παπα-Νήφων, καθήμενος επί του απλουστάτου ασκητικού του διβανίου, διπλοπόδι, ως συνήθως τους χρόνους εκείνους, είχεν ανοικτήν επάνω εις τα γόνατά του την Φιλοκαλίαν των Πατέρων, έναν ογκώδη τόμον της ιεράς Νηπτικής, άρτι εκδοθέντα, και ανεγίνωσκεν, αφιερωμένος όλος εις τούτο ψυχή και σώματι, εντρυφών ούτως ειπείν με τα εύμορφα φιλοσοφικά λόγια των Νηπτικών Πατέρων. Μόλις είχε τελειώσει ο όρθρος. Ητο άνοιξις. Ευωδία από ποικίλα αγριολούλουδα και από τους λαχανοκήπους άρρητος ανήρχετο από το ρεύμα κάτω της Αγαλλιανούς.
Από το ένα παράθυρον εφαίνετο μία πτυχή μικρά του Μακεδονικού πελάγους ήρεμος και γαληνιώσα. Από το άλλο δύο αηδόνες μέσα εις τα φυλλώματα των πλατάνων της μεγάλης κάτω Δεξαμενής έστελνον το κελάηδισμά των ως έναν ευφρόσυνον χαιρετισμόν προς τον αγιώτατον εκείνον ηγούμενον του Κοινοβίου.
Ο Νικοτσάρας ασυγκίνητος από όλα αυτά, φιλόπατρις μεν αλλά από μίαν αιμοχαρή φιλοπατρίαν απορροφημένος, ανοίγει βιαίως την θύραν και λαμβάνει μίαν αγρίαν κατεύθυνσιν ξιφήρης κατά του πνευματικού, όστις ουδέ τον αντελήφθη καν. Αλλ’ αίφνης μόλις διεσκέλισε το κατώφλιον του κελλίου, αστραπή μία φεγγολαμπής εθόλωσε τα βλέμματά του, το ξίφος πίπτει από τας χείρας του, και σαν να είδε -έτσι του εφάνη καθώς έλεγεν έπειτα- τον αρχάγγελον Μιχαήλ με την αστράπτουσαν ρομφαίαν του· και ιδού πεσών εγδούπησεν επί του σανιδώματος ολότυφλος, ολολύζων.
Ο παπα-Νήφων αντιληφθείς τότε τον γδούπον του καταπεσόντος αρματωλού, ηγέρθη ατάραχος και γαληνιών όλος. Λαμβάνει από την χείρα τον Νικοτσάραν και τον ανεγείρει τυφλόν.
Ο Νικοτσάρας αισθανθείς εαυτόν εκτός κινδύνου, εξομολογείται πάραυτα τον αποτρόπαιον σκοπόν του, ο δε αμνησίκακος πνευματικός τον θεραπεύει με την ευλογίαν του, τον ενισχύει με τας καλάς συμβουλάς του· όστις γονυπετήσας και καταφιλήσας τους πόδας του αγίου ανδρός απήλθε, χωρίς ποτέ πλέον ούτε να σκεφθή καν να βλάψη ή ζημιώση ούτως ή άλλως το ιερόν εκείνο Κοινόβιον, όπου εζούσαν άγιοι θαυματουργοί».
*
Ακολουθεί περιγραφή του ιδίου περιστατικού, όπως αδρότερα το περιγράφει ο βιογράφος του οσίου Νήφωνος, ιερομόναχος Ισίδωρος Κυριακόπουλος. Η βιογραφία του Οσίου δημοσιεύθηκε το πρώτον στα «Ικαριακά» του Επαμεινώνδα Σταματιάδου, το έτος 1893.
*
Ιερομ. Ισιδώρου Κυριακόπουλου, «Ικαριακά», σελ. 90-91:
«Και τούτο δε περί αυτού (οσίου Νήφωνος) είρηται, ότι πολλάκις λησταί, αποπειραθέντες αποκτείναι αυτόν, ουκ ίσχυσαν και μάλιστα ο των ληστών καθηγούμενος αιμοβόρος Τζάρας, ος, σκανδαλισθείς πότε κατ’ αυτού, διότι εδίδασκε τους τούτου οπαδούς ιν’ αποστώσι της ανοσιουργίας και διάγωσι βίον έντιμον, διαβεβαιούμενος αυτούς πλην του ότι και την ψυχήν απολέσουσιν, αλλά και θάνατον κακόν εν τω κόσμω έξουσι, πρώτου του Τζάρα δίκην αποδώσοντος, εάν μη μετανοήση· κατήντησε δε εις τηλικούτον θηριωδίας ο αλάστωρ ούτος, ώστε όταν ηχμαλώτευε τινά και παρ’ αυτού ουκ ελάμβανεν όσα απήτει λύτρα, ανοίγων μίαν των φλεβών αυτού, έπινε το αίμα και ούτως εθανάτωνεν αυτόν. Ούτος τοίνυν σκανδαλισθείς κατά του μακαρίου, διδάσκοντος τους οπαδούς αυτού ίνα απορρίψωσι το βαρύ φορτίον του σατανά, όπερ εφορτώθησαν, και άρωσι τον χρηστόν του Χριστού ζυγόν και το ελαφρόν αυτού φορτίον, ηκόνισε την μάχαιραν και απήλθεν αποφασιστικώς εις Σκίαθον ίνα θανατώση αυτόν. Ατειχίστου δε της μονής ούσης, ήλθε, την σπάθην εν χειρί φέρων, και την θύραν του κελλίου του μακαρίου έκρουσεν· ανοίξαντος δε του θεοφρουρήτου Νήφωνος ταύτην, ο Τζάρας είδε φως υπέρλαμπρον αμφικαλύπτον αυτόν, όθεν και υπό τοσαύτης κατεσχέθη δειλίας, ώστε άφησεν ίνα καταπέση εκ των χειρών αυτού η μάχαιρα. Τον σκοπόν του ανοσίου κατανοήσας ο όσιος, πρώτον μεν μετά πολλής ευμενείας περιεποιήθη αυτόν, είτα δε είπε και κατά πρόσωπον αυτώ όσα πρότερον ετέροις περί αυτού έλεγεν· ο δε, ου μόνον τον γέροντα εσεβάσθη, αλλά και υπεσχέθη ίνα μηδέποτε μοναστήν βλάψη. Εξακολουθούντος όμως και εις το μετέπειτα τον αυτόν βίον και απελθόντος ίνα ληστεύση την αντίπερα Ζαγουράν, έρριψαν κατ’ αυτού σφαίραν μετά σύρματος, ήτις διέσχισε την κοιλίαν αυτού, τα δε εκ ταύτης εκχυθέντα έντερα εν τη φουστανέλλα περιλαβών εκείνος, έδραμε προς το πλοίον, κραυγάζων:
«Λάβετέ με εις το πλοίον ίνα μη την κεφαλήν μου οι εχθροί αποτάμωσι και παραλάβωσι». Και μετήνεγκον μεν οι εταίροι τον ταλαίπωρον εν τω πλοίω, αλλά μετά μικρόν εκείνος εξέπνευσε και το σώμα αυτού κομισθέν εις την Σκίαθον, ετάφη αυτόθι, πληρωθείσης ούτω της περί του ανθρώπου προφητείας του Νήφωνος».
*
Ο Μωραϊτίδης, σε υποσημείωση, αισθάνεται την ανάγκη να γνωστοποιήσει την πηγή της διηγήσεώς του, αφ’ ενός μεν λόγω της μεγάλης χρονικής αποστάσεως μεταξύ του περιστατικού και της καταγραφής του, αφ’ ετέρου δε για το θαυμαστό του περιεχομένου της· γράφει: «Το θαυμαστόν αυτό επεισόδιον μοι αφηγήθη ένας πνευματικός της Μονής Πάτμου, ο παπα-Νικόδημος, όστις επισκεφθείς πότε την Μονήν (Ευαγγελισμού) της Ικαρίας, ήκουσεν αυτό κατά τινά αγρυπνίαν, ότε ανεγινώσκετο επισήμως ο βίος του παπα-Νήφωνος, ον ως άγιον εορτάζουσιν εν Ικαρία».
Είναι βέβαιον ότι ο «επισήμως αναγινωσκόμενος βίος του παπα-Νήφωνος» είναι ο βίος του ιερομονάχου Ισιδώρου. Πρώτον, διότι δεν μας είναι γνωστός κάποιος άλλος βίος του οσίου Νήφωνος και δεύτερον, διότι ο Ισίδωρος διετέλεσε ηγούμενος της εν Ικαρία μονής του Ευαγγελισμού.
Ο Αλέξανδρος-Ανδρόνικος Μωραϊτίδης βασίστηκε στην βιογραφία του ηγουμένου Ισιδώρου, όπως αυτή του γνωστοποιήθηκε υπό του «παπα-Νικόδημου» προφορικώς, την οποίαν εμπλούτισε με κάποιες “αναγκαίες” διηγηματικές προσθήκες. Χαρακτηριστικότερη όλων είναι η λεπτομέρεια της αναγνώσεως της «Φιλοκαλίας», του πλέον αντιπροσωπευτικού έργου των ησυχαστών της περιόδου της τουρκοκρατίας.
Ο όσιος Νήφων ο Χίος, όπως και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας, δεν παρέβλεπαν τις δυσκολίες των υπόδουλων Ορθοδόξων Χριστιανών, όμως δεν έμεναν μόνον στην πράγματι πολύτιμη κοσμική ελευθερία, αλλά συνεχώς τους προέτρεπαν να «αναβαίνουν αναβάσεις προθύμως», «να απορρίψωσι το βαρύ φορτίον του σατανά, όπερ εφορτώθησαν, και άρωσι τον χρηστόν του Χριστού ζυγόν και το ελαφρόν αυτού φορτίον». Χαρακτηριστική είναι η ομοιότητα της διδαχής του οσίου Νήφωνος με αυτήν ενός άλλου μεγάλου Αγιορείτου αγίου της τουρκοκρατίας, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, «προδρόμου της φιλοκαλικής αναγεννήσεως».
Λέγει ο πατρο-Κοσμάς: «Και άμποτες να ευσπλαχνισθή ο Κύριος και να συγχωρήση τα αμαρτήματά σας, και να φυτεύση και να ριζώση εις την καρδίαν σας τα θεία λόγια ταύτα, να απεράσετε και εδώ καλά, ειρηνικά και ηγαπημένα, και μετά ταύτα να σας αξιώση να πηγαίνετε εξωμολογημένοι, κοινωνημένοι και διορθωμένοι να κατοικήσετε εις τον παράδεισον, εις την πατρίδα μας την αληθινήν και αιώνιον, να χαίρεσθε πάντοτε με τους αγγέλους και με τους αρχαγγέλους, και να ευφραίνεσθε μαζί με τους Προφήτας, με τους Αποστόλους, με τους Μάρτυρας, με τους Ιεράρχας, με τους Οσίους, με τους Δικαίους και με όλους τους Αγίους· και διά πρεσβειών της Παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας να αξιωθήτε να δοξάζετε και να προσκυνήτε Πατέρα, Υιόν και Αγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον». (Ιωάννου Μενούνου, «Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές»).
Το θαυμαστό αυτό περιστατικό μεταξύ του παπα-Νήφωνος και του Νικοτσάρα, μπορεί να εξηγηθή αλληγορικώς με το παρακάτω χωρίο του αγίου Ισαάκ του Σύρου:
«Προσεγγίζει ο ταπεινόφρων τοις φθορεύσι θηρίοις και όταν επιβλέψη η όρασις αυτών επ’ αυτώ, ημερούται η αγριότης αυτών και προσπελάζουσιν ούτω ως δεσπότη εαυτών και σαίνουσι τας κεφαλάς εαυτών και λείχουσι τας χείρας αυτού και τους πόδας. Διότι εκείνην την οσμήν την εκπνεύσασαν εκ του Αδάμ προ της παραβάσεως, ότε συνήχθησαν προς αυτόν και επέθηκεν αυτοίς ονόματα εν τω παραδείσω, ωσφράνθησαν εξ αυτού, όπερ ελήφθη εξ ημών, και πάλιν ανεκαίνισεν αυτό και έδωκεν ημίν αυτό εν τη εαυτού παρουσία ο Ιησούς. Αυτός εστι το μυρίσαν την ευωδίαν του γένους των ανθρώπων.
Πάλιν προσεγγίζει τοις ερπετοίς τοις θανατηφόροις, και ευθύς ηνίκα πλησιάση η αίσθησις της χειρός εαυτού και άψεται του σώματος αυτών, η οξύτης και η σκληρότης της πικρότητος αυτών της θανατηφόρου παύεται, και εν εαυτού χερσίν ως την ακρίδα ψύχει αυτά.
Προσεγγίζει τοις ανθρώποις, και ως τον Κύριον προσέχουσιν εις αυτόν». (Λόγος Κ΄).
Η αγιότητα του παπα-Νήφωνος νίκησε κατά κράτος την αγριότητα του καπετάν Τσάρα, διότι «ου σώζεται βασιλεύς διά πολλήν δύναμιν και γίγας ου σωθήσεται εν πλήθει ισχύος αυτού. Ψευδής ίππος εις σωτηρίαν, εν δε πλήθει δυνάμεως αυτού, ου σωθήσεται. Ιδού οι οφθαλμοί Κυρίου επί τους φοβουμένους αυτόν, τους ελπίζοντας επί το έλεος αυτού» (Ψλμ. ΛΒ΄).
*To κείμενο είναι δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα της Μητροπόλεως Ναυπάκτου