Αρχική » Ο ΣΤ’ Κατανυκτικός Εσπερινός στην Καρδίτσα

Ο ΣΤ’ Κατανυκτικός Εσπερινός στην Καρδίτσα

από ikivotos

οκληρώθηκε το μεγάλο στάδιο, το κεντρικό στάδιο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ώστε να εισέλθουμε ακόμα πιο δυνατοί, ακόμα πιο προετοιμασμένοι, στην Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα και ακριβώς σε αυτό τον τελευταίο σταθμό σήμερα, 6 Απριλίου 2025, Κυριακή Ε’ των Νηστειών, τελέσθηκε ο ΣΤ’ Κατανυκτικός Εσπερινός, ο τελευταίος Κατανυκτικός Εσπερινός για φέτος, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Τιμοθέου, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Καρδίτσης.
Η ομιλία του Σεπτού μας Ποιμενάρχη, με θέμα «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου». Σχόλια στην ευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου, αποτελεί το τελευταίο μέρος μιας σειράς πνευματικών διαλέξεων που μας καθοδηγούν στην ενδοσκόπηση και την αληθινή μετάνοια. Η ευχή αυτή, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προσφέρει μια ευκαιρία για εμβάθυνση στην αγάπη του Θεού και την αρετή της αυτομεμψίας. Ο Σεβασμιώτατος μέσα από τα σχόλια που καταθέτει για τη σημασία των λόγων του Αγίου Εφραίμ, μας καλεί να αναλογιστούμε τη φύση της αληθινής αγάπης, την ανάγκη αποφυγής της κρίσης και της κατακρίσεως, και την αξία της αυτογνωσίας ως προϋπόθεση για την πνευματική αναγέννηση.
Με αυτά τα λόγια και την πρόσκληση για ενδοσκόπηση, ακολουθεί αναλυτικά την ομιλία του Σεβασμιωτάτου, όπου ο ίδιος αναπτύσσει σε βάθος τις σκέψεις του πάνω στην ευχή του Αγίου Εφραίμ και τη σημασία της στη ζωή μας:

Με την ακολουθία του αποψινού Εσπερινού, ξεκινάμε την έκτη εβδομάδα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η οποία θα επισφραγίσει και την εφετινή ευλογημένη αυτή περίοδο, που η Χάρις του Θεού, το έλεος και η φιλανθρωπία Του και η Αγία μας Εκκλησία μάς χάρισε. Για να πορευθούμε αυτήν την όμορφη πνευματική πορεία μέσα στην Εκκλησία μας, να μας διδάξει τον τρόπο της μετάνοιας, της συντριβής της καρδιάς, της ταπεινώσεως, του να πάρουμε αρετές στη ζωή μας και να βιώσουμε την παρουσία του Θεού, ώστε να ζήσουμε και φέτος το κοσμοσωτήριο γεγονός του Πάθους και της Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Και η αλήθεια είναι ότι ένας πολύ όμορφος πνευματικός οδηγός είναι και η ευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου, που από την πρώτη Κυριακή, το βράδυ της Τυρινής, μέχρι και απόψε που θα τελειώσουμε – συν Θεώ – μας δόθηκε η ευκαιρία να «περπατήσουμε», να μελετήσουμε και να αναλύσουμε, ώστε να γίνει κατανοητή, εύληπτη, για να μπορέσουμε, δι’ αυτού του τρόπου, να αγωνιστούμε εις τα εσώτερα της γνώσεως του Θεού, αλλά και εις τα εσώτερα της γνώσεως της καρδιάς μας.
Ακούσαμε στην υμνολογία, στα ιδιόμελα και στα κεκραγάρια, τα εσπέρια, να κάνει αναφορά στην παραβολή του Πλουσίου και του Πτωχού Λαζάρου. Αυτό συμβαίνει, διότι στη σημερινή Κυριακή διαβάζεται αυτή η Ευαγγελική περικοπή, η παραβολή του Κυρίου μας για τον Πτωχό Λάζαρο και τον Πλούσιο.
Το τέταρτο λοιπόν σχόλιό μας  – έχουν προηγηθεί τα προηγούμενα τρία – που θα είναι και το τελευταίο, είναι πάνω σε μία φράση της ευχής, που αποτελεί, θα λέγαμε, συγκεφαλαιοτική επέκταση όλων αυτών που αναφέρθηκαν, των θετικών κυρίως στοιχείων της μετάνοιας και μάλιστα της αγάπης:
“Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρισαί μοι το του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου.”
Η αγάπη μας, η οποία μιμείται την αγάπη του Θεού, με την οποία ομοιωνόμαστε με τον Θεό. Είναι αγάπη καθολική, αγάπη προς όλους αδιακρίτως, και μάλιστα τους αμαρτωλούς. Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, εκείνος που έφθασε εις άχραντον απαθείας, δηλαδή τελειώθηκε στην αγάπη, ουκ εφίσταται διαφοράν μεταξύ ιδίου και αλλοτρίου, του δικού του και του ξένου, στον δίκαιο και στον άδικο, στον πιστό και στον άπιστο, στον δούλο και στον ελεύθερο, στον άνδρα και τη γυναίκα, αλλά πάντας εξίσου θεωρεί και προς πάντας εξίσου συμπεριφέρεται. Αυτή είναι η Ευαγγελική αγάπη, που εξακολουθεί να είναι σκάνδαλο για τον ευσεβισμό και τον ηθικισμό μας, που στο όνομα της αυτοδικαιώσεως απορρίπτουν τους αμαρτωλούς. Κι όμως, η πατερική μας παράδοση, με τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, μας προτρέπει:
«Μη μισήσεις τους αμαρτωλούς· πάντες γάρ είμεθα υπόπτωτοι. Διατί μισείς αυτούς; Την αμαρτίαν αυτών μίσησον και ευχήθητι υπέρ αυτών, ίνα ομοιωθείς τῷ Χριστῷ, όστις οὐκ ἐγκατέλιπε τους αμαρτωλούς, αλλά υπερηφανεύτηκε για την σωτηρία τους. Διατί, λοιπόν, μισείς τον αμαρτωλό, ω άνθρωπε; Άρα, ότι δεν είσαι δίκαιος, και που είναι η δικαιοσύνη σου; Ότι δεν έχεις αγάπη, διατί δεν έκλαψες γι’ αυτόν; Αν αγαπούμε, όχι μόνο δε μισούμε, αλλά ούτε και κρίνουμε ή κατακρίνουμε. Η αγάπη είναι αναίρεση, είναι η άρνηση του πειρασμού της κρίσεως και κυρίως της κατακρίσεως. Πολύ βασικό αυτό. Να κατακρίνουμε τους άλλους, τους αδελφούς μας, τους πλησίων μας. Το έργο της κρίσεως ή της κατακρίσεως των άλλων, ανήκει στην οικονομία του Θεού, του δημιουργού και σωτήρα μας.
Ένα έργο που είναι εγκληματικό, να περιορίζεται στα όρια της ανθρώπινης δικαιοσύνης, όταν η σχέση μας με το Θεό δεν είναι νομικές ή δικανικές, αλλά αγαπητικές σχέσεις ή καλύτερα ή υικές. Σχέση τέκνου προς πατέρα.
Και όταν, προπαντός, στην κρίση του Θεού για τα ανθρώπινα πράγματα, δεν βαραίνει η δικαιοσύνη Του, αλλά η αγαθότητά Του. Και να λησμονούμε και τούτο που είναι πολύ βασικό: Ο Κύριός μας, ο Ιησούς Χριστός, κατά την ενανθρώπησή Του, τη διδασκαλία Του, τα θαύματά Του, το πάθος και το σταυρό Του, δεν ήρθε να κρίνει τον κόσμο. Ήρθε να σώσει τον κόσμο. Άρα λοιπόν, αφού ο Θεός δεν κρίνει τον κόσμο, πώς εμείς τους κρίνουμε; Θα ρθεί να κρίνει τον κόσμο κατά την δευτέρα έλευσή Του, την ένδοξη και φοβερά.
Είναι εωσφορικό οι άνθρωποι, αντί να δέονται με συνήγορο την Υπεραγία Θεοτόκο για τη σωτηρία όλων, να αρπάζουν την κρίση ή την κατάκριση από τον υιό, όπως ακριβώς ο Θεός έστησε τη μέρα, εν η μέλλει κρίνει την οικουμένη εν δικαιοσύνη, εναντίον του οποίου όρισε πίστη και παραχώρησε, πάντοτε να στέκεται Αυτός Κριτής και Κύριος του κόσμου.
Στηρίζει το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων ο Απόστολος Πέτρος. Και είναι ως εωσφορική αυτή η αρπαγή, γιατί μαρτυρεί φρόνημα αυθάδειας. Εκτός του ότι κρίνουμε και κατακρίνουμε, γινόμαστε και αυθάδεις, γιατί παίρνουμε το έργο του Θεού. Οικειονόμαστε το έργο του Θεού. Και βέβαια, υπάρχει απουσία προσοχής, σεβασμού στους άλλους, έλλειψης συγνώμης και βέβαια αγάπης. Οι ασκητές μάς συνιστούν να προσέχουμε και να μην κρίνουμε κάποιον πριν τον κρίνει ο Θεός, έχοντας στραμμένη την προσοχή μας στο κριτήριο του Θεού. Το να ασχολούμαστε συνεχώς με τους άλλους και όχι με τον εαυτό μας, τα αμαρτήματά μας, είναι φαρισαϊσμός ή υποκρισία, άρνηση ή άγνοια της τελειότητας. Αφού τελειότητα είναι, «τον πλησίον εαυτού δοξάζει υπέρ εαυτών», να δοξάζουμε, να τιμούμε δηλαδή τον πλησίον μας πάνω από τον εαυτό μας. Αυτή είναι η τελειότητα. Και όμως, μια αληθινή αγάπη, που ταυτίζεται με την τελειότητα, προϋποθέτει και ζητά την αυτομεμσία, ενώ απορρίπτει και μισεί κάθε πειρασμό, να μεμφόμαστε όλους τους άλλους. Αλλά εκείνο που οφείλουμε να μάθουμε στην πράξη, είναι ότι η αυτομεμσία συνυπάρχει μόνον στη συντριβή της καρδιάς. Ότι είναι εργασία μόνον εκείνων που έχουν διαρκώς στραμμένο το βλέμμα τους προς τον Θεό, στον οποίο κατορθώνουμε την αληθινή αυτογνωσία μας. Εκείνων που έχουν τη βαθιά ταπείνωση, να θεωρούν εαυτούς αμαρτωλότερους από όλους τους άλλους, που κατέχουν την αληθινή δικαιοσύνη, που συνίσταται στο να καταμέμφονται πάντοτε τους εαυτούς μας και όχι τους άλλους. Οι άλλοι, που αγαπώ ή που δεν πρέπει να κατακρίνω, δεν είναι απλώς οι άλλοι, οι αλλότριοι, οι ξένοι, ούτε βέβαια οι αντίπαλοι, οι αντίδικοι, οι εχθροί, αλλά είναι ο πλησίον μου, ο αδελφός μου, ο παράδεισός μου. Κόλασή μου δεν είναι οι άλλοι, αλλά εγώ γίνομαι η κόλαση των άλλων. Οι άλλοι γίνονται η κόλασή μου, όταν εγώ πρώτα γίνομαι η κόλασή τους. Από τους άλλους, που είναι η ζωή μου, εξαρτάται ο θάνατός μου. Εάν δεν πορευόμαστε σωστά πνευματικά, πεθαίνουμε, γιατί δεν τιμούμε και δεν αποδεχόμαστε και δεν αγαπούμε τους άλλους. Αυτός είναι θάνατος. Θάνατος πνευματικός. Αν δεν τους αγαπώ, αν δεν ασκώ την ευθύνη μου για αυτούς, αν δεν δίνω τα πάντα για αυτούς, τότε δεν θα κρίνουμε εμείς τους άλλους, αλλά οι άλλοι θα κρίνουν εμάς. Και μια πραγματική ευθύνη, μια αληθινή θυσία για όλους και για όλα, προϋποθέτει και απαιτεί την δική μας αγιότητα. Και η αγιότητα σχετίζεται με την αυτογνωσία μας, την αίσθηση των δικών μας αμαρτιών, την αίσθηση της δικής μας καρδιάς και την αδιάκοπη μετάνοιά μας μέσα σε αυτή την ενάσκηση των αρετών.
Το βάρος λοιπόν, κατά τον Άγιο Εφραίμ, πέφτει στο να βλέπουμε τα δικά μας πταίσματα και να μην κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, γιατί διαφορετικά δουλώνουμε στην υποκρισία, που είναι το μεγαλύτερο Ευαγγελικό αμάρτημα. Λέει ο Κύριος: «Τι, δεν βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε δοκόν στο δικό σου οφθαλμό δεν κατανοείς;» Βλέπεις λέει το καρφί που έχει ο αδελφός σου στο μάτι του, το δε δοκάρι, ενώ στο δικό μας το μάτι δεν το κατανοούμε. «Ή πώς δίνας να λέγεις προς τον αδελφό σου: αδελφέ, άφεσέ, εκβάλλω το κάρφος από το μάτι σου, ενώ την δοκόν στο δικό σου οφθαλμό βλέπεις, υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν από το οφθαλμό σου και τότε διαβλέψεις να εκβάλλεις το κάρφος από το οφθαλμό του αδελφού σου». Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς το καταγράφει αυτό, στο έκτο κεφάλαιο. Το πρωταρχικό είναι η αίσθηση ή η επίγνωση των δικών μας αμαρτιών και αδυναμιών, ως προϋπόθεση του θαύματος. Προσέξτε, της μεταμόρφωσής μας, της αλλαγής μας. Αυτό είναι το θαύμα, το να κατορθώσουμε να αλλάξουμε και βέβαια να έχουμε την ανάσταση. Έχουμε ανάσταση των καρδιών μας. Με μια λέξη, πρωταρχικό είναι η αυτομεμσία, που είναι η αφανής αλλά σταθερή προκοπή μας. Δεν φαίνεται, αλλά εκεί είναι η προκοπή η δική μας. Η δίψα και η ελπίδα για τη σωτηρία μας. Είναι μεγάλη εργασία του ανθρώπου η αυτομεμσία. Είναι αναντικατάστατη αρετή. Η μοναδική οδός της αφέσεως των αμαρτιών μας, της καρτερίας, της αναπαύσεως και της οικειοποιήσεως της αγάπης του Κυρίου. Στην ασκητική μας παράδοση διασώζεται η προτροπή, να φυλάξουμε με προσοχή τρία πράγματα και καθημερινά να εξετάζουμε μήπως και δεν τα κατέχουμε.
Το πρώτο είναι η εγκράτεια. Το δεύτερο είναι η σιωπή και το τρίτο είναι η αυτομεμσία. Δηλαδή, το να κατηγορούμε πάντοτε τον εαυτό μας, όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Γιατί; Γιατί μόνο έτσι συντρίβουμε την υπερηφάνεια που έχουμε μέσα μας. Και αυτή είναι η πηγή του κακού. Όλο το κακό, την οδό του σκότους και όλο το σκότος. Η ρίζα της αμαρτίας και όλη η αμαρτία. Η κύρια δαιμονική απάτη και όλη τη δαιμονική απάτη. Εκείνη, ακριβώς την παρασιτική και παραφυσική δύναμη, που μας εμποδίζει στην αυτογνωσία μας, με την οποία φτάνουμε στη γνώση του Θεού και του πλησίον μας. Η αυτομεμσία, λοιπόν, το να βλέπουμε τις δικές μας αμαρτίες και να κατηγορούμε τον εαυτό μας, αντί να περιεργαζόμαστε τις αμαρτίες των άλλων και να τις κατακρίνουμε, καταλύει το εωσφορικό πάθος της υπερηφάνειας και μας επιτρέπει να μιλούμε με παρρησία στο Θεό, επειδή «η μη άνθρωπος έχει εν τη καρδία αυτού, ότι αμαρτωλός εστίν ο Θεός ουκ ησακούει αυτού».
Αλλά η αυτομεμψία, για να μην περιοριστεί ή εκφυλιστεί, γιατί έχουμε και τέτοια παραδείγματα και καταστάσεις, σε ψευδοϋπερηφάνεια ή ψευδοευσεβισμό, οφείλει να συμπορεύεται με την άρνηση κάθε πειρασμού να κρίνουμε ή να κατακρίνουμε τους άλλους, να αφήνουμε δηλαδή τις αμαρτίες μας και να καταπιανόμαστε με τις αμαρτίες των αδελφών μας, γιατί όποιος πραγματικά και ανυπόκριτα βαστάζει τις αμαρτίες αυτού, ου βλέπει τας αμαρτίας του πλησίον αυτού.  Ή όποιος αγαπά τον Θεό, περιπαντώς ανθρώπου, καλά λογίζεται.
Ο Άγιος Αβάς ο Ποιμήν, στο ερώτημα πώς μπορεί ο άνθρωπος να αποφεύγει το κακό απέναντι στον πλησίον, απαντά ότι: «Ημείς και οι αδελφοί ημών δύο εικόνες εσμέν». «Ην δαν όραν ο άνθρωπος εαυτό προσέχει και μέμψητε βρίσκεται έντιμος παραυτό ο αδελφός αυτού».
Αφού μέμφεται τον εαυτό του, ο αδελφός του είναι εντιμότερος. Εάν δεν φαίνεται καλός ο εαυτός μας, αλλά φαίνεται στον εαυτό μας καλός, ο αδελφός μας βλέπει τον αδελφό του κακόν, ενώπιον αυτού. Και ο Άγιος Σημεών ο Νέος Θεολόγος, προτρέπει τους μοναχούς να βλέπουν όλους τους άλλους αγίους και να θεωρούν μόνον τον εαυτό τους αμαρτωλό και έσχατο. Γιατί όλοι θα σωθούν κατά την ημέρα της κρίσεως, και αυτοί μόνοι θα κολαστούν.
Η Εκκλησία ζητά την προσοχή μας στο να μην κατακρίνουμε, γιατί εκείνος που κατακρίνει τον άλλον, σφραγίζει τα δικά του κακά. Τα αποθέτει και βάζει και μια πέτρα από πάνω, αλλά αυτά είναι μέσα και δουλεύουν. Εκεί είναι το πρόβλημα. Εκεί είναι η κατάσταση που διολισθαίνουμε. Οφείλουμε λοιπόν να αρνούμαστε το θέλημά μας και να θεωρούμε ανάγκη πνευματική το να ταπεινώνουμε τους εαυτούς μας ενώπιον των αδελφών μας. Και ταπείνωση θα πει, να μην βλάπτουμε και να μην προσβάλουμε, να μην κακοποιούμε και να μην κατακρίνουμε. Γιατί έτσι μόνο μπορούμε να σωθούμε ή να νικήσουμε τους δαιμονικούς πειρασμούς και εκβιασμούς. Σύμφωνα με την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, οι δαίμονες μάς εκβιάζουν είτε να αμαρτήσουμε είτε, όταν δεν αμαρτήσουμε, να κρίνουμε τους αμαρτάνοντες για να μολύνουν το πρώτο με το δεύτερο, οι φονιάδες οι δαιμονικοί ανθρωποκτόνοι. Η κρίση και η κατάκριση των άλλων είναι δαιμονική έμπνευση και εργασία, που προσβάλλει και εναντιώνεται τον Θεό. Η κρίση είναι της του Θεού αξία. Αναιδής αρπαγμός, όπως είπαμε πριν, είναι αναίδεια και ενώπιον του Θεού να κρίνουμε τους άλλους, γιατί αυτό ανήκει στον Θεό. Κάποτε, ίσως θα πρέπει να μάθουμε ότι είναι προτιμότερο να διδάσκουμε, παρά να κατακρίνουμε, ή ότι το διδάξιν τους πλησίον όμοιον εστί του ελέγχου και ότι η αγάπη και μάλιστα προς τους αμαρτωλούς είναι η μόνη δύναμη στον κόσμο, η εργασία ή ο σταυρός που συνιστά τη χριστιανική μας πίστη και μας κάνει Θεούς επίγειους. Έλεγαν περί του Αβά Μακαρίου, όπως ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι έγινε και ο αβάς Μακάριος και σκέπαζε τα ελαττώματα, αυτά που έβλεπε σαν να μην τα έβλεπε και αυτά που άκουγε σαν να μην τα άκουγε. Και η πείρα του Αβά Ποιμένα, συμπληρώνει: “Ή αν όραν σκεπάσωμε το του αδελφού ημών πταίσμα, και ο Θεός σκεπάσει το ημέτερον και εν η ώρα.” Εκφαίνομαι του αδελφού, ο Θεός εκφαίνει το ημέτερον.
Για να ακούσουμε λίγο τι λέει γι’ αυτά ο Άγιος Λουκάς. Σύμφωνα με τον Άγιο Λουκά, η κατάκριση λέει, είναι η πιο βαθιά ριζωμένη καθολική μας συνήθεια. Η κατάκριση του πλησίον, είναι εκείνο με το οποίο είμαστε πάντοτε απασχολημένοι. Είδατε τι ωραία τα λέει ο Άγιος; Είμαστε πάντοτε απασχολημένοι με αυτό και αφήνουμε τα σπουδαιότερα από όλα τα έργα μας, που είναι η εξέταση των δικών μας παραπτωμάτων. Αυτή τη συνήθεια δεν την έχει κανένας. Από την αρχή της ημέρας μέχρι τη νύχτα, σκεφτόμαστε για τα πάντα. Ασχολούμαστε με όλα. Δεν ασχολούμαστε μόνο με το πιο σημαντικό έργο, την εξέταση της καρδιάς μας. Με αυτό κανείς δεν ασχολείται εκτός από ένα πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων που έχουν αφιερώσει τον εαυτό τους στον Θεό.
Θυμηθείτε, γράφει ο Άγιος, πώς έφεραν στον Κύριο τη γυναίκα που συνέλαβαν να μοιχεύει. Και ρώτησαν, “Διδάσκαλε, εν τω νόμω Μωϋσής εν ετείλατο ημίν τοιαύτας λιθοβολείν. Συ, ουν, τί λέγεις;” Ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν απάντησε αμέσως. Κάθισε στον περίβολο του Ναού του Σολομώντος και έγραφε κάτι με το δάκτυλό του στην άμμο. Και μόνο όταν τον ρώτησαν για δεύτερη φορά, έδωσε την καταπληκτική απάντηση που μόνο Αυτός μπορούσε να δώσει, και τη γνωρίζουμε όλοι μας, αλλά δεν την επεξεργαζόμαστε μέσα στην καρδιά μας: «Ο αναμάρτητος ημών, πρώτος βαλέτω λίθον επ’ αυτήν». Με μεγάλη ντροπή, κατεβάζοντας το κεφάλι χαμηλά, άρχισαν να σκορπίζουν όλοι οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, οι οποίοι θεωρούσαν τους ευατούς τους δικαίως, και ο Ιησούς έγραφε στην άμμο, και τελικά σήκωσε το κεφάλι και ρώτησε, «Πού είναι; Ουδείς σε κατέκρινε;» Και η γυναίκα απάντησε, «Ουδείς, Κύριε». Και ο Ιησούς είπε, «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω. Πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε».  Πόσο καταπληκτική είναι η απαγόρευση της κατακρίσεως, πόσο καθαρά ο Κύριος είπε ότι πρέπει να σκεφτόμαστε πρώτα από όλα και περισσότερο από όλες τις δικές μας αμαρτίες. Όποιος είναι χωρίς αμαρτία, ας ρίξει πρώτος την πέτρα. Εμείς δεν είμαστε χωρίς αμαρτία. Επομένως, δεν πρέπει να το τολμούμε, να ρίχνουμε την πέτρα της κατακρίσεως στους άλλους. Όμως, εμείς πετάμε πέτρες διαρκώς, κάθε μέρα και κάθε νύχτα ρίχνουμε πέτρες κατακρίσεως. «Στηρίξας τον πρώτον αλλότριον, νικήσαντα το ίδιον Κύριον, στήσεται υπεύθυνος. Στηρίξασθε δε δυνατοί, γὰρ ἐστίν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐαυτῇ». Πρέπει να σκεφτόμαστε την προσωπική μας κρίση και να μην ασχολούμαστε με τις ξένες αμαρτίες. Βλέπετε πόσο ιερός και βαρυσήμαντος είναι αυτός ο νόμος και πόσο όμορφα έτσι, πολύ πιο απλά, ο Άγιος Λουκάς μας τα είπε. Το τελευταίο, λοιπόν, σχόλιό μας, πάνω στον επίλογο της ευχής του Αγίου Εφραίμ του Σύρου, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μία έκρηξη ευχαριστίας του ευλογηθέντος με τη χάρη της μετανοίας ανθρώπου.
Ότι «ευλογητός εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν». Η ευλογία μας για τον Θεό είναι δοξολογία και η δοξολογία είναι ευχαριστία. Είναι ευχαριστία για ό,τι ο Θεός Πατέρας δια του Ιησού Χριστού, εν αγίω Πνεύματι, μας χαρίζει σε αυτή και με αυτή την προσευχή, την ευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου για τον καιρό της κατανύξεως και της μετάνοιας, τον καιρό της μεγάλης Τεσσαρακοστής, για το θαύμα της ζωής και τον πλούτο των δωρεών Του. Ευχαριστία, γιατί στην ματαιότητα και τη φθορά, την αποτυχία και την απόγνωση, ήρθε η Εκκλησία, το θεανθρώπινο σώμα του Σταυροθέντως και Αναστάντως Κυρίου και Δεσπότη και Βασιλέα, όπου κοινωνούμε της αληθινής και αιώνιας ζωής, όπου ο άνθρωπος και η ζωή υψώνονται σε λειτουργικό και ευχαριστιακό μυστήριο, όπου οι Εκκλησιασθέντες χαίρονται και εορτάζουν για όλα όσα ο Θεός έκανε και κάνει για στο λαό Του. Για όλες τις δωρεές και για κάθε δωρεά, για όλα τα χαρίσματα και για κάθε χάρισμα, για όλες τις αρετές και για κάθε αρετή, για όλα τα κατορθώματα, όσα κατορθώνουμε και για κάθε κατόρθωμα στη ζωή μας, για όλη τη χάρη που μας δίνει ο Θεός και για κάθε χάρη.
Η ευχαριστία ως προσευχή, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της πνευματικής ζωής, της ασκητικής εργασίας, του Ορθόδοξου ήθους, που είναι δώρο του Θεού, κατόρθωμα της χάρης Του, ο λαβών παρά Θεού δώρον, διδάσκει ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός. Και αχαρίστως διακείμενος, την τούτουν στέρησιν γενέσθε κατασκευάζει. Αυτός ο οποίος έχει πάρει το δώρο, και όλοι πήραμε το δώρο στο βάπτισμα και όλοι μετέχουμε στο δώρο, στη Θεία Ευχαριστία, που είναι δωρεά του Θεού και μας εξασφαλίζει την κατά χάριν θέωσή μας. Είναι θεοειδής κατάσταση αυτή, όταν λοιπόν είμαστε αχάριστοι, διακείμεθα αχαρίστως, αυτό σημαίνει ότι καθιστούμε τον εαυτό μας ανάξιο αυτής της δωρεάς του Θεού. Η γαρ ευχαριστία πρεσβεύει. Πλήν μία έστω η ευχαριστία, ως η του φαρισαίου εκείνου, τους μέν άλλους κατακρίνουσα, εαυτόν δε δικαιούσα, αλλά μάλλον ως πλήνωνα πάντων χρεωστούσα και εξαπορίας ευχαριστούσα και εκπλητομένη. Κατανοούσα την άφατον του Θεού μακροθυμίαν και ανοχήν. Κατά τον ίδιο Πατέρα, τον Άγιο Πέτρο λοιπόν, τον Δαμασκηνό, οφείλουμε να ευχαριστούμε τον Θεό για την ευχή, για τη γνώση, τη δύναμη, τις αρετές μας και τα περί ημών, πάντα επί την κατά χάριν.
Ότι και διάβολον και πονηρίας ανθρώπων μακροθύμως ανέχεται και τον διάβολο ανέχεται, αλλά και τις πονηρίες των ανθρώπων με πατροθυμία λέει ανέχεται, αμείβοντας κάθε αγαθόν και πρώτης αμαρτίας και μετά την αμαρτία, της μετανούσιν, αυτούς που μετανοούν. Και πάσαν μηχανήν ποιόν ου παύεται προς τον νικήσει την κακίαν ημών και των εχθρών μας και των δαιμόνων.
Κατά την πνευματική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου, η ευχαριστία του λαμβάνοντος, ερεθίζει τον διδόντα του δούνε δωρήματα μείζονα των πρωτέρων. Ο ἄνθρωπος εὐχαριστῶν, ἐπὶ τῆς μικρᾶς καὶ ἐπὶ τῆς μεγίστης, ἐψεύσθη καὶ στάθηκε ἄδικος. Ο Θεός, δηλαδή, όταν εμείς Του ζητάμε δωρήματα, και μέσα από αυτήν την έμπονη αναζήτηση, γιατί χρειάζεται κόπος για να συνομιλείς με το Θεό, γιατί χρειάζεται κόπος να μπορείς να σταθείς μπροστά στο, Θεό και να Του ζητάς πράγματα, ο Θεός λοιπόν, τότε δίνει ακόμη περισσότερα, ακόμη περισσότερα. Και αυτός ο οποίος δεν ευχαριστεί για τα μικρότερα, είναι ψεύτης και αχάριστος και για τα μεγαλύτερα. Το ότι ευλογώ, δηλαδή ευχαριστώ τον Θεό και Κύριο, τον Δεσπότη και Βασιλέα μου, είναι κατά πάντα αν ενδεής, δεν έχει ανάγκη της ευχαριστίας ο Θεός της δικής μας, αποτελεί έκφραση της βεβαιότητας της ελπίδας μας. Ότι αν αναζητούμε το Θεό θα μας αποκαλυφθεί, αν ποθούμε θα μας δώσει, αν ασκούμαστε θα μας απελευθερώσει, αν εργαζόμαστε θα μας πλουτίσει, αν μετανοούμε θα μας σώσει, γιατί ο Θεός της Εκκλησίας υπήρξε πιστός σε όλη την οικονομία Του, πάση το συμφέρον οικονομών. Ο Θεός πλούσιος έλεος, πτωχεύει για μας και ενώνεται για τη Θέωσή μας. Αυτό είναι το καθημερινό Ευαγγέλιο της Εκκλησίας Του, όπου ο άνθρωπος ευλογεί το κάθε τι και προσφέρει ως ευχαριστία στον δημιουργό του.
Η ευλογία, ευχαριστία, πηγάζει από την κατάπληξη, που δοκιμάζουμε ενώπιον μιας ενέργειας, με την οποία ο Θεός έρχεται να αποκαλύψει τη δύναμη της αγαθότητάς Του. Το να ευλογούμε, ευχαριστούμε τον Θεό, δεν σημαίνει με κανένα τρόπο να πιστεύουμε ότι προσθέτουμε κάτι στον πλούτο Του, αλλά ότι αφήνουμε να μας πάρει η ορμή αυτής της αποκαλύψεως, να προσκαλούμε τον κόσμο να την υμνήσει. Η ευλογία του Θεού είναι πάντοτε δημόσια ομολογία της δύναμής Του και ευχαριστία για τη μεγαλοδωρία Του. Οι δύο κινήσεις της ευλογίας, η χάρη που κατεβαίνει από τον Θεό και η ευχαριστία που ανεβαίνει από τον άνθρωπο, ανακεφαλαιώνονται εν Χριστώ Ιησού. Αυτός λοιπόν είναι ο Κύριος και Δεσπότης και Βασιλέας της ζωής μου, ο οποίος δια του σταυρού και της αναστάσεως, αποκαλύπτεται ο Θεός και Δημιουργός, και Σωτήρας μου. Έτσι, στο Σταυρό και στην Ανάσταση αποκαλύπτεται ο Θεός, στον οποίον πρέπει η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Καλό βράδυ. Έναρξη της 6ης Εβδομάδος και καλή Μεγάλη Εβδομάδα να έχουμε και Καλή Ανάσταση.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

close