Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Σύρου, Τήνου, Ἄνδρου, Κέας, Μήλου, Δήλου & Μυκόνου
κ. Δωρόθεου Β’.
*
Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας
9 Μαρτίου 2025
Εξοχωτἀτη κα Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας,
Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμε Β΄,
Προεξάρχον της Συνοδικής ταύτης Θείας Λειτουργίας
Ιδού, σήμερα, Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία του Χριστού, ως νύμφη κεκοσμημένη, υψώνει την φωνή της προς τα πέρατα της Οικουμένης, διακηρύττουσα το μέγα μυστήριον· Ο αθέατος θεάται, ο απερίγραπτος περιγράφεται, και ο Λόγος σάρκα λαβών εν εικόνι γράφεται.
Διότι ουκ εστίν η πίστις ημών εις το κενόν, αλλ’ εις τον Θεόν τον ενανθρωπήσαντα, τον εν ημίν σκηνώσαντα και την φύσιν ημών θεώσαντα. Τούτου την εικόνα ασπαζόμεθα, και δι’ αυτής την χάριν του Πρωτοτύπου εισδεχόμεθα. Η συμβολή της Αγίας Θεοδώρας κατέστη η τελευταία μεγαλειώδης «σφραγίδα» τούτου του θριάμβου, ώστε η Εκκλησία να αποκαταστήσει τη γνησιότητα της πίστεως και να αναδείξει την αλήθεια της Ενανθρωπήσεως ως απαρχή της σωτηρίας του ανθρώπου.
Δεν είναι τυχαίο ότι ορίστηκε η πρώτη Κυριακή των Νηστειών ως ημέρα εορτασμού του θριάμβου της Ορθοδοξίας. Το μήνυμα ηχεί δυνατό· ο ιερός αγώνας της νηστείας και της ασκήσεως δεν σώζει από μόνος του, αν δεν εδραιωθεί στην ακεραιότητα του δόγματος και τη φωτιστική χάρη της Αληθείας. Πλείστα άλλα συστήματα ή θρησκείες ασκούνται σε σκληρότατες νηστείες ή αυτοπειθαρχίες, ωστόσο η απουσία του αληθινού Θεού καθιστά μάταιη τη διεργασία τους, οδηγώντας τους σε αδιέξοδο. Η Ορθοδοξία όμως, ως φύλακας της μιας και μόνης Αλήθειας, δεν παρεκτρέπεται σε πλάνες, αλλά μάς καλεί να ατενίσουμε το ανέσπερο φως του Θεανθρώπου Χριστού και να εισέλθουμε σε κοινωνία σωτηρίας μαζί Του. Αυτός είναι ο ύψιστος θρίαμβος που ζούμε και τιμούμε στην Αγία αυτή ημέρα, αναφωνώντας με δοξολογία και λατρευτική βεβαιότητα· «Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πιστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξεν».
Η ανάδειξη των ιερών εικόνων ως φορέων της Χάριτος δεν αποτελεί απλώς μια επινίκια αναφορά στις μακρινές δογματικές συγκρούσεις, αλλά επιβεβαιώνει ότι η ύλη δύναται να καθαγιάζεται, να καθίσταται «σκήνωμα» της ζωοποιού ενέργειας του Θεού. Η εικονογραφική παράδοση της Εκκλησίας διατρανώνει ακριβώς αυτή τη σύζευξη κτιστού και Ακτίστου, προβάλλοντας εικαστικά τη μοναδική σχέση, όπου ο Λόγος προσλαμβάνει τη σάρκα και, συγχρόνως, το πεπερασμένο υψώνεται σε μεθέξιμη αιωνιότητα. Δεν πρόκειται για μια αφηρημένη αισθητική· αντιθέτως, οι εικόνες λειτουργούν ως το ζωντανό και μυσταγωγικό κάλεσμα προς κάθε πιστό να μετάσχει στην αέναη κίνηση του θεανθρώπινου διαλόγου.
Ἡ Ἕβδομη (Ζ’) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὑπερασπίστηκε τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Τονίζεται μάλιστα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, εἶναι περιγραπτὸς καὶ εἰκονιστὸς κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, ἡ τιμὴ δὲ ποὺ ἀποδίδουμε στὴν εἰκόνα, «ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει», σύμφωνα μὲ τὴν περίφημη ρήση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Βεβαίως ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος (330-379 μ.Χ.) ἀναφέρεται στὴν σχέση τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅμως ἡ θέσις αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε καὶ ἀπὸ τὴν Ἕβδομη (Ζ’) Οἰκουμενικὴ Σύνοδο γιὰ τὴ δικαίωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Ἡ προσκύνησις τῶν Εἰκόνων εἶναι σχετικὴ καὶ τιμητική, ἐνῷ ἡ λατρευτικὴ προσκύνησις ἀναφέρεται μόνο στὸν Θεό. Ἐπιπροσθέτως, ἡ Χριστιανικὴ Θεολογία, διὰ στόματος τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ (676-749 μ.Χ.), ἀντιτάσσει τὸ:
«[…] οὐ προσκυνῶ τῇ ὕλῃ, προσκυνῶ δὲ τὸν τῆς ὕλης Δημιουργόν, τὸν ὕλην δι’ ἐμὲ γενόμενον καὶ ἐν ὕλῃ κατοικῆσαι καταδεξάμενον καὶ δι’ ὕλης τὴν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον, καὶ σέβων οὐ παύσομαι τὴν ὕλην, δι’ ᾖς ἡ σωτηρία μου εἴργασται […]».
Στην εποχή μας, όπου η τεχνολογική εξέλιξη ανατέμνει ταχέως την ανθρώπινη ύπαρξη, η ορθόδοξη θεολογία της εικόνας προσλαμβάνει νέες διαστάσεις. Η ψηφιακή εποχή, τα επιτεύγματα της βιοϊατρικής και η ραγδαία άνοδος του τεχνητού περιβάλλοντος εγείρουν ερωτήματα για την έννοια της ανθρώπινης φύσεως, των ορίων και του προορισμού της. Ωστόσο, η ανθρωπολογική διδασκαλία της Ορθοδοξίας, που αναγνωρίζει στον άνθρωπο την εικόνα του Θεού και τον προορισμό της θεώσεως, καθίσταται το ασφαλές ερμηνευτικό κλειδί για να αποφύγουμε υπερβολικές ή ανισόρροπες στάσεις απέναντι στις τεχνολογικές εξελίξεις. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν καλείται να αρνηθεί τα κατορθώματά του, αλλά να τα μεθερμηνεύσει υπό το φως της ενσαρκωμένης Αλήθειας, ώστε η ύλη να παραμένει όργανο θείας ευλογίας και όχι είδωλο μιας αυτάρεσκης παντοδυναμίας.
Έτσι, η εορτή της Ορθοδοξίας δεν επιτελεί έναν ρόλο μουσειακής καταγραφής, αλλά λειτουργεί ως επίκαιρο μήνυμα αγιαστικής μεταμορφώσεως του κόσμου. Ο θρίαμβος της υψώσεως των εικόνων υπογραμμίζει τη διαρκή αξίωση της Εκκλησίας να εισάγει κάθε ανθρώπινο δημιούργημα – και την ίδια την ύλη – στο φωτεινό μονοπάτι του καθαγιασμού. Εξάλλου, η θριαμβική σημειολογία της ημέρας φανερώνει ότι η αλήθεια του Ευαγγελίου καθίσταται ενεργή και βιωματική μόνον όταν ο άνθρωπος, προσωπικά και συλλογικά, αποδέχεται να γίνει «εικόνα του Ενανθρωπήσαντος Λόγου». Σ’ αυτό συνίσταται, άλλωστε, η ουσία του θριάμβου της Ορθοδοξίας, στο ότι προσκαλεί τον κόσμο ολόκληρο σε μια αέναη θεουργική διαδικασία, όπου το ορατό συναντά το Αόρατο, κι όπου η κτιστή φύση ανυψώνεται στο μεγαλείο της ακτίστου θείας αγάπης.
Εορτάζομε σήμερα τὴν Ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ μία ἐποχή, ποὺ ἡ εἰκόνα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «κατάκλαστη», συντετριμμένη δηλαδὴ καὶ ρυπαρὴ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ ἴδιου του ἀνθρώπου, ποὺ σὰν πρωτοπαίδι τῆς Θεόπλαστης οἰκογένειας, πῆρε τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ «τοῦ ἐργάζεσθαι τὸν κόσμον, καὶ φυλάσσειν αὐτὸν» (Γέν., 2:15). Μία ἐντολὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴ δαιμονική του ἀλαζονεία τὴν καταπάτησε καὶ ἀπὸ τότε καταστρέφει τὴ θεία εἰκόνα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, «αὐτοτιμωρούμενος» ὅμως καὶ ὁ ἴδιος, μέσα στὶς συνέπειες, οἱ ὁποίες στοὺς σημερινοὺς καιροὺς γίνονται ἀκόμη πιὸ ἔκδηλες καὶ τραγικές.
Η σύγχρονη αυτή τεχνολογική πραγματικότητα προβάλλει ως πρόκληση για μια βαθύτερη κατανόηση της σχέσεως με την εικόνα. Στον ψηφιακό κόσμο, όπου η εικών λαμβάνει πρωτόγνωρες μορφές και δυνατότητες, η ορθόδοξη θεολογία εισηγείται την έννοια της “σχετικής μεθέξεως”. Η εικών, διατηρώντας την οντολογική της ετερότητα από το πρωτότυπο, καθίσταται φορέας της ενεργείας του, διασώζοντας τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου.
Υπό το πρίσμα αυτής της θεολογικής προοπτικής αναδύονται κριτήρια διακρίσεως μεταξύ της αυθεντικής παρουσίας και της ψηφιακής προσομοιώσεως. Η εικών στην εκκλησιαστική παράδοση υπερβαίνει τη διάσταση της απλής αναπαραστάσεως, αναδεικνυόμενη σε τόπο συναντήσεως με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Κατ’ αναλογίαν, η ψηφιακή πραγματικότητα εγκυμονεί δυνατότητες γνήσιας κοινωνίας προσώπων, υπερβαίνουσα τον κίνδυνο της υποκαταστάσεως των προσωπικών σχέσεων.
Η εικονομαχική έριδα του ογδόου αιώνος, πέραν της ιστορικής της διαστάσεως, αποκαλύπτει μια θεμελιώδη πτυχή της ανθρώπινης υπαρξιακής αναζητήσεως, την εμμένουσα τάση προς αποϋλοποίηση του πνευματικού βιώματος. Η σύγχρονη ψηφιακή εποχή επαναφέρει αυτή την αρχέγονη ροπή υπό νέες, πρωτόγνωρες μορφές, καθώς η εικονική πραγματικότητα και ο κυβερνοχώρος προσφέρουν την ψευδαίσθηση μιας αποσωματοποιημένης υπάρξεως. Εντούτοις, η ορθόδοξη παράδοση, εμμένουσα στην οντολογική αξία της ενσωμάτου εμπειρίας, αναδεικνύει την τελευταία σε κατεξοχήν οδό θεώσεως.
Ο Θρίαμβος της Ορθοδοξίας συνιστά διαχρονικά την υπέρβαση του γνωσιολογικού και οντολογικού δυϊσμού μεταξύ πνεύματος και ύλης. Στην παρούσα συγκυρία της τεχνητής νοημοσύνης και της βιοτεχνολογικής επαναστάσεως, η υπέρβαση αυτή προσλαμβάνει νέες, καθοριστικές διαστάσεις. Η ορθόδοξη ανθρωπολογία, θεμελιωμένη στην πατερική παράδοση και το εκκλησιαστικό βίωμα, εισηγείται μια ολιστική θεώρηση του ανθρωπίνου προσώπου. Σε αυτήν τη θεώρηση, το σώμα δεν εκλαμβάνεται ως περιορισμός προς υπέρβαση ή ως βιολογικό υπόστρωμα προς τεχνολογική βελτιστοποίηση, αλλά ως αναπόσπαστη συνιστώσα της ανθρώπινης υποστάσεως και όχημα της κατά χάριν θεώσεως.
Η διαχρονική επικαιρότητα του Θριάμβου εδράζεται στην υπόμνηση της εγγενούς ιερότητος της υλικής δημιουργίας. Εν μέσω μιας εποχής, όπου η τεχνολογική πρόοδος επαγγέλλεται την απελευθέρωση από τους φυσικούς περιορισμούς και την υπέρβαση των βιολογικών ορίων, η ορθόδοξη παράδοση προβάλλει την οντολογική σημασία της σωματικής διαστάσεως της ανθρώπινης υπάρξεως ως προνομιακού πεδίου της θεανθρώπινης συναντήσεως και της μεταμορφωτικής εμπειρίας της θείας χάριτος.
Η πρόκληση του μετα – ανθρωπισμού αναδεικνύει με ιδιαίτερη ενάργεια τη διαχρονική επικαιρότητα του βιβλικού διηγήματος της πτώσεως. Στην εποχή μας, όπου η τεχνολογική πρόοδος διανοίγει συναρπαστικές προοπτικές για την ανθρώπινη εξέλιξη, το «ἔσεσθε ὡς θεού» μεταφράζεται σε μια νέα, γοητευτική υπόσχεση αυτό – υπερβάσεως.
Παρατηρούμε τον όφι να διαγράφει την αέναη πορεία του μέσα στους αιώνες, από τον κήπο της Εδέμ έως τα σύγχρονα εργαστήρια της τεχνητής νοημοσύνης, αλλάζοντας δέρματα, αλλά διατηρώντας αναλλοίωτη την ουσία της υποσχέσεώς του. Στη σημερινή του μεταμόρφωση, ντυμένος με το λαμπρό ένδυμα του μετα – ανθρωπισμού, εξακολουθεί να ψιθυρίζει την ίδια μελωδία του “έσεσθε ως θεοί” – μια μελωδία που τώρα αντηχεί στις αίθουσες των συνεδρίων για την τεχνητή νοημοσύνη, στα εργαστήρια της βιοτεχνολογίας, στους διαδρόμους των ερευνητικών κέντρων όπου σχεδιάζεται το μέλλον της ανθρωπότητας. Η γοητεία της υποσχέσεώς του παραμένει ακαταμάχητη, όπως το ιριδίζον δέρμα του που αντανακλά τώρα το γαλάζιο φως των οθονών και το αστραφτερό λευκό των εργαστηρίων.
Στον ψηφιακό κήπο της εποχής μας, όπου κάθε δεδομένο πληροφορίας λάμπει σαν ώριμος καρπός έτοιμος προς δρέψιν, ο όφις του μετα -ανθρωπισμού υφαίνει το πιο περίτεχνο δίκτυό του. Παρακολουθούμε με δέος πώς κάθε κίνησή του, κάθε υπόσχεσή του για υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων, σχεδιάζει μια νέα γεωμετρία της υπάρξεως – μια γεωμετρία όπου το ανθρώπινο σώμα μετατρέπεται σε πεδίο πειραματισμού και η συνείδηση σε αλγόριθμο προς βελτιστοποίηση. Κι όμως, πίσω από την εκθαμβωτική επιφάνεια αυτής της νέας πραγματικότητας, διακρίνουμε την αρχέγονη πλάνη να επαναλαμβάνεται με την ακρίβεια ενός μαθηματικού τύπου· η υπόσχεση της θεώσεως δίχως Θεό, της υπερβάσεως δίχως μεταμόρφωση, της αιωνιότητας δίχως αγάπη.
Η Ορθόδοξη παράδοση, μακράν του να απορρίπτει την τεχνολογική πρόοδο, προτείνει μια εναλλακτική προσέγγιση της ανθρώπινης τελειώσεως που συνδυάζει τον τεχνολογικό πολιτισμό με την πνευματική καλλιέργεια. Η σύγχρονη νεότητα, εξοικειωμένη με την ψηφιακή πραγματικότητα και τις απεριόριστες δυνατότητές της, καλείται να ανακαλύψει στην εκκλησιαστική εμπειρία μια συναρπαστική πρόταση ζωής που υπερβαίνει τον δυϊσμό μεταξύ τεχνολογίας και πνευματικότητας.
Στην εποχή της ψηφιακής αναπαραστάσεως και της εικονικής πραγματικότητας, το δίπολο εικονισμού και ανεικονισμού προσλαμβάνει νέες διαστάσεις υπό το φως της Χριστολογικής μας διδασκαλίας. Η κυριαρχία της εικόνος στον σύγχρονο πολιτισμό συνυπάρχει παραδόξως με μια νέα μορφή ανεικονισμού την αποδυνάμωση της οντολογικής σημασίας της εικόνος και τον μετασχηματισμό της σε απλό εργαλείο ψηφιακής προσομοιώσεως, απογυμνωμένο από κάθε αναφορά στο Πρωτότυπο.
Πνευματική και Λειτουργική Σύναξη,
Ζοῦμε σὲ τεκτονικὲς ἀλλαγὲς καὶ γεωπολιτικὲς ἀνατροπὲς ποὺ μᾶς ἔχουν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὰ πρῶτα μηνύματα τῆς Ὀρθοδοξίας.ς. Ὁ παγκόσμιος ἀνταγωνισμός, ἡ woke agenda, ὁ ἄκρατος δικαιωματισμὸς δημιούργησαν πολλαπλὲς ἀναταράξεις τόσον στὴν πατρίδα μας ὅσο καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸν πλανήτη. Ζοῦμε σὲ ἕναν κόσμο, ὁ ὁποῖος μαστίζεται ἀπὸ πολυεπίπεδες παράλληλες κρίσεις: πολιτική, πολιτιστική, οἰκολογική, οἰκονομική, κοινωνική, ἀλλὰ πάνω ἀπὸ ὅλα μιὰ κρίση ἀξιῶν, τὴν ὁποία ζοῦμε αὐξητικὰ στὴν ἐποχή μας κυρίως ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς πανδημίας καὶ στὴ συνέχεια, – ἐπιδημίες ἢ πανδημίες οἱ ὁποῖες ἀναμένονται ἀκόμη καὶ στὸ ἐγγὺς μέλλον. Ποικίλοι ἰδεολογικοὶ ἀναχρονισμοί, ἀνάδυση ριζοσπαστικῶν ἀντιλήψεων, δημαγωγικῶν φωνῶν καὶ ψευδῶν εἰδήσεων, ὁλοένα καὶ περισσότερο κερδίζουν τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι στὸ ὄνομα τῆς δικῆς τους ἀλήθειας καὶ τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος, φαίνεται νὰ ἀμφισβητοῦν κάθε παραδοσιακή, εἰδικὰ θρησκευτικὴ σταθερὰ ποὺ γιὰ αἰῶνες πρόσφερε ἕνα ὁρισμένο νόημα στὴν ὕπαρξη, ἑρμηνεύοντας τὴν ἀλήθεια τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ κόσμου.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὅπως πολὺ εὔστοχα ἐπισημαίνεται οὐδέποτε παρέμεινε ἀδιάφορη στὶς ἑκάστοτε προσκλήσεις. Ἡ ὅποια παρέμβασή της ἀποτελεῖ μέρος τῆς ταυτότητάς της. Στὴν Ἐγκύκλιο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Πεντηκοστὴ 2016) ὑπογραμμίζονται, μεταξὺ ἄλλων, καὶ τὰ ἑξῆς:
«Τό ἀποστολικόν ἔργον καί ἡ ἐξαγγελία τοῦ Εὐαγγελίου, γνωστή ὡς ἱεραποστολή, ἀνήκουν εἰς τόν πυρῆνα τῆς ταυτότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς διαφύλαξις καί τήρησις τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. κη’, 19). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί εἶναι καί ὀφείλουν νά εἶναι ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ κόσμῳ.»
Η σύγχρονη γεωπολιτική πραγματικότητα που περιβάλλει την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν συνιστά απλώς μια αλληλουχία ιστορικών γεγονότων και πολιτικών διευθετήσεων, αλλά καλεί σε μια βαθύτερη θεολογική ερμηνεία. Η Εκκλησία, ως ζωντανό Σώμα Χριστού, αποτελεί ένα θεανθρώπινο γεγονός που υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική και καθιστά τη χρονικότητα και την ιστορικότητα «καιρό» θείας επεμβάσεως. Όταν η Εκκλησία αντιμετωπίζει σύνθετες γεωπολιτικές προκλήσεις, η κλήση της δεν είναι να «προσαρμοστεί» στην κοσμική λογική, αλλά να μεταμορφώσει τα γεγονότα σε ευκαιρίες αναδείξεως της εσχατολογικής της ταυτότητας, δηλαδή να φανερώσει ότι η τελική προοπτική όλων είναι η Βασιλεία του Θεού.
Η εκκλησιαστική κρίση που ανεφάνη στην Ουκρανία ανέδειξε την εσώτερη, οντολογική σημασία της εκκλησιαστικής ενότητας. Δεν πρόκειται απλώς για μια νομική, κανονική ή διοικητική σύγκρουσης η ενότητα στην Εκκλησία φανερώνει τη συμμετοχή των πιστών στην ίδια τη ζωή της Αγίας Τριάδος. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρωτοκαθεδρία του Οικουμενικού Θρόνου δεν κατανοείται ως «εξουσιαστική κυριαρχία», αλλά ως κανονικό πρωτείο ευθύνης και διακονίας. Η κανονική παράδοση παρέχει την ιστορική βάση για αυτή τη διακονική πρωτοκαθεδρία, η οποία εικονίζει την κενωτική αγάπη του Χριστού και καθοδηγεί την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας.
Στη φλεγόμενη περιοχή της Μέσης Ανατολής, η μαρτυρία των Ορθόδοξων κοινοτήτων φανερώνει τη μεταμορφωτική δύναμη του Σταυρού. Οι δοκιμαζόμενοι χριστιανοί στη Συρία και στον Λίβανο, υπό τη σκέπη του Πατριαρχείου Αντιοχείας, βιώνουν καθημερινά την τραγικότητα του πολέμου, της προσφυγιάς και της ανασφάλειας. Ωστόσο, μέσα σε αυτή την οδύνη, ανατέλλει η παρηγορία της ελπίδας που αναδεικνύει τη σταυροαναστάσιμη θεολογία· το πάθος δεν έχει τον τελευταίο λόγο, αλλά ανοίγει τον δρόμο προς την Ανάσταση. Αυτή η ζωντανή μαρτυρία της σταυρικής ελπίδας δεν είναι μόνο ένα ανθρώπινο μήνυμα αντοχής· αποτελεί έκφραση της ίδιας της ζωής του Χριστού μέσα στην ιστορία, που αναδεικνύει ότι η αληθινή σωτηρία και ειρήνη αντλούνται από την αποκαλυπτική δύναμη της θυσιαστικής αγάπης.
Στους Αγίους Τόπους, όπου το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων διαφυλάσσει τα ιερά προσκυνήματα της Ενανθρωπήσεως του Λόγου, η Ορθοδοξία έρχεται αντιμέτωπη με τις βαθιές πολιτικές και πολιτισμικές αντιπαλότητες της περιοχής. Πέρα όμως από τις πολύπλοκες σχέσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων, το αληθινό έργο του Πατριαρχείου έγκειται στο να διατρανώνει τη ζωτική σημασία των Αγίων Τόπων ως «τόπων σωτηρίας» για όλη την ανθρωπότητα. Οι πέτρες και τα ιερά κτίσματα δεν αποτελούν απλώς ιστορικά μνημεία, αλλά ζωντανές μαρτυρίες της Ενσάρκωσης, της Ανάστασης και της Πεντηκοστής. Με αυτόν τον τρόπο, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων υπερβαίνει τις ανθρώπινες διαιρέσεις και εκφράζει την καθολικότητα της Χάρης του Χριστού, που ενώνει όλους ανεξαιρέτως στον κοινό κλήρο της σωτηρίας.
Στην αφρικανική ήπειρο, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας φέρει την ευθύνη μιας ιεραποστολής με βαθιές ρίζες και τεράστιες προοπτικές. Η Ορθοδοξία εκεί αλληλεπιδρά δυναμικά με πλήθος τοπικών πολιτισμών, γλωσσών και παραδόσεων. Η πρόσφατη διασάλευση της κανονικής τάξεως, μέσω εξωγενών προσπαθειών δημιουργίας παράλληλων «εκκλησιαστικών» δομών, επιβεβαιώνει πόσο κρίσιμη είναι η προσήλωση στην ιστορικά θεμελιωμένη αποστολή του Πατριαρχείου. Κάθε απόπειρα παράκαμψης ή αμφισβήτησης της μοναδικής του δικαιοδοσίας όχι μόνον επιφέρει τον κίνδυνο σχίσματος και συγχύσεως, αλλά υπονομεύει τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας σε μια ήπειρο που διψά για την αλήθεια του Ευαγγελίου.
Στο πλαίσιο αυτό, η ιεραποστολή του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας νοείται ως ζωντανή ερμηνεία και εφαρμογή της καθολικότητος της Εκκλησίας. Το Πατριαρχείο έχει καταφέρει να προσεγγίσει με κατανόηση τις τοπικές πολιτισμικές εκφράσεις, να εγκολπωθεί δημιουργικά τις αφρικανικές παραδόσεις και να τις μεταμορφώσει εν Πνεύματι Αγίω, αναδεικνύοντας τη μαρτυρία του Χριστού ως οντολογική ελευθερία και σωτηρία. Η αληθινή καθολικότητα δεν εγκλωβίζεται σε γεωγραφικούς περιορισμούς ούτε φυλακίζεται σε εθνοκεντρικές αντιλήψεις· αντιθέτως, αναδεικνύεται μέσα από την ενιαία πίστη και την αδιάσπαστη ευχαριστιακή κοινωνία, όπου η ποικιλομορφία των πολιτισμών γίνεται αντανάκλαση της πολυπρόσωπης χάριτος του Θεού.
Έτσι, η παρουσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας ως της μόνης κανονικής εκκλησιαστικής αρχής εν Αφρική εδραιώνει την αυθεντική εκκλησιολογική συνείδηση και διανοίγει τον δρόμο για μια ιεραποστολή δυναμική, πολυδιάστατη και άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση των Αγίων Πατέρων. Μόνον εντός αυτής της κανονικής τάξεως και της συνοδικής εγγυήσεως διασφαλίζεται η συνέχεια της Αποστολικής διαδοχής και η ενότητα της πίστεως, ώστε τα έθνη της Αφρικής να αναγνωρίσουν στη θυσιαστική διακονία της Εκκλησίας την παρουσία του ενός, ζώντος και αληθινού Θεού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει να προβάλλει τη θεολογική της ταυτότητα έναντι των διαρκών και συχνά ταραγμένων ρευμάτων της ιστορίας. Η «γεωπολιτική της Ορθοδοξίας» δεν είναι στρατηγική επιβίωσης ή επιβολής, αλλά πρωτίστως έκφραση της τριαδικής κοινωνίας στον κόσμο. Η ενότητα της Εκκλησίας δεν αποτελεί απλώς στόχο διοικητικής συγκρότησης, αλλά το ορατό σημάδι ότι ο Θεός δρα μέσα στον κόσμο, προσφέροντας μια εναλλακτική προοπτική συμφιλίωσης και ελπίδας. Αντί για εγκλωβισμό σε εθνικισμούς, σε πολιτικά συμφέροντα ή σε προσωπικές φιλοδοξίες, η Ορθοδοξία καλείται να φανερώσει την παρουσία της Βασιλείας του Θεού, όπου όλα οδηγούνται προς την τελική σύναξη «ἐν ἑνὶ πνεύματι, μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες τῇ πίστει τοῦ εὐαγγελίου».
Μέσα σ’ αυτήν την προοπτική, η μαρτυρία της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο – είτε στην Ουκρανία, είτε στη Μέση Ανατολή, στους Αγίους Τόπους ή στην Αφρική – αναδεικνύει τον εσχατολογικό προσανατολισμό της ιστορίας. Η πίστη πως «ο Κύριος έρχεται» δεν λειτουργεί ως απόδραση από την πραγματικότητα, αλλά ως διαρκής πρόσκληση μεταμορφώσεως του κόσμου, με αγάπη, συγχώρηση και ενότητα. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται να μεταμορφώνει κάθε ιστορικό και γεωπολιτικό πλαίσιο σε ένα ευρύτερο «λειτουργικό γεγονός», όπου το παρόν φωτίζεται από το αιώνιο μέλλον και αποκαλύπτεται ως «καιρός σωτηρίας» για όλη την ανθρωπότητα.
Μακαριώτατε,
Η σημερινή εορτή του Θριάμβου της Ορθοδοξίας αναδεικνύεται σε κάλεσμα για μια νέα σύνθεση μεταξύ της εκκλησιαστικής παραδόσεως και του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού. Η Ορθοδοξία, διασώζουσα την αλήθεια περί του ανθρωπίνου προσώπου ως εικόνος του Θεού, προσφέρει μια μοναδική προοπτική για την κατανόηση και τον μετασχηματισμό της ψηφιακής εποχής.
Εὐχηθεῖτε, Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα, νὰ συνεχίζουμε τὴν ὀρθόδοξο πίστη τῆς παραδόσεώς μας, ἡ ὁποία ἄντεξε στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, νὰ ξεπεράσουμε τὰ ἐμπόδια μὲ ἐλπίδα, ἑνότητα καὶ ἐν ὁμονοίᾳ νὰ συμπορευθοῦμε Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία, ὥστε τὰ ἔργα μας νὰ εἶναι χριστιανικὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ στὶς σύγχρονες προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας. Αμήν!